Γράφει ο Ευθύλογος

Από ότι φαίνεται η χώρα περνάει τις πιο δύσκολες στιγμές της από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ίσως μάλιστα τα πράγματα να είναι χειρότερα κι από τότε, αν σκεφτούμε τα εξής δύο:

Α) Τότε όλος ο κόσμος εκτός Ελλάδας μας θαύμαζε ενώ τώρα μας χλευάζει και μας ελεεινολογεί.

Β) Τότε υπήρχε ενθουσιασμός, αλτρουισμός και πνεύμα αυτοθυσίας ενώ τώρα υπάρχει απογοήτευση, ατομιστική λογική και πνεύμα εξασφάλισης των κεκτημένων.

Των κεκτημένων που……… «κατακτήθηκαν» ερήμην των αντοχών της εθνικής οικονομίας, με την ηλίθια ανοχή του πολιτικού συστήματος, ανοχή που πολλές φορές σε συνεργασία – συμπαιγνία με τον αξιοθρήνητο κομματικό συνδικαλισμό έφτανε στα όρια της παρότρυνσης για περαιτέρω διεκδικήσεις. [1]
Αυτή η αγύρτικη συμπεριφορά των εκπροσώπων και της πολιτικής σκηνής αλλά και του κομματικού συνδικαλισμού είναι απόλυτα ερμηνεύσιμη.

Η ερμηνεία έχει πολλά σκέλη.

α) Οι εκπρόσωποι των δυο κομμάτων που είχαν και την ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου μεταπολεμικά, έπρεπε να δείξουν ότι η πολιτική τους ήταν επιτυχημένη, απέφερε καρπούς και ότι με τις άοκνες προσπάθειές τους η Ελλάδα έπαψε να είναι ψωροκώσταινα. (Αλήθεια γιατί δεν επαναλαμβάνει αυτόν τον ισχυρισμό κανένα καθίκι τον τελευταίο καιρό;). Μέρος λοιπόν των «καρπών», οι πολιτικοί, – ως δίκαιοι ηγέτες – το διανέμουν στο λαό τους. Με το υπόλοιπο τμήμα των καρπών «θωρακίζουν» την εθνική οικονομία. Έτσι δεν μας έλεγαν οι αλήτες;

β) Ο καλλίτερος τρόπος για να μας αφήσει ένα σκυλί να φάμε με την ησυχία μας, είναι να βάζουμε πότε – πότε λίγο φαγητό στο πιάτο του. (άλλωστε πως αλλιώς θα του πούμε «μαζί τα φάγαμε»;)

Έ! Οι μασκαράδες που μας κυβερνούσαν ακριβώς αυτό έκαναν. Απλή η λογική τους.

Σου δίνω εσένα 100 ευρώ αύξηση, για να μη γκρινιάζεις για τα 7000 – 8000 ευρώ που ενθυλακώνω εγώ.

Βρίσκω για την κόρη σου απασχόληση (μερική) σε super market, για να μη φωνάζεις που διορίζω το γιο μου στη βουλή.
Δέχομαι τη φοροδιαφυγή σου για να δεχθείς το «πόθεν έσχες» μου. 

Δεν φτάνει που ευωχούνταν από τον μπεζαχτά του κράτους αλλά ήταν τόσο γαϊδούρια που ρεύονταν και δημοσίως.[2] Ήξεραν ότι η μπόχα τους δεν θα ενοχλούσε κανέναν γιατί οι ψηφοφόροι τους ήταν απασχολημένοι. Έγλειφαν το σαγανάκι που τους είχαν δώσει πριν λίγο.

γ) Οι εκπρόσωποι των κομμάτων που δεν είχαν την ευκαιρία να συμβάλουν από κυβερνητικές θέσεις στην καταστροφή της χώρας, ήταν και είναι τόσο άσχετοι στα οικονομικά θέματα, που ποτέ δεν έκαναν μια ρεαλιστική πρόταση.

Άλλωστε όπου εφαρμόστηκαν οι αντιλήψεις τους, τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά και στον οικονομικό τομέα.

Ερμήνευσαν τόσο στραβά τον μακαρίτη τον Μαρξ, που αντί να προσπαθούν να επιτύχουν δίκαιη μοιρασιά της Υπεραξίας, επιδίωξαν (και επιδιώκουν) καταστροφή της Αξίας.

Οι μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις τους ηχούν ευχάριστα στα αυτιά των αφελών, ποτέ όμως δεν μας είπαν που θα βρεθούν τα χρήματα.

Μεγαλύτερη φορολογία στους πλούσιους; Τα παίρνουν και φεύγουν.

Μεγαλύτερα μεροκάματα; Κλείνει η επιχείρηση. Και η ειρωνεία! Ανοίγει αλλού.

Κρατικές επιχειρήσεις; Είδαμε την προκοπή τους κι εδώ και όπου αλλού υπήρχαν, είδαμε και την προκοπή των συνεταιρισμών.[3]

δ) Προφανώς το κλίμα που καλλιεργήθηκε αυτά τα χρόνια ήταν ότι καλλίτερο για τους αριβίστες που κάτω από έναν δήθεν ιδεολογικό μανδύα έκρυβαν τις πιο ιδιοτελείς επιδιώξεις. Και επειδή ήταν δύσκολο να αναρριχηθούν απ’ ευθείας στην κεντρική πολιτική σκηνή, ακολούθησαν το εφαλτήριο του συνδικαλισμού. Ενός κομματικού συνδικαλισμού που λειτούργησε με καθαρά συντεχνιακή λογική, ιδίως σε κλάδους που μπορούσαν να ασκήσουν κοινωνική πίεση. Όλοι υποκρίνονταν ότι αγνοούσαν τα συντεχνιακά επιδόματα με τα περίεργα ονόματα που ακούστηκαν πρόσφατα. Κι όμως τα ήξεραν ΟΛΟΙ. Και όσοι με συνδικαλιστικούς «αγώνες» κατοχύρωναν τα «κεκτημένα» με τα περίεργα ονόματα, (άκου επίδομα έγκαιρης προσέλευσης!) και όσοι τα απολάμβαναν χωρίς να τα αξίζουν, και οι εργαζόμενοι άλλων κλάδων που έβλεπαν τις αδικίες αλλά δεν αντιδρούσαν γιατί οι δικοί τους συνδικαλιστές τους συμβούλευαν: «Μην στρέφεστε κατά των άλλων εργαζομένων. Αγωνιστείτε να τα πετύχουμε κι εμείς». [4] 

Έτσι αρχίσαμε όλοι να παίζουμε το βρωμερό παιγνίδι που χρόνια τώρα παίζουν οι δικαστικοί με τους βουλευτές. Τα παίρνουν οι μεν, τα διεκδικούν και οι δε.

Και άντε «αγώνες» και πορείες και καταλήψεις και στάσεις εργασίας και απεργίες και «δίκαια αιτήματα». Και άντε ικανοποίηση των «δίκαιων αιτημάτων» από αγύρτες πολιτικούς που ήξεραν να κλέβουν αλλά δεν καταλάβαιναν που οδηγούν την οικονομία, αφού δεν ήξεραν να μοιράσουν δυο γαϊδουριών άχυρο

Και άντε πανηγυρισμοί από τους ελεεινούς συνδικαλιστές γιατί εδραίωναν τη θέση τους στο κόμμα. Και άντε «χαρούλες» οι εργαζόμενοι και οι (πάμπολλοι) δήθεν εργαζόμενοι.

Και άντε καινούργιο δάνειο η Ελλάδα.

Και άντε «εξοχικά» εκεί που έπρεπε να βόσκουν γαλακτοφόρα ζώα.
Και άντε «σκάφη» εκεί που έπρεπε να αρμενίζουν ψαροκάικα.

Και άντε καφετέριες κα μπαράκια, εκεί που έπρεπε να χτίζονται βιοτεχνίες.

Και άντε εισαγόμενα «αμάξια» εκεί που έπρεπε να κινούνται ελληνικής κατασκευής τρακτέρ.

Και άντε τα πάντα εισαγόμενα (από αυγά και σκόρδα μέχρι πτυχία). 

Όσο για χειρωνακτική δουλειά, ούτε λόγος.

– Βάλε ρε έναν μετανάστη να σου σκάψει, ήταν η συνήθης παρατήρηση κάποιων τεμπέληδων που τα βόλευαν μια χαρά μέσα στην αναμπουμπούλα.
Γι αυτό και τα πράγματα αντιστράφηκαν πολύ γρήγορα.

Σήμερα υπάρχουν μετανάστες που μπορούν να πουν:

– Βάλε ρε έναν Έλληνα να σου σκάψει.
Και τώρα το οδυνηρό ερώτημα:

Τι πρέπει να κάνουμε;

Η απάντηση είναι οδυνηρότερη και την δίνουν τα παραπάνω «έπρεπε».
Πρέπει να αποκτήσουμε στοιχειώδη επάρκεια σε είδη πρώτης ανάγκης.
Αν δεν γυρίσουμε στην πρωτογενή και στην δευτερογενή παραγωγή, δεν υπάρχει σωτηρία.[5] Η λαϊκή σοφία συμπυκνώνει τα παραπάνω σε έξη λέξεις.

Με πορδές δεν βάφονται τα αυγά.
Και το να στηριχτούμε μόνον στη «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού [6], ακριβώς αυτή την προσπάθεια βαφής θυμίζει.
Προφανώς λυπάμαι για την κατάντια της πατρίδας μου.
Αλλά πιο πολύ λυπάμαι τους άνεργους νέους, όχι τη γενιά μου. Οι νέοι δεν φταίνε τίποτε. Απλά με την ταλαιπωρία που θα υποστούν, επιβεβαιώνεται άλλη μια φορά εκείνο το ρητό που λέει (περίπου) το εξής: «μαλακίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα».
Και το χειρότερο είναι ότι κάποιοι τις συνεχίζουν και σήμερα πουλώντας «ηρωισμό» και «επανάσταση» εκ του ασφαλούς. 

Ευτυχώς κάποιοι άλλοι συνετίστηκαν. Ή τους συνέτισε η αδήριτη πραγματικότητα που δεν σηκώνει ανόητους λαϊκισμούς.
* * * * * * * * * *
[1]Στη δεκαετία του ’80 είχα ακούσει κορυφαίο πολιτικό να λέει επί λέξει το εξής:

«Να μην κρυβόμαστε τώρα, τις περισσότερες απεργίες εμείς τις υποκινήσαμε».

[2] Πριν λίγες μέρες ο καθηγητής κ. Μπέης αφηγήθηκε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό. Έτυχε να βρίσκεται στο σπίτι σημαντικού πολιτικού προσώπου και κάποια στιγμή χρειάστηκε ο πολιτικός να ανοίξει ένα ντουλάπι. Έπεσαν από μέσα ολόκληρα δέματα χαρτονομισμάτων. (Τα λεγόμενα τούβλα) Ο πολιτικός αντί να ντραπεί, γύρισε προς το μέρος του και έβαλε τα γέλια. Τέτοια θα έγιναν πολλά. Ένας είχε το θάρρος να το πει δημοσίως. 
[3] Και μόνο τις συντάξεις και το εφάπαξ που παίρνουν οι εργαζόμενοι σε συνεταιριστικές επιχειρήσεις να δει κάποιος, θα καταλάβει πολλά.

Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν είμαι αντίθετος με τις κρατικές επιχειρήσεις. Ανήκω σε εκείνους τους λίγους γραφικούς που εξακολουθούν να προτιμούν το «μεγάλο κράτος» από την μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση. Αλλά με μια άλλη νοοτροπία, και στους ηγέτες και στους εργαζόμενους. Ίσως μετά από πολλά – πολλά χρόνια να αποδειχθεί ότι ο Μαρξ είχε δίκιο, αλλά διατύπωσε σωστές απόψεις σε λάθος εποχή.
[4] Κάποτε είπα σε φίλους, συνδικαλιστές κλάδου που ετοίμαζαν κινητοποιήσεις:

«Μην διεκδικείτε περισσότερα. Δεν αντέχει το κράτος. Ζητείστε να πάρουν λιγότερα εκείνοι που παίρνουν πάρα πολλά». Η αήθης φραστική (ευτυχώς) επίθεση που δέχτηκα, έδειχνε πέραν των άλλων και πλήρη άγνοια της πραγματικότητας. Κι όμως, κάποιοι από αυτούς θα διεκδικούσαν αργότερα ρόλο στην πολιτική σκηνή!

[5] Προφανώς αυτό θα είναι πολύ δύσκολο και θα απαιτήσει πάρα πολύ χρόνο. Για δυο λόγους.

(i) Το παιδί του αγρότη γίνεται εύκολα δημόσιος υπάλληλος. Το παιδί του δημοσίου υπάλληλου, δύσκολα γίνεται αγρότης.
(ii) Για να ανορθωθεί μια οικονομία χρειάζεται (κατά κανόνα) περισσότερο χρόνο από όσο χρειάζεται για να καταστραφεί. Και η δική μας καταστρέφεται πάνω από μισό αιώνα.
 
[6] Στην πραγματική βαριά βιομηχανία οι εργαζόμενοι δουλεύουν τρεις βάρδιες το 24ωρο και παράγουν κατά κανόνα αναγκαία προϊόντα. Η «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού στην Ελλάδα δημιουργεί 8 (οκτώ) μήνες ανεργία. Και δεν είναι και αναγκαία υπηρεσία. (ελαστική δαπάνη). Καμιά σχέση λοιπόν.