Του Μάριου Ευρυβιάδη

Η εκτιμητική έκθεση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για την κατάσταση (status) των υπό την αιγίδα των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό (“Assessment  report of the Secretary – General on the status of the negociations in Cyprus” S/2012/149, 12 March 2012)  συνέπεσε χρονικά (λίγο, πολύ) με μια δημοσκόπηση του Κυπριακού Κέντρου Στρατηγικών Μελετών (ΚΚΣΜ, 23 Μαρτίου 2012). Κυρίαρχο εύρημα της δημοσκόπησης υπήρξε το «αίσθημα της απειλής» ή, καλύτερα, της ανασφάλειας που νιώθει η συντριπτική πλειοψηφία της Κύπρου, από την Τουρκία. Η τελευταία δια στόματος του γραφικού της πλέον Υπουργού για Ευρωπαϊκά ζητήματα Μπαγίς, είτε του μειλιχίου Υπουργού Εξωτερικών Νταβούτογλου (a.k.a.  γιού του Δαυίδ ή Davidson)  είτε του αλαζόνα ισλαμιστή πρωθυπουργού της Μεγάλης (Buyuk)  Τουρκίας Ερντογάν, απειλούν ακατάπαυστα με λόγια και με πράξεις την κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση, τις ζωές  και περιουσίες των Κυπρίων, εφόσον αυτοί δεν συμμορφώνονται και δεν αναφωνούν συλλογικά, «Έλεος, αφεντάδες μας και πασάδες μας».

Η δημοσκόπηση του ΚΚΣΜ καταγράφει ότι το 78% των ερωτηθέντων (δείγμα 500 ατόμων άνω των 18 που αντιπροσωπεύουν τη δομή του πληθυσμού) θεωρεί ότι απειλείται από την τουρκική πλευρά και συγκεκριμένα από τη Μεγάλη (Buyuk) Τουρκία των προαναφερθέντων  αξιωματούχων.

Υπενθυμίζεται, εδώ, ότι με ένα σχεδόν ταυτόσημο 76% η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριψε το Σχέδιο Ανάν το 2004. Τυχαίο; Ίσως, αλλά δεν νομίζω. Υπογραμμίζω ότι επιμέρους αναλύσεις του 76% ανέδειξαν ως κυρίαρχο το ζήτημα της ασφάλειας, ή πιο ορθά, της ανασφάλειας μιας λύσης η οποία θα διατηρούσε επανανομιμοποιημένη και ενισχυμένη την Συνθήκη Εγγύησης, ενώ θα καταργούσε την Κυπριακή Δημοκρατία που ήταν και ο λόγος ύπαρξης της προαναφερθείσας Συνθήκης! Χωρίς την Κυπριακή Δημοκρατία και με τη Συνθήκη Εγγύησης «ανοικτή και ανόθευτη» (“openended and undelucted”) όπως ξεδιάντροπα περηφανεύθηκε ο αρχιτέκτονας του κρατοκτόνου Σχεδίου Ανάν, ο Εγγλέζος Χάνεϋ, η μοίρα του ενός σχεδόν εκατομμυρίου  Ελλήνων της Κύπρου αφήνετο στη μεγαλοψυχία και ευμένεια της Buyuk Τουρκίας και του κάθε Μπαγίς, του κάθε Νταβούτογλου, του κάθε Ερντογάν και του κάθε Τούρκου πασά που θα διοικούσε το «εγγυητικό» στρατό της Τουρκίας στην Κύπρο.

Επιπλέον, η ανάλυση του 76% του 2004 ανέδειξε το, κατά τη δική μου εκτίμηση, πιο κρίσιμο συντελεστή του. Η πλειοψηφία του 76% ήταν γυναίκες. Από την τότε  αρθρογραφία μου στον «Φιλελεύθερο» υποστήριζα και συνεχίζω να υποστηρίζω μέχρι σήμερα ότι το κλειδί στην όποια βιώσιμη  λύση του Κυπριακού ήταν, είναι και παραμένει το ζήτημα της ασφάλειας, της αμοιβαίας δηλαδή ασφάλειας και όχι της αλα-τούρκα με ξένους στρατούς και εγγυητικά δικαιώματα. Επιπλέον, υποστήριζα και συνεχίζω να υποστηρίζω ότι οι γυναίκες του κόσμου, γενικά, και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι γυναίκες της Κύπρου ειδικά, έχουν πολύ καλύτερη αντίληψη για το θέμα της ασφάλειας από τους άνδρες οι οποίοι λειτουργούν με το σύνδρομο  του «machicimo» ή αλλιώς, τον «τζάμπα μάγκα», σε τέτοιου είδους  κρίσιμα ζητήματα.

Η  προαναφερθείσα έκθεση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ περιέχει «κωδικοποιημένες» πολλές αποκαλύψεις ως προς το status  των διαπραγματεύσεων, τις θέσεις των μερών και κυρίως της δικής μας πλευράς επί περιόδου Χριστόφια, καθώς επίσης τις θέσεις της Γραμματείας του ΟΗΕ και άλλων. Η Ελλάδα για παράδειγμα δεν φαίνεται από την Έκθεση να διαδραματίζει τον οποιονδήποτε ρόλο έστω και αυτόν του κομπάρσου, σε αντίθεση με την Τουρκία που βρίσκεται συνεχώς στο επίκεντρο και ενημερωμένη.

Επί της ουσίας ο Γενικός Γραμματέας παραδέχεται ότι τα σημεία που ονομάζει “core core”  (ουσία της ουσίας) κατόπιν συμφωνίας υποθέτω, βρίσκονται «κοντά σε αδιέξοδο» (“close to deadlock”). Αυτά είναι (1) ο τρόπος εκλογής της εκτελεστικής εξουσίας, (2)  ο αριθμός των ατόμων που θα πολιτογραφηθούν και (3) η αρχιτεκτονική του καθεστώτος ιδιοκτησίας.

Στα θέματα “core core”, το ζήτημα της ασφάλειας είναι εντυπωσιακά απών. Υπάρχει αναφορά ότι το ζήτημα της εσωτερικής ασφάλειας είναι  αρκετά «προχωρημένο» και ότι υπάρχει «σύγκλιση» αναφορικά με τις «διεθνείς συνθήκες που θα δεσμεύουν» την «Ενωμένη Κύπρο». Παρεμπιπτόντως ο Γενικός Γραμματέας αναφέρεται σε συνεχείς επαφές του με αρχηγούς κρατών συμπεριλαμβανομένων του Προέδρου, Πρωθυπουργού και Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας. Καμία επαφή με Έλληνες δεν αναφέρεται παρά μόνο του ειδικού του συμβούλου κ. Ντάουνερ με γραφειοκράτες του ελληνικού ΥΠΕΞ για το ζήτημα των «εγγυήσεων».

Εκείνο ωστόσο, που τραβά την προσοχή στην Έκθεση του ΟΗΕ είναι η σχετικά μεγάλη αναφορά του στις «γυναίκες» της Κύπρου και στο ρόλο τους για μια λύση και για το μέλλον της Κύπρου.

Ορθά, εκτιμώ, ο Γενικός Γραμματέας εστιάζει στις γυναίκες και το ρόλο τους.  Αλλά με πιο σκεπτικό και με ποια λογική και σε ποιες γυναίκες αναφέρεται; Έχουν μήπως οι του  ΟΗΕ ορθά  αναλύσει το αποτέλεσμα του 2004 και τον, κατά εμέ, καθοριστικό αν όχι καταλυτικό ρόλο των γυναικών  στην απόρριψη του Σχεδίου Ανάν; Διαβάζοντας την Έκθεση πιστεύω πως  όχι, διότι το ζήτημα της ασφάλειας αντί να κυριαρχεί, σχεδόν δεν αναφέρεται. Γιατί λοιπόν ο κ. Ντάουνερ, ο πραγματικός συγγραφέας της Έκθεσης, ασχολείται τόσο πολύ με τις «γυναίκες» στο πλαίσιο «δράσεων» της «κοινωνίας των πολιτών»; Στις παραγράφους 14 και 15 της Έκθεσης γίνεται αναφορά σε δράσεις μιας «ΜΚΟ», “Cyprus 2015”, που συνεργάζεται (partner) με το United Nations Development Programme (UNDP) Action for Cooperation and Trust in Cyprus (UNDP-ACT). Αναφορά γίνεται επίσης και σε μια άλλη ΜΚΟ την “Gender Advisory Team” (που ιδρύθηκε το 2009) σε δικοινοτική βάση, για να αναδείξει το ρόλο των γυναικών  της Κύπρου και να συμβουλεύει τους «δυο ηγέτες» κάτι που προφανώς έπραξε μια φορά τουλάχιστον, τον Ιούλιο του 2011.

Ο κ. Ντάουνερ (και ο Γενικός Γραμματέας προφανώς) είναι εντυπωσιασμένος από τις δραστηριότητες των γυναικών αυτών, το εγκώμιο των οποίων πλέκει στην παράγραφο 15.

Δυστυχώς ο κ. Ντάουνερ και οι συγκεκριμένες γυναίκες διαιωνίζουν ένα μύθο στην Κύπρο, ίσως τον πιο ύπουλο και καταστροφικό. Ότι δηλαδή το πρόβλημα  στην Κύπρο δεν προέρχεται από την ανασφάλεια που παράγει η ηγεμονική και η δομικά  επεκτατική πολιτική της Άγκυρας έναντι της Κύπρου, καθώς επίσης και η ληστρική συμπεριφορά των υποτελών – κλεπτοκρατών της στο νησί, αλλά ότι το πρόβλημα είναι τοπικό και εστιάζεται στις σχέσεις ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους. Εδώ μιλάμε για μια ολόκληρη σχολή σκέψης της οποίας ο κ. Ντάουνερ, οι γυναίκες του και ένας εσμός από αδιαφανώς και πιθανότατα παρανόμως χρηματοδοτούμενες «ΜΚΟ» είναι οι τελευταίοι της εκφραστές.

Το πρόβλημα για τη σχολή αυτή είναι η «έλλειψη εμπιστοσύνης» είναι η «καχυποψία» είναι τα  «πάθη», εθνικιστικά και μη, είναι η «μισαλλοδοξία». Αν αποκατασταθούν αυτές σε κοινωνικό – ψυχολογικό – διαπροσωπικό επίπεδο, η «επανενοποίηση» της Κύπρου, μας λένε, θα ακολουθήσει φυσιολογικά. Εξού και η ανάγκη να παίξουμε στην Κύπρο ακόμα και «κουμέρες», ώστε να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο της κακοπιστίας και της μισαλλοδοξίας.

Όπως ανεδείχθη το 2004 και όπως πιστεύω καταδεικνύει και η δημοσκόπηση του Κυπριακού Κέντρου Στρατηγικών Μελετών, το ζήτημα της ασφάλειας έναντι της Τουρκίας παραμένει κυρίαρχο. Με το κάρο μπροστά, το άλογο να ακολουθεί και μαζί του οι γυναίκες του Ντάουνερ, όσο καλόπιστε και να είναι αυτές,  καμία λύση δεν πρόκειται να προκύψει. Αντίθετα, η μεγάλη πλειοψηφία των Κυπρίων γυναικών θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί αποτελεσματικά στον τομέα αυτό, όπως έπραξε το 2004α και να μην αφήσει το πεδίο να μονοπωλείται από οργανωμένες και ετερόφωτες μειονότητες, τη δράση των οποίων γνωρίσαμε, σε όλο της το μεγαλείο, το 2004.