Στην Ουάσιγκτον βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ Αβιγκντορ Λίμπερμαν και η συνάντησή του με την ομόλογό του Χίλαρι Κλίντον χαρακτηρίστηκε, κατά το σύνηθες, «παραγωγική», «σε φιλικό κλίμα, όπως ταιριάζει σε δύο στενά συνεργαζόμενους φίλους και συμμάχους». Οτι το κλίμα ήταν φιλικό, δεν υπάρχει αντίρρηση. Για το παραγωγικό υπάρχουν διαφωνίες. Οι «σκληροί» της Ιερουσαλήμ δεν είναι ικανοποιημένοι με τη στρατηγική της πολιτικής του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για τη μουσουλμανική Αφρική και τη Μέση Ανατολή.

Ισραηλινές πηγές λέγουν ότι ο υπουργός μετέφερε στην Ουάσιγκτον το μήνυμα ότι «δεν θα καθυστερήσουμε περισσότερο» στο ζήτημα του Ιράν, ότι το Ισραήλ «εν ανάγκη» θα δράσει μόνο του – βέβαιο, φυσικά, ότι η Αμερική, εν όψει προεδρικών εκλογών, θα αναγκαστεί να σπεύσει σε βοήθεια.

Η παρουσία του Λίμπερμαν στην αμερικανική πρωτεύουσα συνέπεσε, πρώτον, με μια πολυσέλιδη έκθεση η οποία κυκλοφορεί αυτόν τον καιρό στο Κογκρέσο – έργο ομάδας πολιτικών επιστημόνων, με εντολή της Βουλής – και, δεύτερον, με ένα από τα λεγόμενα κλειστά σεμινάρια που διοργανώνει συχνά το Wilson Institute.

Και τα δύο ασχολήθηκαν με την κατάσταση στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή μετά τη λεγόμενη Αραβική Ανοιξη.

Αρνητική για την Αμερική και τα συμφέροντά της στην περιοχή αποδεικνύεται αυτή η Ανοιξη. Ούτε και πρόσφερε κάτι θετικό, κάτι που να δικαιολογεί την αιματοχυσία και το κόστος της, μέχρι στιγμής στους λαούς της Βόρειας Αφρικής. Μια γαλλική δημοσκόπηση έδειξε ότι μόλις το 55% των ερωτηθέντων Αράβων είναι «ικανοποιημένο ή σχετικά ικανοποιημένο» από το νέο καθεστώς στη χώρα του. Ας σημειωθεί ότι, κατά τη «Wall Street Journal», και στο «ελεύθερο Ιράκ» οι δύο στους τρεις πολίτες είναι εναντίον της «νέας κατάστασης» και «σαφώς αντιαμερικανοί».

Στην ως πέρυσι χώρα-«κλειδί» της αμερικανικής πολιτικής στον αραβικό κόσμο, δηλαδή στην Αίγυπτο, η επιρροή της Αμερικής σχεδόν εκμηδενίστηκε. Τον περασμένο μήνα το «νέο καθεστώς» συνέλαβε και θα δικάσει μια ντουζίνα και πλέον Αμερικανούς που εργάζονταν σε δύο αμερικανικές μη κυβερνητικές οργανώσεις για την «προώθηση της δημοκρατίας (…) στην Αίγυπτο». Τα τηλεφωνήματα του προέδρου Ομπάμα και η απειλή της κυρίας Κλίντον ότι το Κογκρέσο θα κόψει τη στρατιωτική βοήθεια ύψους 1,3 δισ. δολαρίων άφησε εντελώς ασυγκίνητο το Κάιρο, μάλιστα έδωσε αφορμή σε αντιαμερικανικές εκδηλώσεις.

Δύο σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζουν το Κάιρο και η Ουάσιγκτον.
Αποφεύγοντας να αντιδράσουν στη διατήρηση της λογοκρισίας και να εμποδίσουν οποιαδήποτε αντιδημοκρατική ενέργεια του στρατού, οι Αδελφοί διαβεβαιώνουν τους ξένους διπλωμάτες ότι δεν πρόκειται να αλλάξουν την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής της Αιγύπτου. Την ίδια στιγμή όμως αφήνουν αναπάντητα τα αγωνιώδη ερωτήματα της Ουάσιγκτον για το αν θα συνεχίσουν να τηρούν φιλική στάση απέναντι στο Ισραήλ. Επίσης αποκατέστησαν στενή συνεργασία με την παλαιστινιακή Χαμάς και δεν συγκινούνται από τις προσκλήσεις των Εμιράτων να συνταχθούν με τους άλλους Αραβες εναντίον του Ιράν.

Την Ουάσιγκτον ανησυχούν σοβαρά οι πληροφορίες για αποκατάσταση επαφής των σουνιτών Αδελφών Μουσουλμάνων με πολεμάρχους στο Αφγανιστάν και ότι παρακάμπτοντας δογματικές αγκυλώσεις υποστηρίζουν «αξιωματούχους του Μπασάρ αλ Ασαντ», ίσως και τον ίδιο τον σιίτη πρόεδρο της Συρίας.
Ετσι η αμερικανική παρουσία στην περιοχή περιορίζεται στα κράτη και στα κρατίδια της Αραβικής Χερσονήσου, απ’ όπου και το πετρέλαιο που τροφοδοτεί το ένα τρίτο της αμερικανικής βιομηχανίας. Αυτό αρκεί επί του παρόντος, λέγουν οι αναλυτές της έκθεσης που επεξεργάζεται το Κογκρέσο.

Βόρεια Αφρική

Σφαγές, πείνα και διαδηλώσεις

Πάνω από 1.500 «πρόσφυγες» και «επικίνδυνοι» βρίσκονται εδώ και δύο μήνες έγκλειστοι στο «στρατόπεδο ασφαλείας» της Βεγγάζης και «άγνωστος αριθμός» σε προάστιο της Ζιντάν στη Λιβύη. Ενας άγνωστος αριθμός Λιβύων διώκονται από το «νέο καθεστώς» επειδή υπηρετούσαν στον στρατό ή στην αστυνομία του Καντάφι. Γαλλικές πηγές αναφέρουν ότι «μάχες και σφαγές αμάχων» είναι πλέον κάτι καθημερινό και ότι τα διαβήματα αξιωματούχων του ΟΗΕ στον πρωθυπουργό Αλ Κέεμπ δεν βρήκαν ανταπόκριση.

Στη γειτονική Τυνησία επισήμως δεν υπάρχουν κρατούμενοι ούτε «αγνοούμενοι». Υπάρχει όμως έλλειψη τροφίμων, η οικονομία σημειώνει σταθερή καθίζηση, ο πληθωρισμός χαρακτηρίζεται από τον υπουργό Οικονομικών «απειλή για τον πολίτη» και η ανεργία πήρε διαστάσεις «μοναδικές για τη χώρα», γράφει ο «Le Monde». Η ιταλική «Repoubblica» προκάλεσε διεθνή αναταραχή όταν, στις αρχές Φεβρουαρίου, αποκάλυψε ότι ένα ποσοστό Τυνησίων «άνω του 37%» νοσταλγεί το προηγούμενο καθεστώς.

Στην Αίγυπτο «η πλατεία Ταχρίρ εξακολουθεί να συγκεντρώνει χιλιάδες, να μεταβάλλεται σε πεδίο μάχης με δραματικές υπερβολές» και η στρατιωτική ηγεσία όχι μόνο διατηρεί το δίπτυχο «νόμος και τάξη», αλλά προετοιμάζει τη διάδοχη κατάσταση έτσι ώστε ο στρατός να διατηρήσει το πάνω χέρι στη διακυβέρνηση και να αποφύγει να λογοδοτήσει για τη στήριξη που έδωσε στον Μουμπάρακ.

ΒΗΜΑ