Του οικονομολόγου Βασίλη Βιλιάρδου
“Σύμφωνα με μία παλαιά «πρακτική» των Εβραίων κοσμηματοπωλών, ποτέ δεν διαχωρίζεται το ιδιωτικό από το δημόσιο χρέος – ενώ θεωρείται εκ μέρους τους ότι, ο άνθρωπος ποτέ δεν μαθαίνει αυτόν τον άγραφο κανόνα. Πάντοτε τον ξεχνάει δηλαδή, μετά την πάροδο αρκετών ετών, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να τον επαναλαμβάνουν κάθε πενήντα περίπου χρόνια”.

Εάν λοιπόν είναι υπαρκτός αυτός ο «ισχυρισμός», εάν δηλαδή η πρακτική των Εβραίων κοσμηματοπωλών συνεχίζει να εφαρμόζεται, πιστά και απαράβατα, από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, τότε οι μεγάλες κρίσεις που παρατηρούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μπορεί κάλλιστα να υποθέσει κανείς ότι, προκαλούνται σκόπιμα και δεν συμβαίνουν από μόνες τους – κάτι που φυσικά είναι πολύ δύσκολο να τεκμηριωθεί, όπως συμβαίνει με όλες τις «θεωρίες συνομωσίας».

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η μεταφορά πόρων από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα «συντελείται» με τη βοήθεια των υπερβολικών φόρων – επίσης, με τη σκόπιμη ανεργία, έτσι όπως αυτή «προκαλείται» από το ΔΝΤ με στόχο τη συμπίεση των μισθών, αφού οι άνεργοι επιβιώνουν με την οικονομική στήριξη των εργαζομένων συγγενών τους.

Περαιτέρω, όταν μία χώρα κινδυνεύει να χρεοκοπήσει, τότε οι περισσότεροι Πολίτες της αναζητούν τις αιτίες σε εξωγενείς παράγοντες – «ενοχοποιώντας» τρίτους για όλα τα «δεινά» της οικονομίας τους.

Οι κερδοσκόποι, οι «αγορές», οι πολυεθνικές και οι τράπεζες αποτελούν αναμφίβολα τους κεντρικούς «στόχους», στους οποίους κατευθύνονται τα «πυρά» όλων, παρά το ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν λιγότερο υπεύθυνοι οι εργαζόμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι επιχειρηματίες, οι πολιτικοί, τα πλεονασματικά κράτη, οι νομισματικές ενώσεις, οι υπερδυνάμεις, η ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση και οι όποιοι άλλοι υπόλοιποι – αφού όλοι μαζί έχουν συμβάλλει στην καταστροφή.

Εν τούτοις, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι, «επάνω» από όλους σήμερα, στην κορυφή της πυραμίδας της «δύναμης» δηλαδή, ευρίσκονται οι χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς επίσης οι υπερμεγέθεις πολυεθνικές, οι οποίες δεν πληρώνουν σχεδόν ποτέ φόρους – ενώ από τις τράπεζες (Lehman Brothers), το πρόβλημα των οποίων (subrimes) εξήγαγαν οι Η.Π.Α. στον υπόλοιπο κόσμο, στέλνοντας αμέσως μετά το ΔΝΤ για να «εισπράξει», ξεκίνησε ουσιαστικά η απειλητικότερη παγκόσμια κρίση, μετά τη μεγάλη ύφεση του 1929.

Αυτοί όμως που καλούνται τελικά να πληρώσουν, δεν είναι οι «κυρίαρχοι των αγορών», αλλά οι Πολίτες – οι οποίοι, παρά το ότι ασφαλώς «συμμετείχαν» στην καταστροφή με διάφορους τρόπους (υπερκατανάλωση με δανεισμό, ιδιοτέλεια της πολιτικής ψήφου, μειωμένη παραγωγικότητα, διαφθορά, διαπλοκή, ανευθυνότητα κλπ.), οπότε είναι υποχρεωμένοι να «συμβάλλουν», δεν είναι σίγουρα οι μοναδικοί υπεύθυνοι.

Έχοντας αναφερθεί αναλυτικά στις ευθύνες όλων, με μία σειρά από άρθρα μας, θεωρούμε ότι, αυτό που οφείλει να μας απασχολεί σήμερα, είναι κυρίως το εάν έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα αποφυγής ενός επόμενου «ξεσπάσματος» της κρίσης.

Στα πλαίσια αυτά, μία απλοϊκή και μόνο ματιά στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, επίσης στο Ελληνικό, δεν μας επιτρέπει την παραμικρή αμφιβολία, σε σχέση με τους τεράστιους κινδύνους που «ελλοχεύουν» ακόμη εντός του.

Ολοκληρώνοντας, εάν θα έπρεπε κάποτε να πάψει να λειτουργεί η αδυσώπητη τακτική των τοκογλύφων, έτσι όπως την αναφέραμε στην εισαγωγή του κειμένου μας, ο μοναδικός τρόπος θα ήταν η ολοκληρωτική άρνηση της πληρωμής των διογκωμένων από τους τόκους οφειλών, εκ μέρους όλων αυτών που καταδυναστεύονται από την «εγκληματική» λειτουργία τους.

Ας μην ξεχνάμε ότι, στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν παράγονται προϊόντα και δεν δημιουργούνται αξίες – απλά αναδιανέμονται τα υφιστάμενα, μεταξύ των συμμετεχόντων. Αυτοί δε που έχουν τις περισσότερες πληροφορίες, πόσο μάλλον τις «εσωτερικές», κερδίζουν πάντοτε, ενώ όλοι οι άλλοι συνήθως χάνουν – από τους ερασιτέχνες «επενδυτές», μέχρι τα συνταξιοδοτικά ταμεία.

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές καθιστούν ουσιαστικά δυνατή τη διασπορά των κινδύνων, τους οποίους όμως οι ίδιες δημιουργούν. Μέσω δε της συνεχώς γρηγορότερης κερδοσκοπίας (διαδικτυακά καζίνο), αποσταθεροποιούν τελικά τις τιμές των μετοχών, των εμπορευμάτων κλπ – πουλώντας ταυτόχρονα νέα «ασφαλιστικά» προϊόντα (CDS κλπ), με στόχο την εξασφάλιση των «επενδυτών» από τους κινδύνους που οι ίδιες προκαλούν, αποκομίζοντας έτσι τα διπλά κέρδη.