Του ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

Ενα από τα γνωστότερα σοφίσματα που χρησιμοποιούσαν οι σοφιστές θαμπώνοντας τους αφελείς ακροατές τους στην Αθήνα της παρακμής ήταν εκείνο που στα επιχειρήματά τους έχριε το μέρος ως όλον. Δηλαδή όταν το σχετικό, το μερικό, το τμήμα το θεωρούσε απόλυτο, ολότητα, ολόκληρον. Αν δηλαδή διαπίστωνες πως υπάρχουν εγκληματίες άνθρωποι, να συμπέραινες πως κάθε άνθρωπος, το είδος άνθρωπος είναι εγκληματίας. Αυτός ο σοφιστικός παραλογισμός έφτασε ως τις μέρες μας με τα γνωστά σοφίσματα εδώ και παγκοσμίως: «όλοι οι πολιτικοί είναι κλέφτες και απατεώνες» • «όλοι οι Ελληνες είναι τεμπέληδες» • «όλοι οι Πόντιοι είναι αφελείς» • «όλες οι Σκανδιναβές είναι ψυχρές»…
Και αν μερικά από αυτά τα σοφίσματα είναι διασκεδαστικά ή παιγνιώδη, πάει καλά. Τι γίνεται όμως όταν, κυρίως στον τόπο μας και όχι μόνο έπ’ ευκαιρία των προεκλογικών περιόδων, όπου οι υπερβολές και τα σοφίσματα αλλαγής ελέγχου είναι στην ημερησία διάταξη αλλά και στην καθημερινότητα του δημόσιου βίου, ακούγεται το σόφισμα: «Ο λαός αποφάσισε», «ο λαός αντιδρά», «ο λαός μίλησε».

Ακούστηκε και πάλι πρόσφατα στη διαπασών αυτή η παράλογη, παρανοϊκή γενίκευση απ’ όλους όσοι με τη βούλα και με επικυρωμένα και αναμφισβήτητα και από τους ίδιους εκλογικά αποτελέσματα εκπροσωπούν το 5%, το 7%, το 12%, το 29% του εκλογικού σώματος.

Ολοι εμφανίζονται ως αυθεντικοί ερμηνευτές των σκέψεων, των βουλήσεων και των συναισθημάτων ενός φαντάσματος που ονομάζεται ελληνικός λαός. Ενα 40% αυτού του μορφώματος, κατά πολύ μεγαλύτερο ποσοτικά από το κόμμα που κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση, αρνήθηκε να ψηφίσει. Ποιον εκπροσωπεί άρα έστω το μερίδιο αυτό της χαοτικής άρνησης; Αλλά και με ποιο λογικό επιχείρημα εκείνο που εμφανίζεται να έχει την εμπιστοσύνη των 5 ή των 7 ή των 12 πολιτών στο σύνολο των 100 μπορεί να ομιλεί ως εκπρόσωπος του συνόλου;

Με αυτή τη λογική πρόσφατα πρότεινα την ουτοπία να ψηφίζουμε μέσω εξασφαλισμένης από κάθε πλαστογράφηση επώνυμης διαδικτυακής κάλπης. Σε μια τέτοια διαδικασία ποιος θα τολμούσε να οικειοποιηθεί το σύνολο του λαού, άρα να ταυτίζει το μέρος των ψηφοφόρων του με το σύνολο του εκλογικού σώματος και μάλιστα και εκείνου που απείχε!;

Η δημοκρατία από την αθηναϊκή της κοιτίδα πριν από 2.500 χρόνια στηρίχτηκε πάνω στο σύστημα της πλειοψηφικής γνώμης. Αντίθετα με την αριστοκρατική πνευματικότητα της πλατωνικής προτίμησης προς ένα σώμα εκλεκτόρων επαϊόντων (και ποιος το εγγυάται άλλωστε;), πρυτάνευσε η αριστοτελική άποψη της ποσοτικής προτίμησης. Ο λαός δεν είναι ένας, είναι σύνολο πολλών ατομικών ιδιαιτεροτήτων. Λαός είναι και οι γέροντες και οι έφηβοι, οι αναλφάβητοι και οι λόγιοι, οι πλούσιοι και οι πένητες, οι αμαρτωλοί και οι άγιοι, οι νόμιμοι απέναντι στους θεσμούς και οι άνομοι.

Αλλά και οι εκμεταλλευτές και οι εκμεταλλευόμενοι, οι κυνηγοί και οι κυνηγημένοι, οι ήρωες και οι δειλοί, οι ασυμβίβαστοι και οι συμβιβασμένοι, το μικρό ή το μεγάλο ποσοστό που λαμβάνουν τα κόμματα από τη στιγμή που η ψήφος είναι μυστική δικαιούται ο καθένας να ισχυριστεί πως μέσα σ’ αυτό το ποσοστό ανιχνεύονται όλες αυτές οι κατηγορίες του λαϊκού φρονήματος, της λαϊκής κατάστασης κτλ.

Κάθε κόμμα βγαίνει στην αγορά λαού, που θα έλεγε και ο παππούς Ομηρος, και προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη με τις ιδέες του και τα προγράμματά του μιας μερίδας όσο μπορεί μεγαλύτερης.

Γιατί θεωρούσαμε γελοία τουλάχιστον τη δικτατορία που ισχυριζόταν ότι στο δημοψήφισμα είχε κερδίσει τη συγκατάθεση του 97% του λαού;

Γιατί χλευάζαμε εκείνους τους φανφαρόνους που οικειοποιούνταν το σύνολο των διαθέσεων του λαού και δεν αντιδράμε σε κάθε κομματίδιο, μικρό ή μεγάλο, που από το «ύψος» του μονοψήφιου ποσοστού του ισχυρίζεται ότι εκφράζει το σύνολο του λαού;

Αν ζούσε σήμερα ο Ανδρέας Λασκαράτος θα ήταν αναμφισβήτητα παράκλητος πολλών «προοδευτικών» μορφωμάτων για να καταλάβει πρώτη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας ως υβριστής της ξενοκρατίας, χλευαστής κάθε εξουσίας και αφορισμένος από την Εκκλησία (αμφιβάλλω βέβαια αν θα δεχόταν).

Ο Λασκαράτος, λοιπόν, ένα άκρως ριζοσπαστικό και φιλελεύθερο άτομο, ορίζει ως εξής τον λαό: «Διά λαό δεν εννοώ αυτόν που φορεί σκούφο ή ψηλό καπέλλο, αλλά αυτόν που κάτω από τον σκούφο και το καπέλλο έχει λίγο μυαλό και πολλές πρόληψες».
Θα πουν οι καλοθελητές: Μα έχουν περάσει τόσο χρόνια από τις διαπιστώσεις του δαιμόνιου Κεφαλονίτη. Προοδεύσαμε, μορφωθήκαμε…

Και τα στίφη των γηπέδων; Και οι καταναλωτές εγχώριων και ξένων σίριαλ; Και το μεγάλο ποσοστό λειτουργικών αναλφάβητων;

Σίγουρα όλα αυτά είναι λαός, αλλά ποιο μερίδιο απ’ αυτόν διεκδικούν ως μερίδιο του ποσοστού τους όσοι επικαλούνται τον λαό;
Εστω, να δεχτούμε ότι μεγάλο μέρος του λαού, όπως ορισμένοι ισχυρίζονται, παραπλανήθηκε. Αρα πόσο ποσοστό πλάνης περιέχουν οι αποφάσεις του, ώστε κάποιοι να τις χρησιμοποιούν ως βουλήσεις και απαιτήσεις του;

Οταν γίνεται συχνά δίκαιη κριτική στην πολιτική και στην κοινωνία ας μην αλλάζουμε οπτική όταν μιλάμε για τον καθρέφτη και ξεχνάμε το είδωλο.

«Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω», θα μπορούσε να πει με το ύφος του Καζαντζάκη ο λαός