Πρώτη δημοσίευση του δοκιμίου για τη στρατηγική της Μέρκελ

Του Ούλριχ Μπεκ

Πολλοί βλέπουν την Ανγκελα Μέρκελ σαν τη μη εστεμμένη βασίλισσα της Ευρώπης. Οταν ρωτά κάποιος από πού αντλεί η γερμανίδα καγκελάριος την εξουσία της προσκρούει σε ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της δράσης της: τη σχεδόν μακιαβελική ευελιξία της. Ο ηγεμόνας, κατά τον Νικολό Μακιαβέλι, πρέπει να τηρήσει μόνο τότε την πολιτική υπόσχεση που έδωσε χθες, αν αυτό του δίνει πλεονεκτήματα σήμερα. Αν αυτό το μεταθέσουμε στο παρόν, το ύψιστο πρόσταγμα είναι: Μπορεί να κάνει κάποιος σήμερα το αντίθετο απ' ό,τι εξήγγειλε χθες, αν αυτό αυξάνει τις πιθανότητες νίκης του στις επόμενες εκλογές.

 

Για πολύ καιρό, η Μέρκελ αγωνιζόταν για την επιμήκυνση του χρόνου λειτουργίας των γερμανικών εργοστασίων παραγωγής ατομικής ενέργειας, αγνοώντας επιδεικτικά το διαφαινόμενο κλείσιμό τους στην υπόλοιπη Ευρώπη. Υστερα, μετά την καταστροφή των πυρηνικών αντιδραστήρων στη Φουκουσίμα, πραγματοποίησε την έξοδο από την πυρηνική ενέργεια και την είσοδο στην Ευρώπη. Από τότε αποδεικνύεται μαέστρος στη διάσωση της τελευταίας στιγμής. Χθες έλεγε για τα ευρωομόλογα: «Οχι όσο θα ζω». Σήμερα αφήνει τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να αναζητεί μια παρακαμπτήριο έξοδο, γι' αυτό και ανέχεται πιστώσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε καταρρέουσες τράπεζες και καταρρέοντα κράτη, οι οποίες τελικά, στην περίπτωση της περίπτωσης, θα πρέπει να πληρωθούν και από τον γερμανό φορολογούμενο.
 
Η πολιτική συγγένεια της Μέρκελ και του Μακιαβέλι – το μοντέλο Μερκιαβέλι, όπως το ονομάζω – στηρίζεται γενικά σε τέσσερις αλληλοεπηρεαζόμενες και αλληλοσυμπληρούμενες συνιστώσες:
 
Πρώτον: Η Γερμανία είναι η πλουσιότερη και οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Λόγω της χρηματιστικής κρίσης εξαρτώνται όλες οι χρεωμένες χώρες από την προθυμία των Γερμανών να εγγυηθούν για τις αναγκαίες πιστώσεις. Αυτό είναι βέβαια, υπό το πρίσμα της εξουσίας, πεζό και δεν συνιστά ακόμα τον μερκελικό μακιαβελισμό. Αυτός συνίσταται στο γεγονός ότι δεν τοποθετείται με το μέρος κανενός στη λυσσαλέα σύγκρουση μεταξύ ευρωπαϊστών και ορθόδοξων εθνικιστών – ή, ακριβέστερα: ότι αφήνει ανοικτές για τον εαυτό του δύο διαμετρικά αντίθετες επιλογές. Η καγκελάριος δεν είναι αλληλέγγυα ούτε με τους Ευρωπαίους (στο εσωτερικό και το εξωτερικό), που ζητούν επιτέλους δεσμευτικές γερμανικές υποσχέσεις, ούτε με τη φράξια των ευρωσκεπτικιστών, οι οποίοι αποκρούουν κάθε βοήθεια. Η Μέρκελ συνδέει πάντα – και αυτή είναι η μακιαβελική ιδιοτυπία – την ετοιμότητα της Γερμανίας για πιστώσεις με την προθυμία των χρεωμένων χωρών να αποδεχθούν τους όρους της γερμανικής πολιτικής για δημοσιονομική σταθερότητα. Αυτό είναι η πρώτη αρχή της Μερκιαβέλι: Οταν πρόκειται για βοήθεια προς τις υπερχρεωμένες χώρες, η θέση της είναι ούτε ένα καθαρό «ναι» ούτε ένα ξεκάθαρο «όχι», αλλά ένα χαρτοπαικτικό «Οχι-ναι».
 
Δεύτερον: Πώς μπορεί να λυθεί στην πολιτική πράξη αυτή η παράδοξη θέση; Ο Μακιαβέλι θα προέβαλλε σε αυτό το σημείο τη virtù, δηλαδή την επιμέλεια, την πολιτική ενάργεια και την ενεργητικότητα. Εδώ προσκρούουμε σε μια άλλη μακιαβελική ιδιοτυπία: Η δύναμη της Μερκιαβέλι στηρίζεται στην παρόρμηση να μην κάνει τίποτε, στην τάση να μη δράσει ακόμα, στον δισταγμό. Αυτή η τέχνη του στοχευμένου δισταγμού, το μείγμα από αδιαφορία, άρνηση της Ευρώπης και ταυτόχρονα ευρωπαϊκή στράτευση είναι η πηγή της γερμανικής ισχύος στην από την κρίση ταλαιπωρούμενη Ευρώπη.
 
Δισταγμός ως τακτική τιθάσευσης – αυτή είναι η μέθοδος της Μερκιαβέλι. Το αναγκαστικό μέσο δεν είναι η επιθετική εισβολή του γερμανικού χρήματος, αλλά το αντίθετο: η απειλούμενη αποχώρησή του, η καθυστέρηση και η απόρριψη των πιστώσεων. Αν η Γερμανία αρνηθεί τη συγκατάθεσή της, είναι αναπόφευκτη η καταστροφή των χρεωμένων χωρών. Υπάρχει λοιπόν μόνο ένα πράγμα που είναι χειρότερο για κάποιον από το να σαρωθεί από το γερμανικό χρήμα: να μη σαρωθεί από αυτό.
 
Υπάρχουν βέβαια πολλοί λόγοι που επιβάλλουν δισταγμό – η παγκόσμια κατάσταση είναι τόσο πολύπλοκη που να μην μπορεί κανείς να τη συλλάβει πραγματικά -, συχνά μένει μόνο η επιλογή μεταξύ εμφανώς επικίνδυνων εναλλακτικών λύσεων. Οι λόγοι όμως αυτοί δικαιολογούν ταυτόχρονα και τον δισταγμό ως στρατηγική της εξουσίας. Η Ανγκελα Μέρκελ έχει τελειοποιήσει ενδιάμεσα τη μορφή της αθέλητης κυριαρχίας, η οποία νομιμοποιείται με τον ακάθιστο ύμνο της αποταμίευσης. Το φαινομενικά απόλυτα απολιτικό, δηλαδή η στρατηγική της άρνησης – να μη γίνει κάτι, να μην πραγματοποιηθούν επενδύσεις, να μη διατεθούν πιστώσεις και χρήματα -, αυτό το συχνά εφαρμοζόμενο «όχι» είναι ο κεντρικός μοχλός της οικονομικής δύναμης της Γερμανίας στην Ευρώπη του χρηματιστικού ρίσκου.
 
Η νέα γερμανική δύναμη στην Ευρώπη θεμελιώνεται λοιπόν όχι όπως σε παλαιότερες εποχές στη βία ως ultima ratio (σ.σ.: τελική αιτία). Δεν χρειάζεται όπλα, για να επιβάλει σε άλλα κράτη τη θέλησή της. Επομένως, τα λεγόμενα περί ενός «Δ' Ράιχ» αποτελούν παραλογισμό. Γι' αυτόν τον λόγο η οικονομικά θεμελιωμένη δύναμη είναι πολύ πιο ευκίνητη: δεν χρειάζεται να εισβάλει πουθενά και όμως είναι πανταχού παρούσα.
 
Τρίτον: Ετσι επιτυγχάνεται το φαινομενικά αδύνατο, ήτοι η σύνδεση της εθνικής εκλογιμότητας με τον ρόλο του ευρωπαίου αρχιτέκτονα. Αυτό σημαίνει όμως επίσης: όλα τα μέτρα για τη σωτηρία του ευρώ και της Ευρώπης πρέπει κατ' αρχάς να περάσουν επιτυχώς το τεστ καταλληλόλητας στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής – το αν δηλαδή εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Γερμανίας και την ισχύ της Μέρκελ. Οσο περισσότερο κριτικά βλέπουν οι Γερμανοί την Ευρώπη, όσο στενότερα περικυκλωμένοι αισθάνονται από τις προβληματικές χώρες, που θέλουν να βάλουν χέρι στο γερμανικό πορτοφόλι, τόσο δυσκολότερο θα γίνεται αυτό το σπαγκάτο. Σε αυτό το πρόβλημα η Μερκιαβέλι έχει απαντήσει με το ατού «γερμανική Ευρώπη», το οποίο ενίοτε παίρνει όλα τα φύλα.
 
Στην εσωτερική πολιτική, η καγκελάριος κατευνάζει τους Γερμανούς, οι οποίοι αγωνιούν για τη σύνταξή τους, το σπιτάκι τους ή το οικονομικό τους θαύμα, τονίζοντας με προτεσταντική αυστηρότητα την πολιτική του «Οχι σε δόσεις» και αναδεικνυόμενη έτσι σε δασκάλα της Ευρώπης. Ταυτόχρονα επωμίζεται στην εξωτερική πολιτική «ευρωπαϊκή ευθύνη» προσδένοντας τις ευρωχώρες σε μια πολιτική του μικρότερου δυνατού κακού. Το δόλωμά της είναι: Καλύτερα ένα γερμανικό ευρώ, παρά κανένα ευρώ.
 
Ετσι, η Μέρκελ αποδεικνύεται και από άλλη άποψη ως επιμελής μαθήτρια του Μακιαβέλι: είναι καλύτερo «να είσαι αγαπητός ή να σε φοβούνται;», ρωτά αυτός στο κλασικό του έργο «Ο Ηγεμόνας». «Η απάντηση είναι ότι θα πρέπει να επιδιώκει και τα δύο. Δεδομένου όμως ότι είναι δύσκολο να έχει κανείς μαζί και τα δύο, είναι πολύ πιο ασφαλές να είναι φόβητρο, παρά αγαπητός, εφόσον είναι μόνο το ένα δυνατό». Η Μέρκελ εφαρμόζει επιλεκτικά αυτή την αρχή: στο εξωτερικό θέλει να τη φοβούνται, στο εσωτερικό να την αγαπούν – ίσως επειδή κάνει το εξωτερικό να τη φοβάται.  
 
Τέταρτο: Η Μέρκελ θέλει να υπαγορεύσει, ή μάλλον να επιβάλει, στους εταίρους αυτό που ισχύει ως μαγική φόρμουλα στη Γερμανία για την οικονομία και την πολιτική. Η γερμανική κατηγορική επιταγή λέγεται: Αποταμίευε! Κάνε οικονομία στην υπηρεσία της σταθερότητας. Στην πολιτική πραγματικότητα όμως, η διαβόητη αποταμίευση της επαρχιώτισσας νοικοκυράς από το Σβάμπεν αποκαλύπτεται σύντομα ως δραματική περικοπή των μέσων για συντάξεις, Παιδεία, έρευνα, υποδομές και πάει λέγοντας. Εχουμε να κάνουμε με έναν θεόσκληρο νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος ενσωματώνεται τώρα και στο Σύνταγμα της Ευρώπης – και μάλιστα πίσω από την πλάτη της (αδύναμης) ευρωπαϊκής δημοσιότητας.
 
Αυτές οι τέσσερις συνιστώσες του μερκιαβελισμού – η σύνδεση της ορθοδοξίας των εθνικών κρατών με την αρχιτεκτονική της Ευρώπης, η τέχνη του δισταγμού ως εργαλείο πειθάρχησης, η προτεραιότητα της εθνικής εκλογιμότητας και η γερμανική κουλτούρα της σταθερότητας – ενδυναμώνονται αμοιβαία και σχηματίζουν τον πυρήνα ισχύος της γερμανικής Ευρώπης. Αλλά και για τη necessità του Μακιαβέλι, δηλαδή την ιστορική κατάσταση ανάγκης, στην οποία ο ηγεμόνας πρέπει να μπορεί να αντιδράσει, υπάρχει κάτι παράλληλο και στη Μέρκελ: «Ο φιλικός ηγεμόνας» Γερμανία, για τον οποίο έκανε διαφήμιση ο εκδότης της «Welt» Τόμας Σμιτ, αισθάνεται αναγκασμένος να βάλει πάνω από το νομικά απαγορευμένο εκείνο που του υπαγορεύει ο κίνδυνος. Στο όνομα της επέκτασης της γερμανικής αποταμίευσης σε ολόκληρη την Ευρώπη, μπορούν, σύμφωνα με τη Μερκιαβέλι, να χαλαρωθούν ή να παραβιαστούν οι δημοκρατικοί κανόνες.
 
Συγχρόνως γίνεται σαφές ότι η ανέλιξη της Γερμανίας σε καθοδηγητική δύναμη της «γερμανικής Ευρώπης» δεν είναι το αποτέλεσμα ενός μυστικού, με τακτική και πανουργία σχεδιασμένου στρατηγικού πλάνου. Δημιουργήθηκε αντίθετα – τουλάχιστον στην αρχή – μάλλον αθέλητα και ασχεδίαστα, ήταν το αποτέλεσμα της χρηματιστικής κρίσης και της προεξόφλησης της καταστροφής. Στη συνέχεια ωστόσο, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς βλέποντας τα διαδοχικά γεγονότα, άρχισε ένα στάδιο συνειδητού σχεδιασμού. Η καγκελάριος ανακάλυψε στην κρίση την occasione της, την «εύνοια της στιγμής». Με ένα συνδυασμό από fortuna και μερκιαβελική virtù πέτυχε να εκμεταλλευθεί την ιστορική ευκαιρία και να αποκομίσει από αυτή οφέλη τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική πολιτική.
 
Η μέθοδος Μερκιαβέλι θα μπορούσε βέβαια να προσκρούσει βαθμιαία στα όριά της, δεδομένου ότι η γερμανική πολιτική της αποταμίευσης δεν έχει ως τώρα να επιδείξει καμία επιτυχία – το αντίθετο μάλιστα: Η κρίση χρέους απειλεί τώρα και την Ισπανία, την Ιταλία και σύντομα ίσως και τη Γαλλία. Οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι, το κέντρο των κοινωνιών απειλείται με υποβάθμιση, και ως τώρα δεν φαίνεται φως στο τέλος του τούνελ. Η δύναμη, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, θα μπορούσε να προκαλέσει τον σχηματισμό «αντιδύναμης». Γεγονός είναι πάντως ότι η Ανγκελα Μέρκελ έχασε ήδη έναν σημαντικό της σύμμαχο, τον Νικολά Σαρκοζί. Από τότε που ανέλαβε την προεδρία της Γαλλίας ο Φρανσουά Ολάντ ο συσχετισμός δυνάμεων έχει αλλάξει αισθητά εις βάρος της. Οι εκπρόσωποι των χρεωμένων χωρών θα μπορούσαν να συμπράξουν με τους ευρωπαϊστές στις Βρυξέλλες και στη Φρανκφούρτη για να αναπτύξουν μια εναλλακτική λύση προς τη συχνά λαϊκίστικη πολιτική της Μέρκελ.
 
Και ένα άλλο σενάριο είναι δυνατό: Η πιθανή μονομαχία μεταξύ της διστακτικής Ανγκελα Μερκιαβέλι και του παθιασμένου ρουά-ματ-σκακιστή Πέερ Στάινμπρουκ, ο οποίος θέλει να παίξει τον ρόλο ενός ευρωπαϊστή Βίλι Μπραντ. Αν η φόρμουλα της επιτυχίας του Μπραντ ήταν η «αλλαγή μέσω προσέγγισης», η φόρμουλα του Στάινμπρουκ θα μπορούσε να είναι: περισσότερη ελευθερία, περισσότερη κοινωνική ασφάλεια, περισσότερη δημοκρατία – μέσω της Ευρώπης. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει, ανέλπιστα, έναν πλειοδοτικό ανταγωνισμό μεταξύ δύο ευρωπαϊστών: Ή θα επιτύχει ο Στάινμπρουκ να κάνει ευρωπαϊκό ματ στη Μερκιαβέλι ή θα νικήσει η τελευταία επειδή θα έχει ανακαλύψει την ισχύ της ευρωπαϊκής ιδέας και θα γίνει, αλλαξοπιστώντας, η ιδρύτρια των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Ούτως ή άλλως η Γερμανία βρίσκεται μπροστά στην απόφαση για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη της Ευρώπης. Εχει γίνει πλέον πολύ ισχυρή για να έχει την πολυτέλεια να αποφύγει κάθε απόφαση.
 
*Ούλριχ Μπεκ
Στον αστερισμό της «Γερμανικής Ευρώπης»

Ο 68χρονος κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ διδάσκει στο βρετανικό πανεπιστήμιο London School of Economics και στο αμερικανικό Harvard University. Το βιβλίο του «Κοινωνία του ρίσκου» τον έκανε παγκόσμια γνωστό και ανακηρύχθηκε από την International Sociological Association (ISA) σε ένα από τα είκοσι σημαντικότερα κοινωνιολογικά έργα του 20ού αιώνα. Το τελευταίο του βιβλίο, στο οποίο αναπτύσσει τις θέσεις του παραπάνω δοκιμίου, κυκλοφόρησε χθες από τον εκδοτικό οίκο Suhrkamp Verlag. Ο τίτλος του βιβλίου, «Η γερμανική Ευρώπη. Τα νέα τοπία της δύναμης στον αστερισμό της κρίσης».
Το δοκίμιο που παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα» δημοσιεύεται επίσης κατά αποκλειστικότητα σε λίγα μεγάλα ευρωπαϊκά έντυπα, όπως το γερμανικό «Spiegel», ο γαλλικός «Le Monde» και η ισπανική «El Pais».
 
Η Άγνωστη Δωροθέα
 
 
Η πόλη του Αμβούργου είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Γερμανίας και αποτελεί οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο ολόκληρης της Βόρειας Γερμανίας. Το Αμβούργο την εποχή που η Γερμανία ήταν μία διαιρεμένη χώρα «ανήκε εις τη Δύση». Σε αυτή την πόλη γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου του 1954 η Ανγκελα Δωροθέα Μέρκελ, η σημερινή Γερμανίδα καγκελάριος.
 
Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να πει ότι αυτή είναι η πόλη της κ. Μέρκελ, η πατρίδα της, και ότι η ίδια ανήκει «εις τη Δύση». Ομως αυτή δεν είναι η πόλη της, ούτε η πατρίδα της, αφού όταν ήταν μόλις τριών ετών ο πατέρας της, ο λουθηρανός πάστορας Χορστ Κάσνερ, πήρε τη γυναίκα του, τη δασκάλα Αγγλικών Χέρλιντ Κάσνερ, και τα παιδιά τους και μετακόμισαν στο Τέμπλιν.
 
Το Τέμπλιν είναι μία γραφική πόλη, η οποία απέχει μόλις 80 χιλιόμετρα από το Βερολίνο. Η διαδρομή από την πρωτεύουσα μέχρι την καρδιά αυτής της επαρχιακής πόλης περνάει μέσα από μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, δάση από οξιές και χωριά που αποπνέουν μελαγχολία. Το Τέμπλιν την εποχή που η Γερμανία ήταν μια διαιρεμένη χώρα «ανήκε εις τας Ανατολάς». Σε αυτή την πόλη η Ανγκελα Δωροθέα θα πάει σχολείο, πανεπιστήμιο και θα εργαστεί μέχρι την επανένωση της Γερμανίας. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να πει ότι αυτή είναι η πόλη της κ. Μέρκελ, η πατρίδα της και ότι η ίδια «ανήκει εις τας Ανατολάς».
 
Ομως αυτή δεν είναι η πόλη της, ούτε η πατρίδα της, αφού η οικογένειά της αλλά και η ίδια δεν εντάχθηκαν ολοκληρωτικά ποτέ στη ζωή της Ανατολικής Γερμανίας.
Ποια είναι, λοιπόν, αυτή η γυναίκα που στην πραγματικότητα δεν γνώρισε καμία πατρίδα; Και κυρίως πώς είναι μία γυναίκα η οποία δεν μπορεί να ανατρέξει σε έντονες συναισθηματικές μνήμες που να τη συνδέουν με αυτό που ονομάζουμε πατρίδα;
 
Προφανώς όπως ακριβώς η Ανγκελα Δωροθέα, δηλαδή χωρίς κοινωνική ενσυναίσθηση και αποσαφηνισμένο ιδεολογικό πλαίσιο. Εξάλλου οραματιζόταν τη Δύση, κατοικώντας στας Ανατολάς, και τώρα διοικεί τη Δύση με μνήμες από τας Ανατολάς. Κι αυτό θα μπορούσε να είναι ένας ενδιαφέρον συνδυασμός, αν σε όλα αυτά δεν προσέθετε κανείς την προτεσταντική, σκληρή ανατροφή του πάτερ Κάσνερ.
 
Ο σκληρός πάστορας που λάτρευε τη «Μονόπολη», τα περίεργα προνόμια και οι σχέσεις με τη Στάζι
Τον Ιούνιο του 2005, δηλαδή μόλις λίγους μήνες προτού εκλεγεί καγκελάριος για πρώτη φορά η Ανγκελα Δωροθέα, ο Γκερντ Λανγκούτ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και πρώην στέλεχος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), κυκλοφόρησε μία βιογραφία της, στην οποία υποστήριξε ότι ο πατέρας της συνεργάστηκε με το κομμουνιστικό καθεστώς. Και η αλήθεια είναι ότι το 1954, όταν ο Χορστ Κάσνερ μετακίνησε την οικογένεια του από τη Δυτική στην Ανατολική Γερμανία, σε μία πόλη που τότε είχε χωματόδρομους και ελάχιστα αυτοκίνητα, οι περισσότεροι έκαναν ακριβώς το αντίθετο: δηλαδή προσπαθούσαν να μετακινηθούν από την Ανατολή στη Δύση.
 
Εκεί ο πάτερ Κάσνερ ανέλαβε μία εκκλησία κι ένα εργαστήριο για νέους ιερείς. Η ιστορία, μάλιστα, θέλει τον πατέρα της Ανγκελα Δωροθέα Μέρκελ να δηλώνει απελευθερωμένος όταν τέσσερα χρόνια μετά τη μετακόμισή τους χτιζόταν το Τείχος του Βερολίνου, ενώ την ίδια στιγμή η μητέρα της έκλαιγε, θρηνώντας για το γεγονός μέσα στην εκκλησία.
 
Ο πάστορας, όμως, και η οικογένειά του απολάμβαναν ειδικά προνόμια. Μπορούσαν να παρακολουθούν δυτική τηλεόραση και να διαβάζουν δυτικές εφημερίδες, να ταξιδεύουν στο εξωτερικό και να παίζουν το πλέον απαγορευμένο από το καθεστώς παιχνίδι: «Μονόπολη».
 
Σύμφωνα με τον καθηγητή Λανγκούτ ο πάστορας Κάσνερ εργάστηκε για τη Στάζι, τις μυστικές υπηρεσίες της Ανατολικής Γερμανίας, γεγονός που βοήθησε την Ανγκελα Δωροθέα να φοιτήσει σε ένα από τα καλύτερα σχολεία και πανεπιστήμια της περιοχής τη στιγμή που τα παιδιά άλλων κληρικών ήταν αποκλεισμένα από αντίστοιχες θέσεις. Ο πάστορας Κέσνερ, βέβαια, δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Κρύος, απόμακρος, αυστηρός και σκληρός, είχε όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός καλού προτεστάντη. Και δεν χαριζόταν σε κανένα από τα τρία παιδιά του. Ειδικά στη μεγαλύτερη κόρη του Ανγκελα Δωροθέα, από την οποία περίμενε μόνο την πρωτιά.
 
Η ντισκοτέκ, οι Beatles και ο πρώτος γάμος
Στην εφηβεία της η Ανγκελα Δωροθέα, όπως οι περισσότεροι μαθητές, ήταν μέλος της επίσημης Νεολαίας, της Ελεύθερης Γερμανικής Νεολαίας (FDJ). Στο κομμουνιστικό κόμμα, όμως, δεν εγγράφηκε ποτέ. Ο καθηγητής Λανγκούτ υποστηρίζει ότι ποτέ δεν την έπεισε ο κομμουνισμός, ως ιδέα «αλλά από την άλλη και ποτέ δεν πολέμησε το σύστημα στο οποίο μεγάλωσε». Γεγονός είναι, πάντως, ότι η διψασμένη -εξαιτίας της γονεϊκής εντολής- για πρωτιά Δωροθέα Μέρκελ θα μάθει μέχρι και τέλεια ρώσικα και μάλιστα θα ταξιδέψει στη Μόσχα, κερδίζοντας το ταξίδι σε τοπικό διαγωνισμό ρωσικής γλώσσας. Από τη Μόσχα θα επιστρέψει στο σπίτι αγκαλιά με τον δίσκο των Beatles «Yellow Submarine».
 
To 1973 ξεκινάει τις σπουδές της στη Φυσική στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, απ' όπου θα αποφοιτήσει το 1978. Εκεί γνωρίζει τον συμφοιτητή της Ούλριχ Μέρκελ, τον οποίο παντρεύεται το 1977, ενώ παράλληλα εργάζεται part time σε μία ντισκοτέκ για να κερδίσει κάποια χρήματα. Ο γάμος τους διαρκεί μέχρι το 1982, όταν εκείνη αποχωρεί από το σπίτι παίρνοντας μόνο το πλυντήριο, για να εγκατασταθεί αρχικά σε ένα κτίριο κατάληψης. Χρόνια αργότερα η ίδια θα πει για τον πρώτο της γάμο: «Μπορεί να φανεί χαζό, αλλά δεν μπήκα σε αυτόν τον γάμο με την πρέπουσα σοβαρότητα».
 
Παρά την έλλειψη σοβαρότητας, η Ανγκελα Δωροθέα θα επιλέξει να κρατήσει το επώνυμο του πρώτου συζύγου της και με αυτό θα αναρριχηθεί στην πολιτική ζωή. Η εξαφάνιση του πατρικού ονόματος είναι πιθανότατα η πρώτη δειλή απόπειρα πατροκτονίας που επιχειρεί.
Το πολιτικό ξεκίνημα, οι συμμαχίες και η άνοδος για «το κορίτσι του Κολ»
Από το 1978 μέχρι το 1990 η Ανγκελα Δωροθέα θα εργαστεί στο Κεντρικό Ινστιτούτο Φυσικής – Χημείας (ZIPC) στο Ανατολικό Βερολίνο. Το ψυχρό οικογενειακό περιβάλλον, εξάλλου, και το αυστηρό πολιτικό πλαίσιο στο οποίο μεγαλώνει συμβάλλουν αποφασιστικά στην πραγματιστική, επιστημονική φύση της. Εκεί θα γνωρίσει και τον χημικό Γιοαχίμ Ζάουερ, τον σημερινό της σύζυγο, ο οποίος μετρούσε επίσης ένα διαζύγιο και είχε δύο γιους. Θα παντρευτούν, όμως, χρόνια αργότερα το 1998 κι αυτό μετά τις παραινέσεις των «γηραιών» του κόμματος, που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη συγκατοίκηση του ζευγαριού.
 
Τον Δεκέμβριο του 1989, λίγες εβδομάδες μετά την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, η Μέρκελ θα επιχειρήσει επιτυχημένα τη δεύτερη «πατροκτονία» μέσω διαφορετικών πολιτικών επιλογών από τον φυσικό της πατέρα. Προσχωρεί στη Δημοκρατική Επαγρύπνηση (Demokratischer Aufbruch, D.A.). Δύο μήνες αργότερα γίνεται υπεύθυνη ενημέρωσης Τύπου της D.A., η οποία, ακολουθώντας την πορεία του δυτικογερμανικού CDU, είχε ως κύριους στόχους την επανένωση των γερμανικών κρατών. Φυσικά, προσχωρεί στο κόμμα όταν πλέον δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για την ίδια και την εργασία της. Η Ανγκελα Δωροθέα δεν θέλει να επαναστατήσει ούτε να ρισκάρει τίποτα από τα κεκτημένα. Θέλει απλά να αποκτήσει περισσότερα. Αφού η D.A. πήρε στις ανατολικογερμανικές κοινοβουλευτικές εκλογές του Φεβρουαρίου 1990 μονάχα 0,9% των ψήφων, ο πρόεδρος του συμμαχικού ανατολικογερμανικού CDU Λόταρ ντε Μεζιέρ, του κόμματος που είχε βγει πρώτη δύναμη του νέου Κοινοβουλίου, διορίζει την Ανγκελα Δωροθέα κυβερνητική εκπρόσωπο, ενώ ο ίδιος διατελεί τελευταίος πρωθυπουργός του ανατολικογερμανικού κράτους.
 
Με την επανένωση των γερμανικών κρατών τον Οκτώβριο του ίδιου έτους χάνεται και η θέση της Μέρκελ. Η D.A., που είχε ενωθεί με το ανατολικό CDU, τώρα προσχωρεί στο δυτικό αντίστοιχό της. Με προώθηση του τότε καγκελαρίου της ενωμένης Γερμανίας Χέλμουτ Κολ (CDU) δίνεται μία ευκαιρία στον Ντε Μεζιέρ, ο οποίος διορίζεται υπουργός ιδιαιτέρων καθηκόντων, αλλά και στην Ανγκελα Δωροθέα, η οποία ως μέλος του CDU πλέον υποβάλλει υποψηφιότητα σε εκλογική περιφέρεια του κρατιδίου του Μεκλεμβούργου – Προπομερανίας.
 
Ο Κολ γνώρισε την Ανγκελα Δωροθέα σε ένα συνέδριο του κόμματος μόλις έναν χρόνο μετά την πτώση του Τείχους. Στο πρόσωπό της βλέπει μία νέα προτεστάντισσα από την Ανατολή, την οποία δεν έχει «σπιλώσει» ο κομμουνισμός και η οποία θα μπορούσε να κερδίσει ψήφους στα μέρη απ' όπου προέρχεται για το CDU, ένα συντηρητικό κόμμα με καθολικές ρίζες. Ο ενθουσιασμός για την επανένωση εξασφαλίζει τελικά στον Κολ θριαμβευτική νίκη και η Ανγκελα Δωροθέα, έναν χρόνο μόλις μετά την προσχώρησή της στην D.A., γίνεται ομοσπονδιακή υπουργός Γυναικείων Υποθέσεων και Νεολαίας. O Χέλμουτ Κολ μετατρέπεται σε μέντορά της.
Την αποκαλεί «Das madchen» («το κορίτσι μου») κι εκείνη έχει επιτέλους έναν καινούργιο πατέρα, που επίσης δεν θα διστάσει να «σκοτώσει».
Η εξόντωση του μέντορά της
Στην κυβέρνηση Χέλμουτ Κολ η Ανγκελα Δωροθέα θα παραμείνει από το 1991 μέχρι το 1998, ενώ θα διατελέσει και υπουργός Περιβάλλοντος. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1998 το CDU απέσπασε το 35,2% των ψήφων, το χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία του. Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ (SPD) αναλαμβάνει την καγκελαρία και το κόμμα της Ανγκελα Δωροθέας πέφτει σε βαθιά κρίση.
 
Τον Νοέμβριο του 1999 αποκαλύπτεται ότι υπήρχε ένα σύστημα παράνομης χρηματοδότησης του CDU μέσω λογαριασμών στην Ελβετία. Τον Δεκέμβριο του 1999 η Ανγκελα Δωροθέα προχωράει στη δεύτερη «πατροκτονία», του πνευματικού αυτή τη φορά πατέρα της. Δημοσιεύει άρθρο όπου απαιτεί την ανεξαρτητοποίηση από τον Κολ. «Μπορεί κανείς να πει ότι ποτέ δεν υποτίμησα τον εαυτό μου. Δεν είναι κακό να είναι κανείς φιλόδοξος» θα δηλώσει λίγο αργότερα. Στις 18 Ιανουαρίου 2000 ο Χέλμουτ Κολ παραιτείται.
 
Στις 16 Φεβρουαρίου παραιτείται και ο διάδοχός του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αφού πριν παραδέχτηκε ότι και αυτός είχε δεχτεί παράνομη δωρεά για το κόμμα. Στις 10 Απριλίου η Ανγκελα Δωροθέα εκλέγεται ομοσπονδιακή πρόεδρος του CDU.
 
Στις εκλογές του 2002 η Ανγκελα Δωροθέα ζητάει και αναλαμβάνει την ηγεσία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και στις 22 Νοεμβρίου 2005 θα αντικαταστήσει ως επικεφαλής της νέας κυβέρνησης τον Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Προτεστάντισσα με πάθος για τάρτες, στιφάδο και μπάλα
«Κανείς δεν την αγαπά, κανείς δεν τη λατρεύει, αλλά όλοι τη σέβονται» δήλωσε πριν από μερικά χρόνια ο καθηγητής Λανγκούτ. «Οι Ανατολικογερμανοί τη βλέπουν σαν προδότρια» είχε πει ο Ματίας Μάτουσεκ, επίσης συγγραφέας, με μεγάλη επιρροή στη γερμανική κοινωνία, ενώ και οι Δυτικογερμανοί τη θεωρούν πάντα μία γυναίκα από την «άλλη όχθη».
 
Αυτός είναι πιθανότητα ο λόγος που η Ανγκελα Δωροθέα δεν σταμάτησε σε κανένα συναισθηματικό εμπόδιο στη διαδρομή της. Εξάλλου, οι ίδιοι οι Γερμανοί από τη μία την κατηγορούν ότι δεν έχει κανέναν άλλο στόχο εκτός από την ίδια την εξουσία και από την άλλη την αποκαλούν «Mutti» (μανούλα), αναφερόμενοι όχι στη συναισθηματική αγάπη που έχει μια μάνα για τα παιδιά της, αλλά στο γεγονός ότι ενσαρκώνει την προτεστάντισσα Γερμανίδα νοικοκυρά, η οποία αντιμετωπίζει τις σπατάλες ως αμαρτία. Μια ακόμη αντίθεση για μια γυναίκα που δεν έχει δικά της παιδιά.
 
Στην πραγματικότητα όμως η Ανγκελα Δωροθέα κάνει μία λιτή ζωή και επιτρέπει στον εαυτό της ελάχιστα πράγματα. Αγαπά μόνο τις τάρτες με φρούτα, τα σνίτσελ, το στιφάδο, τις μπίρες και το ποδόσφαιρο. Θέλει μάλιστα να είναι τόσο συγκεντρωμένη στον στόχο της, που λέγεται όταν ήταν μικρά τα παιδιά του άντρα της τα έβαζε να φορούν χοντρές κάλτσες στο σπίτι για να μην ενοχλείται από τον θόρυβο. Δεν έχει φίλους. Το πιο έμπιστο πρόσωπό της είναι η αδελφή της Ιρένα, που είναι εργοθεραπεύτρια, ενώ με τον αδελφό της Μάρκους, που είναι καθηγητής πανεπιστημίου και μέλος των Πρασίνων, δεν έχει ιδιαίτερες σχέσεις.
 
Η ιστορία που αρέσει στην ίδια την Ανγκελα Δωροθέα να διηγείται είναι πώς πριν από μία 20ετία υπέβαλε αίτηση για το γραφείο Τύπου της κυβέρνησης, αλλά κρίθηκε ακατάλληλη να αντέξει το εργασιακό στρες της θέσης, λόγω υπέρτασης. Από τότε, όπως η ίδια λέει χάριν αστεϊσμού, «έχω άριστη ιατρική περίθαλψη». Ισως πάλι απλά να έμαθε να ελέγχει ακόμη και την υπέρτασή της, καθώς αποκοβόταν από κάθε πατρίδα, οικογένεια, κοινωνία και τελικά τον ίδιο τον εαυτό της.