Γράφει ο ΦΑΛΗΡΕΥΣ

Αυτές οι εκλογές είναι διαφορετικές. Είναι η πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση που και για τους υποψηφίους και για τους ψηφοφόρους δεν θα ισχύει το ρηθέν υπό της εμβληματικής Ιμέλντα Μάρκος: «Είτε χάσουμε είτε κερδίσουμε, μετά τις εκλογές θα πάμε για ψώνια». Η κρίση έφερε το τέλος του οικονομικού μοντέλου στο οποίο η ανάπτυξη ταυτιζόταν με την κατανάλωση, χάρη στον δανεισμό. Τα ψώνια δεν μπορούν πια να είναι παρηγοριά, παρά μόνον για τους πλουσίους.

Παρ’ όλα αυτά, σε ένα τουλάχιστον πράγμα και τούτες οι εκλογές δεν θα διαφέρουν από οποιεσδήποτε άλλες στο παρελθόν, έστω και αν η παρουσία του μετριάζεται αναγκαστικά λόγω της κρίσης. Εννοώ την τάση των υποψηφίων να υπόσχονται, ευθέως ή εμμέσως, τα πάντα στους πάντες.
Αυτό δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει. Θα μείνει έτσι για πάντα, διότι είναι συνυφασμένο με την ίδια τη φύση της εκλογικής διαδικασίας. Από τη στιγμή που κάποιος συμμετέχει και διεκδικεί την προτίμηση των ψηφοφόρων, οι ψήφοι -όπως και τα χρήματα κατά τον Βεσπασιανό- παύουν να έχουν οσμή. Ακόμη και αν ο ίδιος δεν πιστεύει σε ένα πολιτικό σύστημα βασισμένο στις ελεύθερες εκλογές και ονειρεύεται μια κοινωνία χωρίς εκλογές, όπως λ.χ. το ΚΚΕ.

Περίμενα ότι οι ταξιτζήδες θα ήταν η επαγγελματική κατηγορία στην οποία το ΚΚΕ ούτε καν θα φανταζόταν ποτέ ότι αξίζει τον κόπο να απευθυνθεί για να ζητήσει την ψήφο τους. Αντιπροσωπεύουν την τυπική περίπτωση επαγγελματιών, των οποίων η δραστηριότητα και οι προοπτικές προόδου βασίζονται στην ατομική ιδιοκτησία και την προσωπική εργασία. Ειδικά δε στην Ελλάδα, όπου επικρατεί η κουλτούρα του ατομισμού, πολύ ευκολότερα βρίσκει κανείς γόνους ευκατάστατων οικογενειών που γοητεύονται με τις διάφορες εκδοχές της Αριστεράς (τα Εξάρχεια είναι γεμάτα από τέτοιους…) παρά ταξιτζήδες που ομνύουν στη θεολογία του Μαρξισμού – Λενινισμού.

Για τον λόγο αυτόν, μου τράβηξε την προσοχή ένα άρθρο θαμμένο στη σελίδα 23 του χθεσινού «Ριζοσπάστη», με τον τίτλο «Δυνατό ΚΚΕ – δύναμη στον αυτοκινητιστή». Από το θέμα του και μόνον κατάλαβα ότι θα ήταν μία άσκηση εξαιρετικής δυσκολίας για τον συντάκτη του· και το διάβασα με ειλικρινές ενδιαφέρον, για να δω πώς ένα κόμμα, το οποίο αν ποτέ επικρατούσε θα καταργούσε όχι μόνον την ιδιοκτησία των αυτοκινήτων αλλά και τα ίδια τα αυτοκίνητα, προσπαθεί να δελεάσει την ψήφο της φυλής του Θύμιου Λυμπερόπουλου.

Η πρόταση του ΚΚΕ αποφεύγει τον πυρήνα του θέματος· δηλαδή, ότι η έλλειψη ανταλλακτικών και καυσίμων ουσιαστικά θα καταργούσε τη χρήση του αυτοκινήτου (και πολλώ μάλλον το επάγγελμα του αυτοκινητιστή) σε μια απομονωμένη Βόρεια Κορέα των Βαλκανίων. Αναξέει όμως πληγές του πρόσφατου παρελθόντος, με τον σκοπό να οξύνει την οργή του ταξιτζή, ελπίζοντας ότι η ψήφος του θα στραφεί προς το ΚΚΕ: Αναφέρεται εκτεταμένα, λ.χ., στην «κρατική καταστολή και την ιδεολογική τρομοκρατία (ψεκασμούς με χημικά από τα ΜΑΤ, συκοφαντία και ύβρεις από τα αστικά ΜΜΕ)». Φθάνει μάλιστα μέχρι του σημείου να αποδέχεται πλαγίως την παραοικονομία της εμπορίας των αδειών, θρηνώντας για την «κατρακύλα στις τιμές των αδειών τους, που στην Αθήνα μέσα σε δύο χρόνια έχασαν τα 2/3 περίπου της αξίας τους». Ποιος θα το περίμενε ποτέ από το ΚΚΕ!

Υπάρχουν, λοιπόν, ορισμένα πράγματα τα οποία μένουν αιωνίως τα ίδια.

Ενα από αυτά είναι ότι όλες οι ψήφοι έχουν την ίδια ευχάριστη οσμή για όλους τους πολιτικούς· και ένα άλλο είναι ότι κάθε πολιτευόμενος δεν θα διστάσει να δώσει ή να υπαινιχθεί υποσχέσεις τις οποίες δεν έχει τη δυνατότητα να εκπληρώσει.

Η τέχνη αυτή είναι αρχαία και τουλάχιστον εγώ δεν γνωρίζω πουθενά αλλού να έχει περιγραφεί καλύτερα από όσο σε ένα κείμενο που έχει γραφεί πριν από περισσότερα από 2.000 χρόνια. Είναι του Κόιντου Τύλλιου Κικέρωνα (αδελφού του μεγάλου ρήτορα, πολιτικού και φιλοσόφου της ύστερης περιόδου της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας) και εκδόθηκε το 2004 από τον οίκο Πατάκη σε μετάφραση και επιμέλεια της νομικού Αθηνάς Δημοπούλου – Πηλιούρη. Παραθέτω ένα απόσπασμά του: «Ο Κ. Κόττα, ένας μαέστρος της εκλογικής αναμέτρησης, συνήθιζε να λέει ότι (εκτός κι αν του ζητούσαν κάτι που το καθήκον του το απαγόρευε) υποσχόταν τη βοήθειά του σε όλους, αλλά την παρείχε σε αυτούς στους οποίους έκρινε ότι έκανε την καλύτερη επένδυση. Γι’ αυτό δεν αρνιόταν σε κανέναν τίποτε, καθώς συχνά συνέβαινε για κάποιο λόγο αυτός στον οποίο είχε υποσχεθεί τη βοήθειά του να μην τη χρησιμοποιήσει ή και ο ίδιος να έχει μεγαλύτερη ευχέρεια χρόνου απ’ ό,τι πίστευε. […] Ο θυμός αυτού στον οποίον είπες ψέματα θα είναι το τελευταίο που θα συμβεί. Δηλαδή, εάν υποσχεθείς, ο θυμός είναι αβέβαιος, όχι άμεσος, και περιορίζεται σε λίγες υποθέσεις. Αν όμως αρνηθείς, είναι βέβαιο ότι θα αποξενώσεις και τον ίδιο και άλλους πολλούς μαζί του: γιατί αυτοί που ζητούν τις υπηρεσίες κάποιου είναι πολλοί περισσότεροι από αυτούς που τις χρησιμοποιούν». Επίκαιρες αλήθειες· χρήσιμο να τις έχουμε υπ’ όψιν.