Με τον Σάββα Ιακωβίδη

 

Τι είναι η πατρίδα μας; Είναι ο γαλάζιος ουρανός και οι θάλασσές μας. Τα βουνά και οι κάμποι μας. Είναι τα ποτάμια και οι στέρνες στις αυλές των σπιτιών. Τα μνημεία και η ιστορία μας. Οι αγώνες και οι ήρωές μας. Ο ελληνικός πολιτισμός και η ορθόδοξη θρησκεία μας. Οι άνθρωποι και οι ρίζες τους. Το σπίτι που γεννηθήκαμε, οι τάφοι των γονιών μας και το γιασεμί στο ξωπόρτι μας. Οι λεμονανθοί και οι ελιές μας. Πατρίδα είναι η περηφάνια μας που είμαστε Έλληνες και η αξιοπρέπεια που γεννηθήκαμε σε τούτα τα χώματα. Είναι η ελευθερία και η κυριαρχία μας. Είναι ο μόχθος και ο ιδρώτας μας. Οι αγωνίες και οι προσπάθειές μας για δημιουργία και προκοπή. Είναι το αίμα της καρδιάς μας και η αγάπη μας για τον αέρα που αναπνέουμε, για τον ήλιο που ανατέλλει, και για το φως που διαστέλλει τα όνειρα και τις ελπίδες μας για ένα καλύτερο αύριο. Αυτά όλα και πολλά άλλα είναι ή πρέπει να είναι η πατρίδα μας. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, αυτή η βιβλική μορφή της Επανάστασης του 1821, στα απομνημονεύματά του, είχε προσδιορίσει με τον απελέκητο, δηλαδή τον γνήσιο, τον ακραιφνή και αρίφνητο λόγο του, τι εκείνος εννοούσε ως πατρίδα:

«Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός ''εγώ'', ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς ''εγώ''; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει ''εγώ''. Όταν, όμως, αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέμε ''εμείς''. Είμαστε στο ''εμείς'' κι όχι στο ''εγώ''». Εδώ και τέσσερα τουλάχιστον χρόνια, ο τόπος υποφέρει από την οικονομική κρίση, που όσο πάει και βαθαίνει και ταυτόχρονα σκληραίνει τις καρδιές των πολιτών. Δεκάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας έχασαν τις δουλειές τους – και τις ελπίδες τους για ένα αξιοπρεπές αύριο, για τους ίδιους και ειδικά για τα παιδιά τους. Δεκάδες χιλιάδες νέοι μας, πτυχιούχοι ή με περισσότερα προσόντα είτε ξενιτεύονται είτε πυκνώνουν τις τάξεις των ανέργων. Υποτίθεται ότι αποστολή κάθε ηγεσίας είναι να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των νέων ανθρώπων.
Πώς αυτή η πολιτεία και αυτή η πολιτική-κομματική ηγεσία ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των νέων για ένα ελπιδοφόρο μέλλον και πώς διαχειρίζεται την οικονομική κρίση, που πλήττει αδίστακτα όλους τους πολίτες; Ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών αναδύεται ξανά και ξανά το βασανιστικό ερώτημα: «Μα, πώς καταντήσαμε έτσι;». Η απάντηση είναι απλή, αλλά οδυνηρή και πικρή: Διότι όλες αυτές τις δεκαετίες ζούσαμε πολύ πέραν των οικονομικών δυνατοτήτων μας. Η τουρκική κατοχή και η καταστροφή, η προσφυγιά και η συντριβή του κοινωνικού ιστού έπρεπε να μας συνεφέρει. Να ξανασχεδιάσουμε μια νέα, ορθή πορεία με συνετά βήματα προς τα εμπρός. Με ξεκάθαρους στόχους και όραμα για τα επόμενα χρόνια και τις επόμενες γενιές. Ηγεσία και λαός χαθήκαμε στην επίπλαστη ευμάρεια και στην εικονική πραγματικότητα. Ζούσαμε με δανεικό χρόνο και δανεικά χρήματα. Όσοι ηγούνται του τόπου, στις διάφορες θέσεις ευθύνης, συμπεριφέρθηκαν ανεύθυνα, επιπόλαια, άπληστα, εγωιστικά, εγκληματικά.
Τα κόμματα φρόντισαν για τις κομματικές στάνες. Οι συντεχνίες για τα φέουδά τους. Και οι κυβερνήσεις για την πενταετία τους. Και ο λαός; Αυτός πληρώνει κάθε φορά τα σπασμένα των ανευθυνοτήτων και των εγκλημάτων των ηγητόρων. Βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, συν τοις άλλοις. Δηλαδή, κοντά στην κρίση, που γονατίζει τους πολίτες και ενσπείρει την αβεβαιότητα για ένα αύριο, που κανείς δεν ξέρει πώς θα ξημερώσει και τι χειρότερο θα φέρει, έχουμε τους υποψήφιους να τάζουν λαγούς με πετραχήλια. Ως εάν να μη συμβαίνει τίποτε! Ίδιες πρακτικές, ίδιες νοοτροπίες, ίδιες παραπλανήσεις και ίδια, αχώνευτα, κωμικά συνθήματα. Πού είναι οι συγκριμένες προτάσεις για λύσεις; Πού είναι η αλληλεγγύη στους μη έχοντες; Πού είναι εκείνο το φιλότιμο να μοιραστούμε όλοι τις επιπτώσεις της κρίσης, όπως κάναμε το1974; Πού είναι το όραμα, οι ζείδωρες ελπίδες, οι ρεαλιστικές προσδοκίες;
Καθένας χωριστά ονειρεύεται, κατά τον ποιητή, και δεν ακούει τον βραχνά του άλλου. Αυτή η δύσμοιρη πατρίδα οδηγήθηκε στο σημερινό κατάντημα όχι μόνο εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης αλλά και εξαιτίας της ανεπάρκειας, της ανευθυνότητας, της ανικανότητας και της επιπολαιότητας παλαιών και σημερινών κυβερνητών. Ο πραγματικός ηγέτης φαίνεται και αναδεικνύεται την κρίσιμη στιγμή, όταν πρέπει να πει το μεγάλο «ναι» ή το μεγάλο «όχι» και να αναλάβει τον έπαινο ή το κόστος, την ύβριν ή το χειροκρότημα. Η Κύπρος ατύχησε! Δεν γεννά πια αναστήματα αλλά σπιθαμιαία εκβλαστήματα. Και με σπιθαμιαίους ηγέτες, πώς είναι δυνατόν να σωθεί και να πάει μπροστά;
www.simerini.com.cy