Tου David Ignatius / Washington Post

 

Ενα από τα δώρα που αρέσκεται τον τελευταίο καιρό να προσφέρει ο Τσακ Χέιγκελ στους φίλους του είναι η βιογραφία του προέδρου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ενός ήρωα πολέμου, που ήταν τόσο σκεπτικιστής απέναντι στον στρατό όσο και ο Χέιγκελ. Ανατέμνοντας την προεδρία Αϊζενχάουερ, μπορεί κανείς να δει με μεγαλύτερη καθαρότητα τις προκλήσεις και τα διλήμματα της δεύτερης θητείας του προέδρου Ομπάμα.

 
Οπως και ο Αιζενχάουερ (Αϊκ), ο Ομπάμα θέλει να βάλει τέρμα στην υπερέκταση των πολέμων της προηγούμενης δεκαετίας. Οπως ο Αϊκ, θέλει να μειώσει τις αμυντικές δαπάνες και το δημόσιο χρέος.
 
Την ίδια αίσθηση επιστροφής στο μέλλον αποκομίζει κανείς βλέποντας τον διορισμό του Τζον Μπρέναν ως επικεφαλής της CIA και ο οποίος θέλει να ανασταθμίσει τις προτεραιότητες της υπηρεσίας, επανερχόμενος στις παραδοσιακές λειτουργίες της συλλογής πληροφοριών αντί για την πρόσφατη έμφαση στις παραστρατιωτικές μυστικές αποστολές. Με λίγα λόγια, πιο πολλές καμπαρντίνες, πιο λίγα αλεξίσφαιρα.
 
Ομως η εξωτερική πολιτική επί Αϊζενχάουερ έχει και μία πιο σκοτεινή πτυχή. Καλό είναι να εξετάσουμε αυτά τα θέματα τώρα που η αμερικανική κυβέρνηση παρουσιάζει την «ομάδα των συμμάχων» στην εξωτερική πολιτική – τον Χέιγκελ στο υπουργείο Αμυνας, τον Μπρέναν στη CIA και τον γερουσιαστή Κέρι στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Η τριανδρία θα αντικαταστήσει την «ομάδα των ανταγωνιστών», που κατείχε τα αξιώματα αυτά στην πρώτη θητεία Ομπάμα. Τα νέα μέλη της ομάδας έχουν σφυρηλατήσει στενούς δεσμούς με τον πρόεδρο, αλλά οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν το 2013 θα είναι μεγέθους αντίστοιχου με αυτών που κλόνισαν τον βετεράνο των πολέμων Αϊζενχάουερ και τους συμβούλους του.
 
Διαφωτιστικό για τους παραλληλισμούς με τον Αϊζενχάουερ είναι το νέο βιβλίο «Η μπλόφα του Αϊκ» του Ιβαν Τόμας, καθώς και η εξαιρετική βιογραφία «Ο Αϊζενχάουερ στην ειρήνη και στον πόλεμο» του Τζιν Εντουαρντ Σμιθ. Τα βιβλία αυτά εξηγούν πώς ο Αϊζενχάουερ έγινε «ένας μεγάλος ειρηνοποιός σε μια πολύ επικίνδυνη εποχή».
 
Ιδού μερικά από τα δύσκολα σημεία της προεδρίας Αϊκ:
 
Ο Αϊζενχάουερ έστησε αυτό που ο Τόμας αποκαλεί «μπλόφα επικών διαστάσεων». Προκειμένου να συγκρατήσει την επέκταση της Μόσχας, έπρεπε να κάνει τη σοβιετική ηγεσία να πιστέψει ότι είναι διατεθειμένος να εξαπολύσει πυρηνικά για να σταματήσει την προέλασή της στην Ευρώπη και αλλού. Απειλώντας όμως τους Ρώσους με Αρμαγεδδώνα, έπρεπε ταυτόχρονα να φοβίσει και τον αμερικανικό λαό. Κατά τον Τόμας, «η δημόσια τρομοκρατία ήταν το τίμημα» που πλήρωσε η χώρα για να αποφύγει τον πόλεμο.
 
Ο Ομπάμα αντιμετωπίζει μια παρόμοια πρόκληση, το Ιράν. Προκειμένου να πιέσει την Τεχεράνη να διαπραγματευτεί και να συμφωνήσει να μην κατασκευάσει πυρηνικά όπλα, πρέπει να πείσει την ιρανική ηγεσία ότι δεν μπλοφάρει – ότι αν το Ιράν αρνηθεί να συμφωνήσει κινδυνεύει με οικονομική, στρατιωτική και πολιτική καταστροφή. Η γνωστή αποστροφή του Χέιγκελ προς το ενδεχόμενο πολέμου των ΗΠΑ με το Ιράν μπορεί να εμποδίσει αυτό το μήνυμα στην αρχή. Αν όμως ο Χέιγκελ αποφασίσει ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν κολλήσει –και ότι πράγματι επείγει να τεθούν στο τραπέζι οι στρατιωτικές λύσεις–, η μετάλλαξη αυτή θα τραβήξει την προσοχή της Τεχεράνης.
 
Στην κρίση του Σουέζ, το 1956, ο Αϊζενχάουερήρθε σε ανοικτή ρήξη με το Ισραήλ. Γνώριζε ότι αυτό ήταν πολιτικά επικίνδυνο. Ομως, ο Τόμας καταγράφει την απογοήτευση που του προκάλεσαν οι στρατιωτικές απειλές του Ισραήλ, μεταφέροντας τη φράση του προεδρικού λογογράφου Εμετ Χουίζ: «Είναι προφανές ότι όλο το μεσανατολικό σκηνικό τού προξενεί αηδία, απορία και φόβο για τη μεγάλη βλακεία που ετοιμάζεται να εκδηλωθεί».
 
Μαντεύω ότι ο Ομπάμα έχει αντίστοιχα αισθήματα απέναντι στην απειλή του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου να πλήξει μονομερώς το Ιράν και απέναντι στην απροθυμία του να συνάψει ειρήνη με τους Παλαιστινίους. Μήπως επίκειται ρήξη τύπου 1956; Αυτό θα ήταν κακό και για τις δύο πλευρές, αλλά η ατμόσφαιρα είναι δηλητηριώδης. Μια άγρια μάχη εναντίον του διορισμού του Χέιγκελ δεν θα βοηθήσει.
 
Ο Αϊζενχάουερ δεν ήθελε άλλους πολέμους στην ξηρά,ο Ομπάμα παρομοίως. Ομως και οι δύο αντιμετωπίζουν παγκόσμιες απειλές, οι οποίες απαιτούν προβολή ισχύος – στην περίπτωση του Αϊκ ήταν η επεκτατικότητα της Σοβιετικής Ενωσης, στην περίπτωση του Ομπάμα η ακόμα ισχυρή Αλ Κάιντα. «Ο Αϊζενχάουερ προτιμούσε μυστικές αποστολές μικρής κλίμακας αντί των μεγάλων στρατιωτικών ελιγμών», σημειώνει ο Τόμας.
 
Και ο Ομπάμα έχει δείξει το πιο σκληρό του πρόσωπο ως διοικητής μυστικών αποστολών – με τους βομβαρδισμούς από μη επανδρωμένα αεροσκάφη και με την επίθεση εναντίον του Οσάμα μπιν Λάντεν. Ομως, τα εργαλεία μυστικών αποστολών είναι ακριβώς αυτά που ο Μπρέναν θα ήθελε να χρησιμοποιεί λιγότερο στο μέλλον, δίνοντας εκ νέου έμφαση στην παραδοσιακή κατασκοπεία. Αν όμως μειωθούν ταυτόχρονα οι στρατιωτικές και οι παραστρατιωτικές δεσμεύσεις, τι απομένει; Αυτό είναι ένα ακόμη κρυμμένο δίλημμα της δεύτερης θητείας Ομπάμα. Μία τελευταία παρατήρηση για τον Αϊζενχάουερ. Η επιφυλακτικότητά του ήταν πλεονέκτημα ακόμη κι όταν επρόκειτο για «ηγεσία από τα μετόπισθεν». «Ο Αϊζενχάουερ κυβέρνησε χωρίς κατευθύνσεις», εξηγεί ο Τόμας. Το ίδιο κάνει και ο Ομπάμα.