Συνεργασία του Ελεύθερου Τύπου με την αμερικανική εταιρία αναλύσεων Startfor

Οι οικονομικές επιδόσεις της Γερμανίας συνδέονται στενά με τις εξωτερικές εξελίξεις, δεδομένης  της εξάρτησης της χώρας από τις εξαγωγές. Σύμφωνα με την Eurostat, το 2012 οι εξαγωγές της Γερμανίας ισοδυναμούσαν περίπου με το 25% του ΑΕΠ. Η Ευρώπη αποτελεί τον μεγαλύτερο πελάτη της Γερμανίας, ως εκ τούτου η γερμανική οικονομία εξαρτάται από την δύναμη της ευρωπαϊκής καταναλωτικής βάσης. Η πολιτική και η οικονομική σταθερότητα της Γερμανίας σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την πρόσβασή της στις ξένες αγορές, και κατ' επέκταση από την αμέριστη στήριξή της στην ευρωζώνη και στην συμφωνία για το ελεύθερο εμπόριο εντός της Ευρώπης.

Μέχρι στιγμής, οι γερμανικές εξαγωγές έχουν επιζήσει επί τον πλείστον από την ευρωπαϊκή κρίση. Κι αυτό οφείλεται εν μέρει διότι οι γερμανικές επιχειρήσεις διαφοροποίησαν τις εξαγωγικές αγορές τους με σχετική επιτυχία. Από το 2007, οι εξαγωγές στην ευρωπαϊκή ένωση και την ευρωζώνη μειώθηκαν υπέρ άλλων χωρών, ειδικότερα τις ασιατικές χώρες και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πραγματικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγικός προορισμός για την Γερμανία. Το 2012 σχεδόν το 30% του συνόλου των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες προήλθε από την Γερμανία. Περίπου το 16% των γερμανικών εξαγωγών πήγε στην Ασία, με την Κίνα να αποτελεί την τέταρτη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά για την Γερμανία.

Ωστόσο, η γερμανική οικονομία δεν έχει μείνει αλώβητη από την κρίση. Τα τελευταία χρόνια η οικονομική ανάπτυξή της έχει επιβραδυνθεί. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το 2012 το γερμανικό ΑΕΠ αυξήθηκε μόνο κατά 0,9%, 4% κάτω από το 2010. Το 2013 το ΔΝΤ περιμένει ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί μόνο κατά 0,3&. Η ανεργία είναι πιθανό να ακολουθήσεις αυτές τις συστολές και οι γερμανοί ψηφοφόροι θα πιέσουν το Βερολίνο να αυξήσει τις κυβερνητικές δαπάνες -κάτι για το οποίο οι γερμανοί αξιωματούχοι έχουν ζητήσει από άλλες χώρες να αποφύγουν.

Το δίλλημα της Γερμανίας

Στην καρδιά του γερμανικού διλλήματος έρχεται το εξής. Η ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης -με την αύξηση των μισθών για παράδειγμα- θα περιόριζε την έκθεση της Γερμανίας σε εξωτερικούς κινδύνους, μετατρέποντας ωστόσο τις γερμανικές εξαγωγές λιγότερο ανταγωνιστικές. Η γερμανική ζήτηση είναι σχετικά ισχυρή, παρά την ευρωπαϊκή κρίση. Το σχετικά φτηνό κόστος δανεισμού έχει διευκολύνει την εγχώρια κατανάλωση, αντίστοιχα και ο χαμηλός δείκτης ανεργίας, ο οποίος έχει σταθεί στο 5,3% τον Ιούλιο του 2013, σύμφωνα με την Eurostat. Αυτό αποτελεί τον χαμηλότερο δείκτη από τότε που η στατιστική αρχή της ευρωπαϊκής ένωσης άρχισε να καταγράφει τα στοιχεία, το 1991.

Η σταθερή εγχώρια ζήτηση της Γερμανίας έχει βοηθήσει ιδιαίτερα τις Κεντρικές και Ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες να αποφύγουν την βαθύτερη συρρίκνωση, το Βερολίνο ωστόσο βρίσκεται υπό πίεση για την ενίσχυση της ζήτησης έτι περαιτέρω. Μετά τις εκλογές, περιμένουμε την συζήτηση στην Γερμανία για τον τρόπο που μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο.

Μια επιλογή υπό σκέψη είναι η εισαγωγή του κατώτατου μισθού. Το κόστος εργασίας στην Γερμανία έχει αυξηθεί ελαφρώς τα τελευταία οικονομικά τρίμηνα. Με μέσω όρο 30 ευρώ την ώρα στο 2012, ποσό ελαφρώς υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Ο βιομηχανικός τομέας θα αντιταχθεί το συγκεκριμένο μέτρο, επισημαίνοντας τους φόβους για την απώλεια της ανταγωνιστικότητας.

Το Βερολίνο θα αντιμετωπίσει επίσης το θέμα των μεταναστών. Με υψηλή μέση ηλικία και έναν πληθυσμό που μειώνεται, η Γερμανία αναζητά τρόπους για την προσέλκυση ξένων που θα ενισχύσουν το εργατικό δυναμικό της. Τα τελευταία χρόνια, έχει δει αύξηση των μεταναστών, εξαιτίας της ανθεκτικότητάς της στην κρίση, ωστόσο ιστορικά είχε πρόβλημα να τους κρατήσει. Η όποια νέα κυβέρνηση θα πρέπει να εισάγει πολιτικές για την ενίσχυση του εργατικού δυναμικού της, διασκεδάζοντας παράλληλα τους φόβους ότι οι ξένοι θα χαλάσουν το εθνικό σύστημα κοινωνική ασφάλισης.

Μια τρίτη προτεραιότητα για την νέα γερμανική κυβέρνηση θα αποτελέσει η επαναξιολόγηση της ενεργειακής στρατηγικής της χώρας. Το κόστος της ενέργειας για τα νοικοκυριά και τις εταιρίες έχει ανέβει τα τελευταία χρόνια λόγω της μετάβασης προς την κατεύθυνση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτή η μετάβαση έχει αποδειχθεί πιο ακριβή από ότι αναμενόταν, ανοίγοντας το δρόμο στις ανησυχίες περί απώλειας της ανταγωνιστικότητας. Λαμβάνοντας υπ' όψιν τους πόρους που έχουν δεσμευτεί και τις εξελίξεις που έχουν δρομολογηθεί, η Γερμανία δεν μπορεί απλώς να εγκαταλείψει την στρατηγική που έχει, αλλά θα αναθεωρήσει πιθανότατα τους στόχους της και θα εξετάσει εναλλακτικές επιλογές, όπως αυτή του σχιστολιθικού αερίου.

Δεδομένου ότι διαθέτει λίγους εγχώριους ενεργειακούς πόρους, η γερμανική ενεργειακή στρατηγική είναι μέρος της εξωτερικής της πολιτικής. Η ολοκλήρωση των υποδομών με άλλες χώρες είναι σημαντική για τις γερμανικές εισαγωγές ενέργειας, όπως αντίστοιχα είναι σημαντικές οι διμερείς σχέσεις με την Ρωσία, τον κύριο προμηθευτή της Γερμανίας σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η διασφάλιση της απρόσκοπτης πρόσβασης στο ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο θα παραμείνει προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής, αν και οι σχέσεις με την Μόσχα θα έρθουν πολλές φορές σε σύγκρουση.

Η ασήμαντη κομματική πολιτική

Το πόσο αποτελεσματικά η Γερμανία θα επιτύχει την ενσωμάτωση της Ευρώπης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την επιθυμία της να βοηθήσει άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και ειδικότερα τις χώρες της ευρωζώνης. Τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα δέχονται πιθανώς την ιδέα ότι η Γερμανία θα πρέπει να παρέξει περαιτέρω βοήθεια στις δοκιμαζόμενες χώρες. Η συνεχιζόμενη οικονομική βοήθεια αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της Γερμανικής εθνικής στρατηγικής, διασφαλίζοντας την συνοχή στην Ευρώπη και διατηρώντας την νομισματική ένωση. Έτσι είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Γερμανία θα συνεχίσει να παρέχει κεφάλαια. Το Βερολίνο έχει ήδη συνεισφέρει με σημαντικά ποσά στην προσπάθεια διάσωσης. Η κυβέρνηση υπολογίζει ότι η άμεση ευθύνη της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους έχει φτάσει μέχρι σήμερα περίπου στα 95 δις ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά να διακινδυνεύσει ούτε μια νέα οικονομική κρίση, ούτε την διάλυση της ευρωζώνης. Το γερμανικό thinktankIfoυπολογίζει ότι αν επρόκειτο να διαλυθεί η ευρωζώνη, και αν οι πέντε χώρες που έχουν λάβει βοήθεια επρόκειτο να χρεοκοπήσουν, η Γερμανία θα έχανε περίπου 530 δις ευρώ. Το πραγματικό κόστος θα ήταν ωστόσο πολύ μεγαλύτερο, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις οικονομικές συνέπειες που μια τέτοια διάλυση θα είχε, πέρα από τον οικονομικό τομέα.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι αυτό δεν σημαίνει ότι η Γερμανία θα αλλάξει την στρατηγική της και θα χρηματοδοτήσει με μακρόπνοα προγράμματα στήριξης σε προβληματικές χώρες. Η γερμανική βοήθεια σε χώρες που αγωνίζονται θα έρθει μόνο ως αντίδραση στην πίεση των αγορών και της πολιτικής αστάθειας σε μεμονωμένες χώρες που απειλούν την σταθερότητα της ευρωζώνης. Η γερμανική οικονομική βοήθεια είναι πιθανό να συνεπάγεται την παροχή περισσότερου χρόνου σε χώρες που ζήτησαν βοήθεια για να ξεπληρώσουν το χρέους τους. Επιπλέον, θα μπορούσε να μειώσει το κόστος της αποπληρωμής, βασιζόμενη παράλληλα στην παρέμβαση της ΕΚΤ στην αγορά ομολόγων, αν κριθεί απαραίτητο. 

Νομικά και θεσμικά εμπόδια θα περιορίσουν την δυνατότητα του Βερολίνου να βοηθήσει άλλες χώρες. Ακόμα και αν υπήρχε γενική συμφωνία στην πολιτική ελίτ για παροχή περισσότερης βοήθειας, μικρές αντιπολιτευτικές ομάδες θα μπορούσαν να προκαλέσουν δυσκολίες και να καθυστερήσουν τα σχέδια περί βοήθειας, σχετικά εύκολα. Το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο έχει ήδη πρόσβαση στην νομιμότητα των γερμανικών εισφορών στα ευρωπαϊκά μέτρα βοήθειας. (μέχρι σήμερα το δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί ότι το Σύνταγμα έχει παραβιαστεί). Εντός του επόμενου χρόνου, το δικαστήριο είναι δυνατό ότι θα έχει να αποφασίσει αν η απομείωση του χρέους σε χώρες που βρίσκονται σε κρίση, μια επιλογή υπό εξέταση για την Ελλάδα, θα παραβιάσει το γερμανικό Σύνταγμα.

Για την διασφάλιση της επιβίωσης της ευρωζώνης, η Γερμανία θα προσπαθήσει να διατηρήσει της γερμανογαλλική συμμαχία. Ιστορικά, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σήμαινε την εδραίωση της γερμανικής οικονομικής δύναμης και της γαλλικής πολιτικής ηγεσίας, ωστόσο η κρίση έχει επιφέρει ένταση στις σχέσεις τους. Η πίεση που θα αντιμετωπίσει το Βερολίνο να ενδώσει στα γαλλικά αιτήματα, τα οποία περιλαμβάνουν περισσότερες κυβερνητικές δαπάνες, αμοιβαιοποίηση του χρέους και αλλαγή του ρόλου της ΕΚΤ ώστε να δεχθεί υψηλότερο πληθωρισμό και να παρεμβαίνει πιο ανοιχτά στην αγορά των κρατικών ομολόγων, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την απόκλιση της οικονομικής απόδοσης των δυο χωρών. Όσο η κρίση επιμένει, και παρέχεται περισσότερη βοήθεια, η πρόκληση για το Βερολίνο θα είναι όχι μόνο να πείσει τους γερμανούς ψηφοφόρους, αλλά και μικρότερες χώρες στα βόρεια της Ευρώπης για την σημασία της συμμετοχής στις κοινές προσπάθειες ενίσχυσης για την αποτροπή περαιτέρω αποσύνθεση της ευρωζώνης. Αυτές οι χώρες, -Ολλάνδία, Φιλανδία και Αυστρία-, τυπικά αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την βοήθεια χωρών που έχουν πληγεί (από την κρίση), όπως άλλωστε με σκεπτικισμό τις αντιμετωπίζει και η Γερμανία.

Η Γερμανία συχνά απεικονίζεται ως ο ηγέτης της Ευρώπης, η χώρα που μπορεί να καθορίσει το μέλλον της ευρωπαϊκής ένωσης. Ως ένα βαθμό μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά οι ενέργειες του Βερολίνου στην πραγματικότητα καθοδηγούνται από την δύναμη της εξωτερικής ζήτησης και την ανάγκη διατήρησης της συνοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Υπεύθυνη διαχείρισης: Δέσποινα Συριοπούλου