Πως είναι δυνατόν, άτομα που έζησαν την έσχατη φτώχεια, που γεύτηκαν τα ελέη της αλληλεγγύης, που γνώρισαν την ταπείνωση, που πορεύτηκαν με το ελάχιστο, άνθρωποι που τους αρνήθηκαν τα δανεικά, που χόρταιναν με την περηφάνια να παρασυρθούν τόσο εύκολα και (ανεπαισθήτως;) να φτάσουν να συναγελάζονται ως μολυσμένοι μιμητές με τις αρχιμαϊμούδες του λαϊφσταιλ, να συνωστίζονται στη λεωφόρο του καταναλωτισμού και της επίδειξης, να επιδίδονται στον πρωταθλητισμό του φαίνεσθαι, να ονειρεύονται τον άκοπο πλουτισμό, να αναζητούν την αποπλανητική “επωνυμία΄ και τις προσωπικές “αυλές”;

“Γιατί ο χθεσινός άρχοντας, μέσα σε μια γενιά να μεταποιηθεί σε υπανάπτυχτο λιμασμένο καταναλωτή, αποχαυνωμένο οπαδό γελοίων κομμάτων, άγλωσσο ανθρωπάκι, αισθητικά εκβαρβαρισμένο, μικρονοικό φίλαθλο, αηδιαστικά εγωκεντρικό”, που ασυναίσθητα και  αδιάντροπα πιθηκίζει αλλότριες κοινωνίες, εν ονόματι κάποιου δήθεν κοσμοπολιτισμού και μιας επιφανειακής εξωστρέφειας, “κάλπικον δάνειον” χωρίς αντίκρισμα;


Πως, με λίγα λόγια, ως λαός χάσαμε εκείνα από τα χαρακτηριστικά μας, που συνιστούν αυτό που αποκαλούμε Ελληνικότητα; Αυτό το μείζον σημερινό αναπάντητο.


Χωρίς να θεωρηθεί απάντηση στο ερώτημα που έθετε το προηγούμενο κείμενό μου με τίτλο, “Eλληνικότητα: Μας λείπει ή μας περισσεύει;” επανέρχομαι επιθυμώντας, αφενός να εισφέρω μια απάντηση στο τι είναι η Ελληνικότητα και αφετέρου να υπογραμμίσω την απουσία της, όπως την εννοώ, ως μέσο όρο από τη σύγχρονη ζωή του μέσου Έλληνα.

Απουσία, που τονίζεται από την έλλειψη των δυο στοιχείων, που κατά τη γνώμη μου συνιστούν και την έννοιά της: Των στοιχείων του Χρέους και του Ελάχιστου. Με αυτήν την έννοια, ναι, η Ελληνικότητα απουσιάζει από τη ζωή του σύγχρονου Έλληνα. Και ίσως αυτό και να συνιστά (ως λογοδοσία προσεκτικού αναγνώστη…) μια απάντηση στο μείζον ερώτημα του τίτλου του σημερινού κειμένου.


Γεννηθήκαμε εφήμεροι, όχι όμως και μετέωροι: Αυτό απαντά στο πως ο Ελληνισμός πορεύτηκε ανά τους αιώνες  με οδηγό την ελληνική ψυχή, κατορθώνοντας να διατηρήσει αλώβητη την εθνική μας ταυτότητα, μέσα από αρετές και ελαττώματα του λαού μας, που άλλο δε κάνουν παρά να αποδεικνύουν την προαιώνια φυλετική ομοιομορφία, που σήμερα ονομάζουμε Ελληνικότητα.


Τα πραγματικά γράμματα, τη μόρφωση, την καλλιέργεια, τα πιο σπουδαία πράγματα με λίγα λόγια δεν τα μαθαίνουμε στο σχολείο. Τα μαθαίνουμε μόνοι μας κοιτάζοντας γύρω μας,  δίπλα μας και κυρίως πίσω, στο παρελθόν. Το παρελθόν μάς ορίζει. Είμαστε ό,τι μάθαμε, ο,τι ακούσαμε, ό,τι είδαμε και ό,τι συναπαντήσαμε στη ζωή. Και ακόμα, είμαστε όλα εκείνα που εναπόθεσαν πάνω μας και ενστάλαξαν μέσα μας οι προηγούμενες γενιές με το παράδειγμά τους και το ήθος τους.

Προσπαθήστε να φανταστείτε τι θα είμαστε χωρίς αυτά τα τελευταία. Χωρίς, για παράδειγμα, την παραμυθητική αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας. Τίποτα περισσότερο από αδιάφορα ακριβή πανομοιότυπα, περίπου σαν κλωσσόπουλα αναστημένα στην κλωσσομηχανή.

Η Ελληνικότητα δεν διδάσκεται, ούτε επιβάλλεται. Η Ελληνικότητα υποβάλλεται μέσα από συσσωρευμένες παραστάσεις ζώσας ζωής και συμμετοχής. Είναι ανομολόγητη εσωτερική κραυγή, είναι στιγμές άκρας ταπείνωσης, ανείπωτης πενίας, αλλά και απίστευτης απαντοχής και αξιοπρέπειας του λαού μας. Είναι η βεβαία γνώση για ποιανής πατρίδας τη μεγάλη χάρη αυτός ο λαός έπιασε, όταν χρειάστηκε, τα όπλα.


Ελληνικότητα είναι, τέλος, ο σύνδεσμος, η ζωντανή παύλα, που μας ενώνει με την πιο αυθεντική πλευρά του εαυτού μας.


Είναι το σταυροδρόμι όπου γίνονται οι διασταυρώσεις ενός συνόλου συναισθημάτων και αξιών που επί αιώνες διάφορες σκοπιμότητες, συρμοί και αποπροσανατολισμοί κατάφεραν να το κρατάνε ανενεργό. Αυτό το τελευταίο προφανώς είχε στο μυαλό του ο Ελύτης, όταν έγραφε: “Όπου κι αν σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου κι αν θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη”.

Το Χρέος και το Ελάχιστο, εξάλλου, κυριαρχούν και στο έργο των δυο μεγάλων ποιητών μας: Το χρέος στον Σεφέρη και το ελάχιστο στον Ελύτη.


Ο Σεφέρης μιλάει για μια πατρίδα λιτή, αυστηρή, απαιτητική, καθόλου εύκολη, καθόλου απλόχερη. Μια πατρίδα που όλο μάς μαλώνει. “Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει”, λέει ο ποιητής στον πιο διαδεδομένο του στίχο… Είναι, ακριβώς, οι επιρροές από τον αυστηρό λόγο του Μακρυγιάννη, για τον οποίο, ένας νομπελίστας αυτός, θα γράψει ότι “πρέπει να φάμε πολλά καρβέλια για να τον πλησιάσουμε, αν ποτέ κανένας αξιωθεί τέτοιο χάρισμα…” Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη είναι σαν να ακούς αυτόν τον υπερασπιστή της πολιτικής αλήθειας του αγώνα να παραγγέλλει με την αδρή φωνή του: Ε, πατριώτες μην ξεπουλάτε τα ασημικά του σπιτιού, για να αγοράσετε από τους γυρολόγους καλτσοδέτες…


Και, ακόμα, κουνώντας κατά πρόσωπο το δάκτυλό του να μας κεραυνοβολεί με τον αδήριτο λόγο του: Πριν ρωτήσετε τι έκανε η πατρίδα για σας , ρωτήστε πρώτα τι κάνατε εσείς γι΄ αυτήν. Εκεί εντοπίζει την Ελληνικότητα ο Σεφέρης: Στο Χρέος.

Και ο Ελύτης; Τι βρήκε από την Ελλάδα; Τι είναι γι΄ αυτόν η Ελληνικότητα; Πιστός στη λατρεία του για το ελάχιστο, εκεί ακριβώς θα εντοπίσει την αξία της. Θα τα παραμερίσει όλα για να σταθεί εκστατικός και πάντα συμβολικός μπροστά σε τέσσερα στοιχεία: την μακραίωνη απαντοχή της ελιάς, την αλάθητη σοφία του αμπελιού, τη ζωογόνα ομορφιά της θάλασσας και το μαγευτικό τρίπολο: ξωκλήσι-κυπαρίσσι-ξερολιθιά.


Για να καταλήξει:

“Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις”. Αυτός ο κόσμος, ο μικρός ο μέγας, της Ελληνικότητας.


Σύμβολο αμάχης και απαντοχής, ευγένειας και δύναμης, με κύρος μνημειακού χαρακτήρα η Ελληνικότητα αντιστρέφει, όταν χρειάζεται, τους ρόλους δάσκαλου και μαθητή, για να ισχύσει ο λόγος: “Εθνική παιδεία δεν σημαίνει μονό να διδάσκουμε το λαό, αλλά και να διδασκόμαστε απ΄ αυτόν”.