Της Εύα Βουτσάκης

 

Δεν με πείθει κανείς. Ποτέ δε με πείθαν εύκολα. Και γιατι να με πείσουν δηλαδή; Τους ήξερα και απο χθές; Ή μήπως τους ήξερα απο προχθές: απο την αρχή της Ελληνικής Ιστορίας;

Πολλή η φασαρία, πολλά τα λόγια, πολλά τα λεφτά, πολλή η σύγχυση.

Μονάχη μου πορεύομαι. Δεν μου αρέσει η πολιτική, δεν μου αρέσει η οικονομία, το κράτος και το παρακράτος. Οσο πιο πολύ τα σπούδαζα τόσο πιο πολύ τα απεχθανόμουν. Τα βλέμματα των πολιτικών είναι θολά απο τη δίψα. Διψούν για εξουσία, διψούν για γυαλί, διψούν για υποσχέσεις.

 

Δε με πείθουν σας λέω. Κανένα χρώμα και κανένα κόμμα. Εχω πάθει αχρωματοψία για το καλό μου.

Αν υπήρχε ποτέ ένα κίνημα πολιτών που θα βελτίωνε τον τρόπο σκέψης των παιδιών, θα έκανε σχολεία με όραμα και πολύ παιχνίδι, ελευθερία κινήσεων και σκέψεων, αυτο το κίνημα θα το χειροκροτούσα. Γιατί όλα ξεκινάνε απο την παιδεία.

Αν ο καθένας απο εμάς γινόταν λίγο πιο άνθρωπος, σιωπούσε για λίγο και άκουγε τη φωνή του, αν εγώ και εσύ δεν μεγαλώναμε στην χρωματισμένη μεταπολίτευση, αν ήμασταν λιγότερο εξαρτημένοι απο το αλκοόλ και τα ψευτοναρκωτικά πάσης φύσεως, τότε θα μας χειροκροτούσα. Τώρα όμως βλέπω πάλι το φανατισμό στο βλέμμα σας. Αγαπημένοι μου φίλοι. Φανατισμός και απόγνωση. Τσίπρας ή μνημόνιο; Σαμαράς ή Τσίπρας; Μικρά κόμματα ή τίποτα; Λες και πρόκειται για επιλογές φυσιολογικές. Πάλι μας ρίχνουν στην αρένα των φτιαχτών διλημμάτων και φοβιών. Προπαγάνδα μέχρι τελειωτικής πτώσεως. Μετά τον εμφύλιο έρχεται πάντα μια χούντα. Εκ των έξω.

Πόσο πολύ μας έχουν ζαλίσει όλοι. Κάντε λίγο ησυχία. Το μέλλον κοιμάται.