Του Daniel Gros

Πριν από 50 χρόνια, η Συνθήκη των Ηλυσίων δημιούργησε ένα πλαίσιο για τη διάρθρωση της συνεργασίας μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας, που έχει εξυπηρετήσει καλά και τις δύο χώρες και συχνά αποτέλεσε μια απαραίτητη κινητήρια δύναμη για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οποιαδήποτε πολιτική καινοτομία που διαρκεί για μισό αιώνα, πρέπει να έχει ισχυρή βάση.

Ποια ήταν αυτή η βάση; Πρέπει να ήταν κυρίως πολιτική, δεδομένου ότι η σημασία των διμερών οικονομικών σχέσεων δεν θα πρέπει να υπερεκτιμάται. Και οι δύο παραδοσιακά ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος, η μία για την άλλη, αλλά η Γερμανία πριν από 50 χρόνια λάμβανε μόλις το 10% των γαλλικών εξαγωγών. Μετά από μερικά σκαμπανεβάσματα ωστόσο, αυτό το ποσοστό παραμένει και σήμερα. Η Γαλλία ήταν συνήθως η μεγαλύτερη αγορά της Γερμανίας για εξαγωγές, αλλά και πάλι αυτό ήταν σχετικό: το 1963, μόνο το 7% των γερμανικών εξαγωγών κατέληγε στη Γαλλία. Αυτό το ποσοστό αυξήθηκε σε σχεδόν 12% στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, αλλά από τότε έχει υποχωρήσει κάπως χαμηλότερα από το επίπεδο του 1963. Επομένως, ο υπόλοιπος κόσμος έχει γίνει περισσότερο σημαντικός προσφάτως για τη Γερμανία, αλλά η σχετική σημασία της Γαλλίας ως εμπορικός εταίρος  είναι σήμερα περίπου η ίδια που ήταν πριν από μισό αιώνα. Αυτή η σχετική σταθερότητα των διμερών εμπορικών μεριδίων είναι στην πραγματικότητα μια απόδειξη για την ενοποίηση που έχει λάβει χώρα στην Ευρώπη, καθώς τόσο η Ευρώπη όσο και ο κόσμος έξω από αυτή, έχουν μεγαλώσει πάρα πολύ. Καθώς η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται, θα περίμενε κανείς ότι το διμερές εμπόριο θα γινόταν λιγότερο σημαντικό. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει εδώ, τουλάχιστον για την ώρα.

Σε απόλυτους αριθμούς, οι διμερείς σχέσεις έχουν στην πραγματικότητα γίνει πιο σημαντικές, καθώς το 1963 και οι δύο οικονομίες ήταν πολύ λιγότερο ανοιχτές. Το 7% των συνολικών γερμανικών εξαγωγών που είχε προορισμό τότε τη Γαλλία, ανερχόταν σε μόλις 1,5% του ΑΕΠ, αλλά το 6,5% των συνολικών εξαγωγών που έχουν προορισμό σήμερα τη Γαλλία, αντιστοιχεί στο 3% του γερμανικού ΑΕΠ. Υπό αυτή την έννοια, το διμερές εμπόριο έχει διπλασιάσει σχεδόν τη σημασία του.

Σε βάθος χρόνου, φαίνεται ότι οι Γάλλοι πολίτες αποκόμισαν περισσότερα πλεονεκτήματα από την οικονομική ενοποίηση στη διάρκεια εκείνης της περιόδου. Το 1963 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΡΡΡ) ήταν περίπου 30% υψηλότερα στη Γερμανία, αλλά η απόσταση μειώθηκε στα επόμενα δεκα χρόνια. Η ενοποίηση έφερε μεγάλες ευκαιρίες (το γερμανικό κατά κεφαλή ΑΕΠ αρχικά υποχώρησε) επιτρέποντας στη Γαλλία να πετύχει στην πραγματικότητα, για μια φευγαλέα στιγμή, την ισότητα με τη Γερμανία σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Αλλά τα τελευταία χρόνια το κατά κεφαλήν εισόδημα της Γερμανίας έχει αυξηθεί ταχύτερα, φθάνοντας ξανά το 115% του γαλλικού επιπέδου, όχι πολύ μακριά από τη σχετική αξία του 1963.

Η ενοποίηση έφερε επίσης πολλές βραχυπρόθεσμες ευκαιρίες αναφορικά με το συνολικό μέγεθος των δύο οικονομικών. Αλλά στο τέλος, υπήρχε ακόμη μικρότερη αλλαγή. Το 1963 το κατά κεφαλή ΑΕΠ στη Γερμανία ήταν περίπου 20% μεγαλύτερο από αυτό της Γαλλίας. Σήμερα η διαφορά στο μέγεθος δεν είναι πολύ μεγαλύτερη αν και ο γερμανικός πληθυσμός έχει αυξηθεί κατά περίπου ένα τέταρτο, ως αποτέλεσμα της ενοποίησης. Η ισχυρότερη γαλλική ανάπτυξη (κατά μέσο όρο τον τελευταίο μισό αιώνα) το έχει αντισταθμίσει αυτό. Μακροπρόθεσμα, το σχετικό μέγεθος της γαλλικής οικονομίας θα μπορούσε στην πραγματικότητα να αυξηθεί ξανά καθώς ο γαλλικός πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται ενώ αυτός της Γερμανίας θα παραμείνει στάσιμος στην καλύτερη των περιπτώσεων, εάν η μετανάστευση εξισορροπήσει τη φυσική μείωση του πληθυσμού εξαιτίας του χαμηλού ποσοστού των γεννήσεων. Σε αυτό το σημείο επομένως, οι δύο οικονομίες θα μπορούσαν να παραμείνουν σε συγκρίσιμο μέγεθος.

 

Υπάρχει ωστόσο ένας τομέας όπου η σχετική στάθμιση αυτών των δύο χωρών έχει μετακινηθεί σημαντικά με την πάροδο του χρόνου, και κυρίως στις επιδόσεις τους στις παγκόσμιες αγορές. Πριν από 50 χρόνια, οι εξαγωγές της Γερμανίας διαμορφωνόταν συνήθως περίπου 30% υψηλότερα από αυτές της Γαλλίας. Σήμερα είναι 90% υψηλότερα.

Αυτό που δεν έχει αλλάξει πολύ είναι ότι σε κάθε μεγάλη οικονομική κρίση παγκοσμίως υπάρχει πίεση προς τη Γερμανία να αναθερμάνει την οικονομία και να σταματήσει τα πλεονάσματα στο ισοζύγιο. Αυτό ήδη συνέβαινε πριν από 50 χρόνια και εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα. Αν και η σημασία της Γερμανίας στην παγκόσμια οικονομία είναι πολύ μικρότερη τώρα, το πλεόνασμά της ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι ακόμη το μεγαλύτερο στον κόσμο, κάπως μεγαλύτερο ακόμη και από αυτό της Κίνας και διπλάσιο από εκείνο της Ιαπωνίας. Ωστόσο, το γερμανικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι πολύ λιγότερο σημαντικό από μόνο του σήμερα εξαιτίας του ότι έχει «χαθεί» μέσα στην ευρωζώνη, με το έλλειμμα της Γαλλίας, έτσι ώστε η παγκόσμια πολιτική πίεση στη Γερμανία για αναθέρμανση της οικονομίας να είναι πολύ μικρότερη.

Η γαλλό-γερμανική συμμαχία δεν ιδρύθηκε για οικονομικούς λόγους δεδομένου ότι οι διμερείς οικονομικές σχέσεις ήταν μικρής σημασίας και για τις δύο. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ότι οι δύο εταίροι είναι ισάξιας οικονομικής δύναμης. Όσον αφορά το συνολικό μέγεθος των δύο οικονομιών, η σχετική βαρύτητα δεν έχει αλλάξει πολύ με την πάροδο του χρόνου, αλλά οι εξωτερικές διαφορές έχουν αυξηθεί και τώρα πρέπει να διαχειριστούν προσεκτικά εντός της ευρωζώνης.

Ο διαρκής βασικός ρόλος των δύο χωρών στην Ευρώπη δεν εξαρτάται πλέον από το μέγεθος κυριαρχία τους. Το 1963 οι οικονομίες της Γαλλίας και της Γερμανίας αντιστοιχούσαν σχεδόν στα δύο τρίτα των έξι ιδρυτικών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα, και οι δύο μαζί αντιστοιχούν σε λίγο περισσότερο από τους 27 της ΕΕ. Δεν μπορούν να κυριαρχήσουν, αλλά μπορούν να διαγράψουν κεντρικό ρόλο, ιδιαίτερα εάν διαφωνούν σε ένα βασικό ζήτημα. Κάθε πλευρά μπορεί τότε να αντιπροσωπεύσει την άποψη μιας ομάδα άλλων κρατών-μελών. Εάν η Γαλλία και η Γερμανία μπορέσουν τότε να βρουν έναν συμβιβασμό, οι άλλες χώρες θα αποδεχθούν και αυτές το συμβιβασμό. Για αυτό και ο συνδυασμός των Merkozy δεν μπόρεσε να λειτουργήσει. Όταν η Γαλλία αυτομάτως παίρνει την ίδια θέση με τη Γερμανία, πολλές άλλες χώρες-μέλη θα αισθανθούν ότι τα συμφέροντά τους παραμελούνται.

Επί του παρόντος πάλι, η Γαλλία αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα μιας ομάδας χωρών που ζητούν περισσότερη αλληλεγγύη, ενώ η Γερμανία αντιπροσωπεύει όχι μόνο τα δικά της συμφέροντα, αλλά επίσης την άποψη και άλλων χωρών που ζητούν προσαρμογή. Ένας γαλλό-γερμανικός συμβιβασμός θα ήταν επομένως και πάλι σε θέση να αντιπροσωπεύει ένα κεντρικό σημείο αναφορά για μια συμφωνία που θα γινόταν αποδεκτή από όλους.

Θα είναι η συνθήκη των Ηλυσίων χρήσιμη για άλλα 50 χρόνια;
Οι δύο χώρες ήταν σημαντικές οικονομίες παγκοσμίως, η κάθε μία από τη δική της πλευρά. Σήμερα οι οικονομίες τους παράγουν μόνο το 2,4% (Γαλλία) και 3,4% (Γερμανία) του παγκόσμιου ΑΕΠ και ΡΡΡ, με την τάση να υποδηλώνει περαιτέρω πτώση. Είναι μάλιστα καθ οδόν ώστε να γίνουν ασήμαντες σε παγκόσμια κλίμακα και να αντιμετωπίσουν μια τεράστια νέα πρόκληση. Οι δύο χώρες πρέπει τώρα να εγκαταλείψουν το πρόσχημα των αυτόνομων επιδόσεων σε παγκόσμια κλίμακα και να αποδεχθούν το αυτονόητο: να αποδεχθούν ότι οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί εκπροσωπούν την Ευρώπη ως σύνολο στο παγκόσμιο στερέωμα. Αυτό αφορά τη σφαίρα της οικονομίας, καθώς και της πολιτικής. Μέχρι στιγμής οι δύο χώρες έχουν συνωμοτήσει προκειμένου να μπλοκάρουν σημαντική πρόοδο και στους δύο τομείς. Δεν υπάρχει εκπροσώπηση της ευρωζώνης στο ΔΝΤ και ο μη συντονισμένος τρόπος με τον οποίο η Γαλλία και η Γερμανία εμπλέκονται στον εμφύλιο πόλεμο στο Μάλι, δεν αποτελεί καλό οιωνό για την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, στο στόχο της να γίνει ένα αποτελεσματικό ενιαίο θεσμικό όργανο.

Είναι σκόπιμο να εορτασθεί μια διμερής σχέση που υπήρξε τόσο ευεργετική για την ίδια την Ευρώπη επίσης. αλλά η πρόκληση για το μέλλον είναι να στρέψουν το βλέμμα τους έξω και να αναγνωρίσουν ότι οι θέσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας θα έχουν σημασία μόνο εάν δεχθούν να ενώσουν ακόμη περισσότερη εθνική κυριαρχία στην Ευρώπη.

Πηγή:www.capital.gr