Του οικονομολόγου Βασίλη Βιλιάρδου
Τα βασικά οικονομικά στοιχεία της περιόδου πριν την καταδίκη της πατρίδας μας στη λεηλασία και στην εξαθλίωση, πριν δηλαδή οδηγηθούμε δόλια στα νύχια του ΔΝΤ, ήταν τα εξής:

(α) Το έλλειμμα το 2007 ήταν στο 6,5% του ΑΕΠ, το 2008 αυξήθηκε στο 9,8% του ΑΕΠ και το 2009 έφτασε στο 15,6% – με την προσθήκη κονδυλίων που δεν έπρεπε να εισαχθούν, καθώς επίσης με τη μη είσπραξη φόρων, οι οποίοι όφειλαν να είχαν εισρεύσει στα δημόσια ταμεία.

(β) Αντίστοιχα, το δημόσιο χρέος το 2007 ήταν στο 107,2% του ΑΕΠ, το 2008 αυξήθηκε στο 113% του ΑΕΠ και το 2009 διαμορφώθηκε στο 129,4% του ΑΕΠ (ενός ΑΕΠ της τάξης των 240 δις €, έναντι μόλις 190 δις € σήμερα).

(γ) Η Ελλάδα δεν είχε τραπεζικό πρόβλημα, το οποίο παρουσιάστηκε μετά την υπαγωγή της στο ΔΝΤ – ειδικότερα, μετά τη φυγή καταθέσεων ύψους 100 δις € στο εξωτερικό (την οποία ουσιαστικά προκάλεσαν οι δηλώσεις περί Τιτανικού και αργότερα η απειλή της δραχμής), την εγκληματική διαγραφή χρέους (PSI), καθώς επίσης την αύξηση των τραπεζικών επισφαλειών, σαν αποτέλεσμα της ύφεσης και της ανεργίας.

(δ) Η πατρίδα μας δεν είχε επίσης πρόβλημα στον τομέα των ακινήτων, το οποίο εμφανίσθηκε αφού βυθίστηκε (δόλια) στην ύφεση – η οποία καταδίκασε τόσο τα νοικοκυριά, όσο και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χρεοκοπία.

Όσον αφορά το θέμα του ελλείμματος, είναι προφανές ότι δεν ήταν δυνατόν να εκτοξευθεί στο 15,6% μέσα σε δύο μόλις χρόνια, σε μία χώρα η οποία δεν αντιμετώπιζε τραπεζικό πρόβλημα και δεν ήταν αντιμέτωπη με μία φούσκα ακινήτων – σε αντίθεση με άλλα κράτη, όπως για παράδειγμα την Ισπανία και την Ιρλανδία.

Όσον αφορά δε το δημόσιο χρέος, το 2009 ήταν στα τότε αλλά και στα σημερινά επίπεδα της Ιταλίας, η οποία προφανώς δεν θεωρείται χρεοκοπημένη – ενώ το 2007 και το 2008 ήταν αρκετά χαμηλότερο.

Εκτός αυτού, η Ελλάδα κατέχει σημαντικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία, πολύ υψηλότερα από αυτά που διαθέτουν αρκετές άλλες χώρες – οπότε απέναντι στο χρέος υπάρχουν πολλαπλάσιες εγγυήσεις, με βάση τις οποίες δεν έπρεπε να χαρακτηρισθεί ποτέ ως αφερέγγυα από τις εταιρείες αξιολόγησης.

Ανεξάρτητα λοιπόν από το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας, την πολιτική διαφθορά, η καταδίκη, η υπαγωγή της δηλαδή στο ΔΝΤ, η οποία της κόστισε την απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας, ενώ οδήγησε τους πολίτες της στην απόγνωση, δεν είχε απολύτως καμία οικονομική λογική.

Οφείλει λοιπόν να σταματήσει ο λαϊκισμός, ο οποίος έχει στόχο τη θυματοποίηση των Ελλήνων, έτσι ώστε να μην αντιδράσουν στη «νέα συνθήκη της Γιάλτας» – με την οποία φαίνεται (μεταφορικά) πως η πατρίδα μας παραχωρήθηκε στη ζώνη επιρροής της Γερμανίας, σαν ένας μελλοντικός δορυφόρος της.

Ειδικά όσον αφορά το λαϊκισμό, ο οποίος φαίνεται πως συνεχίζει να κυριαρχεί και σήμερα στα περισσότερα πολιτικά κόμματα, υπενθυμίζουμε ότι ορίζεται σαν μία «πολιτική φιλοσοφία», η οποία υποστηρίζει τα λαϊκά δικαιώματα, καθώς επίσης τη λαϊκή κυριαρχία – συνήθως απέναντι σε μία προνομιούχα άρχουσα τάξη.

Κατά την επικρατούσα άποψη πολλών, ο «οικονομικός λαϊκισμός» είναι μία αντίδραση ενός εξαθλιωμένου λαού, σε μία αποτυχημένη κοινωνία – μία κοινωνία δηλαδή, η οποία χαρακτηρίζεται από μία άρχουσα τάξη, η οποία θεωρείται «τάξη των καταπιεστών».

Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, ο «λαός» εν προκειμένω ορίζεται σαν μία άμορφη, μη συνεκτική μάζα ιδιοτελών, μη αλληλέγγυων ανθρώπων, η οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το σύνολο των ανεξάρτητων, «εκπαιδευμένων» και συνειδητών Πολιτών, το οποίο χαρακτηρίζει μία συνεκτική, δυναμική, δημοκρατική κοινωνία.

Περαιτέρω, υπό καθεστώς «οικονομικού λαϊκισμού», η κυβέρνηση ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των λαϊκών στρωμάτων, αγνοώντας εντελώς τόσο τα ατομικά δικαιώματα, όσο και την οικονομική πραγματικότητα – σε σχέση με το πως ο πλούτος ενός έθνους μπορεί να αυξηθεί ή, έστω, να διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο Δηλαδή, οι συνήθως αρνητικές οικονομικές συνέπειες των χρησιμοποιουμένων μεθόδων αγνοούνται, είτε εκούσια, είτε κατ’ ανάγκη – ενώ ο λαϊκισμός είναι πιο εμφανής σε κοινωνίες με υψηλά επίπεδα ανισότητας στα εισοδήματα.

Συνεχίζοντας, ο «οικονομικός λαϊκισμός» επιζητεί τη μεταρρύθμιση – όχι βέβαια την επανάσταση. Οι «απολογητές» του, οι εκάστοτε «λαϊκιστικές» κυβερνήσεις δηλαδή, είναι εντελώς σαφείς, σχετικά με τα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν αλλά, ταυτόχρονα, οι «συνταγές» που προτείνουν είναι εξαιρετικά ασαφείς – ως επί το πλείστον σκόπιμα.

Σε πλήρη αντίθεση με τον καπιταλισμό ή με το σοσιαλισμό (με τον κομμουνισμό επίσης), ο οικονομικός λαϊκισμός δεν ασχολείται σοβαρά με οποιαδήποτε ανάλυση των συνθηκών, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη δημιουργία πλούτου και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου – αρκούμενος σε λόγια, χωρίς πράξεις.

Οι «λαϊκιστές» ηγέτες προσφέρουν γενικά σαφείς υποσχέσεις για τη «θεραπεία» πραγματικών ή φανταστικών αδικιών, όπου η αναδιανομή των εισοδημάτων, καθώς επίσης η τιμωρία της διεφθαρμένης άρχουσας τάξης, η οποία «κλέβει τους φτωχούς», αποτελούν τα συνήθη «μέσα» επίλυσης των πάντων. Η «δικαιοσύνη» είναι άλλο ένα ζητούμενο, παρουσιαζόμενη με μία αναδιανεμητική ή «εκδικητική» μορφή, ενώ μία καθαυτό δημοκρατική διαδικασία ευρίσκεται πολύ χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων.

Φυσικά ο «οικονομικός λαϊκισμός» δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς, δεν δείχνει την τάση να υποχωρεί όταν αποτυγχάνει επανειλημμένα, ενώ «φαντασιώνεται» έναν πιο ευθύγραμμο, έναν απλούστερο δηλαδή και «συμμετρικό» κόσμο.

Τέλος, οι «αρχές» του είναι μάλλον «πρωτόγονες», βασιζόμενες στο κράτος-μητέρα, το οποίο οφείλει να κάνει τα πάντα για τους υπηκόους-παιδιά του, χωρίς να απαιτεί ουσιαστικές ενέργειες εκ μέρους τους – σε πλήρη αντίθεση με τις πραγματικές ανάγκες της Οικονομίας, «εγκυμονώντας» συχνά τον ολοκληρωτισμό (ναζισμό κλπ).