Με τα συμπτώματα και τις θεραπείες της νόσου …«πολιτική» ασχολήθηκε  η εκπομπή MegaΣαββατοκύριακο. Καλεσμένος ο διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής «Σωτηρία»,   Γιώργος Μούσας.  Από τι πάσχουν οι Ελληνες πολιτικοί; Από αίσθηση απώλειας επαφής με την πραγματικότητα, από ανεξέλεγκτα βιωμένο ναρκισισμό. Όμως ο Γ. Μούσας πιστεύει ότι η χώρα έχει ανάγκη από ένα πραγματικό ηγέτη που θα θέσει εαυτόν στην υπηρεσία της χώρας. Έναν ηγέτη, όπως λέει, που θα διατηρήσει μέρος του ναρκισισμού του, γιατί είναι πολύτιμος.

Ο λόγος περί του «ξύλινου λόγου», το θέμα που χρόνια τώρα έρχεται και επανέρχεται ως βασικό στοιχείο της αναπηρίας του πολιτικού συστήματος.

«Ο ξύλινος λόγος δεν είναι μανιέρα που εκδηλώνεται μέσα στο χρόνο αλλά ένα ψυχολογικό φαινόμενο. Ο άνθρωπος που μιλά έτσι δηλώνει ότι η ανάγκη του δεν είναι να υπηρετήσει τους πολίτες, στους οποίους αναφέρεται, αλλά τις δικές του ανάγκες. Πρόκειται για μια ψυχική ιδιοτέλεια, η οποία δεν μπορεί να ειπωθεί ξεκάθαρα, ακριβώς γιατί είναι ψυχική. Δεν μιλά κανείς για το αυστηρά προσωπικά ενδιαφέρον του να τοποθετεί μπροστά αυτό το ξύλινο κομμάτι λόγου και επικοινωνίας. Εχει απομονώσει συναισθήματα, στρέφεται ναρκισιστικά στον εαυτό του γιατί αυτός αποκτά σημασία μέσα από την ενασχόληση. Και τότε έχουμε διακοπή σχέσεων με τους άλλους».

Κι αν αναγάγουμε την εξίσωση από τα πρόσωπα στο πολιτικό σύστημα, η διακοπή σχέσεων πολιτικής-κοινωνίας, οδηγεί στην ύβριν με όλη την αρχαιοελληνική της σημασία:

«Τότε το σύστημα έχει φύγει μόνο του… Ο ηγέτης γίνεται αλαζόνας, έχει πια παθολογική εικόνα του εαυτού του και φυσικά δεν είναι αποτελεσματικός»

Γιατί η εξουσία δεν αντέχει την κριτική;

«Εξαιτίας του ναρκισισμού. Βλέπω τώρα που διαμορφώνεται μια ηγετική ομάδα εξουσίας που επιχειρεί κάτι να κάνει και συγχρόνως παρατηρείς πώς το ρίσκο του πολιτικού κόστους είναι υψηλό».

Ο καθηγητής αμφιβάλλει πολύ όταν ακούει τους πολιτικούς να μιλούν για τα κοινά ότι, εκείνη τη στιγμή,  η σκέψη τους είναι στραμμένη σ΄ αυτά:

«Σκέφτονται μ΄ έναν ψυχικό αυτοματισμό την καριέρα, την ανέλιξή τους. Το βαθύτερο ψυχικό επίπεδο δεν επικοινωνεί με το επιφανειακό.  Δεν είναι θέμα κατηγορίας προς αυτούς αλλά διάγνωσης. Για παράδειγμα πώς είναι δυνατόν οι ρημαγμένες πολυκατοικίες της Λ. Αλεξάνδρας, να στέκονται τόσα χρόνια εκεί χωρίς κανείς να κάνει κάτι; Από τα μικρά μπορεί κανείς να καταλάβει πώς σκέφτονται και τι είναι ικανοί να κάνουν οι άνθρωποι της εξουσίας. Η χώρα χρειάζεται έναν άνθρωπο ηγετικής στόφας, που θα έχει παραιτηθεί από ένα τμήμα του ναρκισισμού του –όχι όλον γιατί είναι πολύτιμος- και θα θέσει εαυτόν στην υπηρεσία του τόπου».

Πιστεύει ότι η κατάρρευση του πολιτικού συστήματος πυροδοτεί συναισθηματικές αντιδράσεις, πρωτόγνωρες:

«Η Ελλάδα ήταν επί πολλά χρόνια φτωχή. Δεν έκλεβε όμως, δεν σκότωνε. Σήμερα είναι η κατάρρευση του συστήματος προκαλεί θυμό και ανασφάλεια. Ακόμα και το κακό σύστημα είναι κάτι. Στο κενό, ο κόσμος έχει αγωνία. Η αδυναμία να εκφραστεί αυτό το ψυχικό χάσμα ανάμεσα στην κοινωνία και την πολιτική, οδηγεί όχι απλώς στην αμφισβήτηση αλλά στην απομάκρυνση, την απόρριψη, συμπεριφορά που είναι έκδηλη κυρίως στους νέους».