Του Θεόφιλου Αιγινήτη

Ένας φίλος καθηγητής της φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τελειώνοντας μια συζήτηση που είχαμε, με παρηγόρησε και μου μίλησε για τη μοναξιά που νοιώθουν οι πνευματικοί άνθρωποι και την τόλμη τους να σκέφτονται διαφορετικά από τους άλλους.

«Σκέψου το», μου είπε και χωρίσαμε! 

Με άφησε μόνο μου να βολοδέρνω στην άγνοιά μου περί τα φιλοσοφικά θέματα και να ψάχνω απαντήσεις μέσα από τις λίγες γενικές γνώσεις που διαθέτω.

Καθώς σκέφτομαι αυτά που μου είπε ο φίλος και κάνω σκέψεις επάνω στις σκέψεις μου, παρατηρώ πως τις περισσότερες φορές βρίσκω αντιστάσεις με ειρωνεία, με χλευασμό και ύβρεις πολλές φορές στις σκέψεις που διατυπώνω, προπαντός σε θέματα που αφορούν την πολιτική και τη θρησκεία.

Είναι θέματα που δεν σου επιτρέπουν να αγγίξεις και να θίξεις τις παγιωμένες δογματικές τους τοποθετήσεις.

Δημοκρατία είναι κατ’ αυτούς να επικρατεί η δική τους άποψη και διάλογος να μιλάνε μόνο αυτοί. 
 

Μα όταν υπερασπίζεσαι τη δημοκρατία πρέπει να αποδέχεσαι και τις διδαχές της και ο καθένας να έχει την δυνατότητα να λέει την άποψή του και να τη βάζει προς συζήτηση στο τραπέζι της παρέας του. 

Με το που θα ανοίξεις όμως το στόμα σου και πριν προφτάσεις να συμπληρώσεις την άποψή σου πάνω σε θέματα που αυτοί έχουν αφορίσει, κάποιοι απ’ την παρέα πέφτουνε να σε φάνε γιατί έχεις διαφορετική άποψη απ’ αυτούς και δε σου επιτρέπουνε να συνεχίσεις.

Δεν κάνουν διάλογο με επιχειρήματα, αλλά με ακραία αντίδραση, γιατί αυτά που είναι προς συζήτηση δεν γίνονται αποδεκτά από τους πολλούς και αναγκάζεσαι να κάτσεις στ’ αυγά σου προκειμένου να έχεις την ηρεμία σου, την ησυχία σου και την αξιοπρέπειά σου.

Ο μεγάλος ρήτορας της αρχαιότητας Δημοσθένης υπερασπίζεται τους δημοκρατικούς θεσμούς και καταδικάζει την ολιγαρχία σαν φιλοσοφική τοποθέτηση, γιατί υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών συστημάτων.

Η πλειοψηφία στη δημοκρατία, λέει, κατέχει την κυρίαρχη εξουσία, με γνώμονα το κοινό συμφέρον όλων των πολιτών και συνδέει τη δημοκρατία με την ελευθερία κάτι που δεν εφαρμόζεται πλέον σήμερα.

Πνευματική μοναξιά νιώθει κανείς, γιατί δεν βρίσκει ανθρώπους να συζητήσει και για κανένα άλλο λόγο.

Έχει αντιληφθεί πως δεν πρέπει να έχει την απαίτηση να τον καταλάβουν.

Μόνος με τον καπνό της πίπας μου να ανεβαίνει στα ουράνια αισθάνομαι πως βρίσκομαι στην απεραντοσύνη του απείρου.

Ποιός να με διακρίνει μέσα σε τόσα αστέρια, ποιός να με ακούσει μέσα στους χαοτικούς θορύβους του σύμπαντος;

Ποιός να με καταλάβει μέσα σε τόση άγνοια και φανατισμό που επικρατεί γύρω μου;

Ποιός όμως να ασχοληθεί σήμερα με την πνευματική τροφή, όταν αγωνίζεται να εξοικονομήσει τον άρτον τον επιούσιον και να αντεπεξέλθει στην αβάσταχτη φορολογία που του έχουν επιβάλει αναίσθητοι, αναίσχυντοι, οικονομικοί δολοφόνοι των λαών που έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους την ευημερία της οικουμένης;