Του Σταθη Ν. ΚαλυβαKαθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ.
 
Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Αίγυπτο, όπου ο στρατός ανέτρεψε έναν δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο, τον ισλαμιστή Μοχάμεντ Μόρσι, έχουν πολλαπλό ενδιαφέρον τόσο σε σχέση με το μέλλον του πιο σημαντικού ίσως (και, ας μην ξεχνάμε, γειτονικού μας) αραβικού έθνους, όσο και γενικότερα, σε συνάρτηση με μια σειρά κρίσιμων θεμάτων. Επισημαίνω πέντε τέτοια θέματα, όπου οι εξελίξεις στην Αίγυπτο έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα.

 
Το πρώτο είναι η μετάβαση από ένα αυταρχικό σε ένα δημοκρατικό καθεστώς. Πρόκειται για μια δύσκολη και λεπτή διαδικασία που συχνά καταλήγει σε αποτυχία. Ακόμα όμως και αν πετύχει, ο δρόμος ούτε ευθύς είναι, αλλά ούτε σύντομος και ομαλός. Στην περίπτωση της Αιγύπτου είναι ακόμα νωρίς για να αποφανθούμε εάν βρισκόμαστε μπροστά στο οριστικό τέλος της δημοκρατικής μετάβασης που ξεκίνησε με την ανατροπή του Μουμπάρακ ή σε μια μεταβατική φάση όπου η προοπτική μιας ευοίωνης κατάληξης παραμένει ανοιχτή. Γεγονός πάντως είναι πως όσα σφάλματα και να είχε διαπράξει ο Μόρσι στη σύντομη θητεία του, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα πολύ σπάνια λειτουργούν στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της δημοκρατίας, όπως για παράδειγμα συνέβη στην περίπτωση της Πορτογαλίας το 1974. Κάτι τέτοιο μάλιστα δεν έχει συμβεί ποτέ στις περιπτώσεις εκείνες που το πραξικόπημα ανέτρεψε έναν δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη. Ξαναβλέποντας λοιπόν από την οπτική αυτή την εμπειρία του ευρωπαϊκού Νότου τη δεκαετία του ’70 ή της Ανατολικής Ευρώπης τη δεκαετία του ’90, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε με θαυμασμό απέναντι στον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν οι δημοκρατικές μεταβάσεις. Η περίπτωση μάλιστα της Ελλάδας το 1974 αποτελεί υπόδειγμα πετυχημένης μετάβασης, κάτι για το οποίο αξίζει να είμαστε περήφανοι.
 
Το δεύτερο θέμα αφορά τη γενικευμένη υποκρισία που χαρακτήρισε τη στάση μεγάλης μερίδας σχολιαστών διεθνώς. Επειδή το πραξικόπημα στην Αίγυπτο στράφηκε εναντίον ενός ισλαμιστή προέδρου, πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν είτε να το χειροκροτήσουν ανοιχτά, είτε να καταφύγουν σε κάθε είδους ευφημισμούς, αποφεύγοντας επιμελώς την χρήση της λέξης πραξικόπημα. Ομως, δεν μπορεί να αλλάζουμε το νόημα των λέξεων ανάλογα με τον ποιον συμπαθούμε ή αντιπαθούμε. Η επέμβαση του στρατού εναντίον ενός δημοκρατικά εκλεγμένου ηγέτη που λειτουργούσε στο πλαίσιο της δημοκρατικής νομιμότητας δεν παύει να είναι ένα πραξικόπημα. Και ένα πραξικόπημα δεν μπορεί παρά να είναι καταδικαστέο, ανεξάρτητα από το ποιος είναι εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται.
 
Το τρίτο θέμα σχετίζεται με τη θέση του στρατού στις σύγχρονες δημοκρατίες. Μια από τις μεγαλύτερες και πιο λησμονημένες κατακτήσεις των δημοκρατικών καθεστώτων είναι ο πολιτικός ευνουχισμός του στρατού. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι καθόλου αυτονόητη, γιατί η κατοχή των όπλων είναι πηγή μεγάλης εξουσίας. Το ότι η πολιτική ηγεσία των δημοκρατιών κατόρθωσε να θέσει υπό τον έλεγχο της τους κατόχους των όπλων και να τους μετατρέψει σε υπηρέτες της, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες και λιγότερο αυτονόητες πολιτικές κατακτήσεις του 20ού αιώνα.
 
 
Το τέταρτο θέμα έχει να κάνει με τον ρόλο της μαζικής διαμαρτυρίας στο πλαίσιο μιας δημοκρατίας. Τελευταία έχει γίνει πολύ της μόδας η υποτίμηση της εκλογικής διαδικασίας προς όφελος της μαζικής διαμαρτυρίας. Πρόκειται στην καλύτερη περίπτωση για αυταπάτη και στη χειρότερη για ωμή πολιτική απάτη. Αυταπάτη, γιατί η μαζική διαμαρτυρία μπορεί μεν να εκφράζει μία καθ’ όλα νόμιμη και αποδεκτή έκφραση δυσαρέσκειας κάποιων ομάδων, αλλά δεν αποτελεί ούτε πολιτικά διαφανή λειτουργία (γνωρίζουμε άραγε αν οι διαδηλωτές είναι πλειοψηφία ή μειοψηφία;), ούτε βέβαια μπορεί να λειτουργήσει εποικοδομητικά πέρα από τη διατύπωση μιας διαμαρτυρίας και απόρριψης. Και ωμή απάτη, γιατί τη μαζική διαμαρτυρία θα την εκμεταλλευθεί τελικά προς ίδιον συμφέρον εκείνος που έχει τη δύναμη να το κάνει, είτε πρόκειται για τον στρατό (όπως συνέβη στην Αίγυπτο), είτε για κάποια επαναστατική «πρωτοπορία». Προφανώς, η δημοκρατία δεν εξαντλείται στις εκλογές, αλλά δίχως εκλογές (ή με την ακύρωσή τους στο πεζοδρόμιο ή αλλού), δημοκρατία δεν υφίσταται.
 
Το πέμπτο θέμα τέλος, αφορά τη θέση του «πολιτικού Ισλάμ» (και των κομμάτων θρησκευτικής έμπνευσης γενικότερα) στη σύγχρονη πολιτική σκηνή, καθώς και τη σχέση τους με τη δημοκρατία. Για τους πιο πολλούς, το πολιτικό Ισλάμ δεν έχει θέση σε μια δημοκρατία, ενώ αρκετοί είναι εκείνοι που θεωρούν τη θρησκεία ασύμβατη με την πολιτική. Στην πράξη τα πράγματα είναι διαφορετικά.
 
Από τη μία, η πολιτική κινητοποίηση με βάση θρησκευτικής φύσης αιτήματα αποτελεί ιστορικά συστατικό στοιχείο της πολιτικής – ιδίως μάλιστα της ευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας: το όνομα και μόνο των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων αποτυπώνει σε μία μόνο λέξη την ιστορία αυτή. Από την άλλη, το πολιτικό Ισλάμ κάθε άλλο παρά μονολιθικό είναι και περικλείει στους κόλπους του πολλούς μετριοπαθείς πολιτικούς.  
 
Αν το μάθημα που τελικά διδαχθούν από το πραξικόπημα στην Αίγυπτο είναι πως η δημοκρατία δεν επιφυλάσσει καμία θέση γι’ αυτούς, θα ξαφνιαστούμε άραγε αν θελήσουν να στραφούν προς άλλες, δυναμικότερες μορφές πολιτικής κινητοποίησης;
Στην περίπτωση αυτή όμως, σίγουρα θα είναι δικαιολογημένοι.