Διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια των καταθέσεων στην Ελλάδα έδωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιώργος Προβόπουλος, επισημαίνοντας παράλληλα πως προχωρά χωρίς καθυστερήσεις η υλοποίηση της στρατηγικής για τον τραπεζικό τομέα. «Όπως είναι γνωστό, όλες οι καταθέσεις στην Ελλάδα είναι απολύτως προστατευμένες σύμφωνα με το Μνημόνιο, ανεξαρτήτως ύψους κατάθεσης ή τράπεζας στην οποία τηρούνται», τόνισε ο κ. Προβόπουλος κατά την εισαγωγική του τοποθέτηση στη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.

Υπογράμμισε εξάλλου, πως οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες αυξήθηκαν περισσότερο από 1,5 δισ. ευρώ τον Μάρτιο.

Όπως εξήγησε ο διοικητής της ΤτΕ, το ελληνικό Πρόγραμμα περιέλαβε 50 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση και την αναδιάρθρωση των ελληνικών τραπεζών – ποσό το οποίο υπολογίστηκε λαμβάνοντας υπόψη ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις που σε μια μη συστημική τράπεζα χρειάζεται να εφαρμοστούν μέτρα εξυγίανσης, οι καταθέσεις στο σύνολό τους μεταβιβάζονται σε καλή τράπεζα. «Αυτή είναι μια θεμελιώδης διαφορά με όσα συνέβησαν στην Κύπρο», τόνισε.

Εξέφρασε, εξάλλου, την πεποίθηση ότι «με την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης, τη συνέχιση της τάσης επιστροφής των καταθέσεων και τη σταδιακή επάνοδο των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και χρήματος, διαμορφώνονται ευνοϊκότερες συνθήκες για την οικονομία γενικότερα και για την πελατεία των τραπεζών ειδικότερα».

Αναφερόμενος στην υλοποίηση της στρατηγικής για τον τραπεζικό τομέα, είπε πως έχει προχωρήσει χωρίς καθυστερήσεις, δηλαδή εντός των χρονοδιαγραμμάτων που είχαν εξαρχής προβλεφθεί. Αυτό εξάλλου μαρτυρούν και οι πρόσφατες εξελίξεις στις τράπεζες Εθνική και Eurobank, πρόσθεσε.

Ο κ. Προβόπουλος υπενθύμισε πως οι δύο τράπεζες, με επιστολή τους προς την Τράπεζα της Ελλάδος, γνωστοποίησαν ότι δεν είναι πιθανό να αντλήσουν από ιδιώτες επενδυτές το 10% των κεφαλαίων που απαιτούνται για την ανακεφαλαιοποίησή τους.

Κατόπιν αυτού, προκειμένου να τηρηθούν τα τεθέντα χρονοδιαγράμματα, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα καλύψει – σε όποιο βαθμό απαιτηθεί – τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Τα απαιτούμενα για το σκοπό αυτό κεφάλαια αποτελούν τμήμα των 50 δισ. ευρώ που έχουν εγκριθεί, στο πλαίσιο του προγράμματος χρηματοπιστωτικής βοήθειας, ειδικά για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα. 

Στη συνέχεια, το ΤΧΣ, ως ο νέος κύριος μέτοχος των δύο τραπεζών, θα αποφασίσει, στη βάση του δημοσίου συμφέροντος, για την πορεία της συγχώνευσης των δύο τραπεζών.

«Η διαδικασία αναδιάταξης προχωρεί.  Σε μερικούς μήνες, το τραπεζικό σύστημα θα αποτελείται από ένα μικρότερο – σε σχέση με το σημείο έναρξης της κρίσης – αριθμό τραπεζών, ισχυρών και καλά κεφαλαιοποιημένων», τόνισε ο κ. Προβόπουλος. Ως εκ τούτου, συμπλήρωσε, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αναδιατάσσεται και γίνεται πιο αποτελεσματικό, καθώς εξαλείφεται η πλεονάζουσα δυναμικότητα και αξιοποιούνται οι συνέργειες και οι οικονομίες κλίμακας. Ισχυροποιείται και αποκτά ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια.

«Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αφού επιβίωσε  από αυτή τη φοβερή θύελλα, αναδύεται ισχυρότερο και, ως εκ τούτου, θα είναι ικανό να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη της χώρας», ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ.

Ειδικότερα, για την στρατηγική στον τραπεζικό τομέα, ο κ. Προβόπουλος είπε πως το πρώτο βήμα ήταν να υπολογίσουμε  τα αναγκαία κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίηση και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, ενώ το δεύτερο σκέλος ήταν να αξιολογήσουμε  ποιες τράπεζες πληρούσαν τις προϋποθέσεις, ώστε να ανακεφαλαιοποιηθούν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Με βάση την αξιολόγηση βιωσιμότητας που διεξήγαγε η ΤτΕ, με τη συνδρομή της διεθνούς εταιρίας Bain, οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες, αποκαλούμενες πλέον «συστημικές», κρίθηκε ότι πληρούν τις προϋποθέσεις για να ανακεφαλαιοποιηθούν με κεφάλαια του δημόσιου τομέα. Οι εν λόγω τράπεζες θεωρήθηκε δηλαδή ότι έχουν περισσότερες πιθανότητες να αποπληρώσουν τα κεφάλαια αυτά μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα.

Οι μη συστημικές τράπεζες θα έχουν περιθώριο να αντλήσουν ιδιωτικά κεφάλαια μέχρι το τέλος Απριλίου. Εάν αυτή η προσπάθεια δεν ευοδωθεί, θα τεθούν σε διαδικασία εξυγίανσης μέχρι το τέλος Ιουνίου του 2013.