The Government of the German Reich and The Government of the Union of Soviet Socialist Republics desirous of strengthening the cause of peace between Germany and the U.S.S.R., and proceeding from the fundamental provisions of the Neutrality Agreement concluded in April, 1926 between Germany and the U.S.S.R., have reached the following Agreement:

Article I. Both High Contracting Parties obligate themselves to desist from any act of violence, any aggressive action, and any attack on each other, either individually or jointly with other Powers.

Article II. Should one of the High Contracting Parties become the object of belligerent action by a third Power, the other High Contracting Party shall in no manner lend its support to this third Power.

Article III. The Governments of the two High Contracting Parties shall in the future maintain continual contact with one another for the purpose of consultation in order to exchange information on problems affecting their common interests.

Article IV. Should disputes or conflicts arise between the High Contracting Parties shall participate in any grouping of Powers whatsoever that is directly or indirectly aimed at the other party.

Article V. Should disputes or conflicts arise between the High Contracting Parties over problems of one kind or another, both parties shall settle these disputes or conflicts exclusively through friendly exchange of opinion or, if necessary, through the establishment of arbitration commissions.

Article VI. The present Treaty is concluded for a period of ten years, with the proviso that, in so far as one of the High Contracting Parties does not advance it one year prior to the expiration of this period, the validity of this Treaty shall automatically be extended for another five years.

Article VII. The present treaty shall be ratified within the shortest possible time. The ratifications shall be exchanged in Berlin. The Agreement shall enter into force as soon as it is signed. 

 

[The section below was not published at the time the above was announced.]

Secret Additional Protocol.

Article I. In the event of a territorial and political rearrangement in the areas belonging to the Baltic States (Finland, Estonia, Latvia, Lithuania), the northern boundary of Lithuania shall represent the boundary of the spheres of influence of Germany and U.S.S.R. In this connection the interest of Lithuania in the Vilna area is recognized by each party.

Article II. In the event of a territorial and political rearrangement of the areas belonging to the Polish state, the spheres of influence of Germany and the U.S.S.R. shall be bounded approximately by the line of the rivers Narev, Vistula and San.

The question of whether the interests of both parties make desirable the maintenance of an independent Polish States and how such a state should be bounded can only be definitely determined in the course of further political developments.

In any event both Governments will resolve this question by means of a friendly agreement.

Article III. With regard to Southeastern Europe attention is called by the Soviet side to its interest in Bessarabia. The German side declares its complete political disinteredness in these areas.

Article IV. This protocol shall be treated by both parties as strictly secret. 

Moscow, August 23, 1939. 

For the Government of the German Reich v. Ribbentrop

Plenipotentiary of the Government of the U.S.S.R. V. Molotov

Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ / MOLOTOV–RIBBENTROP PACT
 
Ο Μολότωφ υπογράφει τη συμφωνία. Πίσω του, Στάλινκαι Ρίμπεντροπ(πηγή:wikipedia.org)

Γνωστό και ως Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης, το Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπμεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, προέβλεπε οτι οι δύο χώρες ήταν υποχρεωμένες να μην επιτεθούν η μία στην άλλη και παράλληλα να μείνουν ουδέτερες, αν η μία από αυτές εμπλακεί σε πόλεμο. Παράλληλα, με μυστική συμφωνία (της οποίας την ύπαρξη επίσημα αρνούνταν και οι δύο πλευρές μέχρι το 1989), προέβλεπε μια προσυμφωνημένη διαμοίραση της Πολωνίας στις δύο αυτές δυνάμεις μετά την κατάληψή της και η αναπροσαρμογή της σφαίρας επιρροής των δύο χωρών στις χώρες της Βορειοανατολικής Ευρώπης

Μετά την παραβίαση της Συνθήκης του Μονάχου από την Γερμανία και την ολοκληρωτική κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας στις 14 Μαρτίου 1939, άρχισε να γίνεται φανερό και στους πιο φανατικούς υποστηρικτές της πολιτικής του «κατευνασμού» ότι δεν θα υπήρχε όριο στην κατακτητική βουλιμία του Χίτλερ και ότι η ελπίδα να στραφεί αποκλειστικά προς τα ανατολικά ήταν μια πολύ επικίνδυνη αυταπάτη. Γι αυτό τον λόγο, στα μέσα του ίδιου έτους, Σοβιετική Ένωση, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις προκειμένου να έρθουν σε μια πολιτική και στρατιωτική συμφωνία. Στις 17 Απριλίου 1939 η Σοβιετική κυβέρνηση διατύπωσε και επίσημα την πρόταση δημιουργίας ενός μετώπου αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ Αγγλίας,Γαλλίας και ΕΣΣΔ, υπό τον όρο να εγγυηθούν οι τρεις αυτές δυνάμεις την ακεραιότητα των κρατών εκείνων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που ήταν υπό την απειλή μιας γερμανικής επίθεσης. Παρόλα αυτά όμως οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας δίσταζαν ακόμα να δεχθούν την ιδέα του ευρύτερου αμυντικού συμφώνου των φιλειρηνικών κρατών. Την τελειωτική βολή στις διαπραγματεύσεις των ΑγγλοΓάλλων με την ΕΣΣΔ την έδωσε η άρνηση της πολωνικής κυβέρνησης να επιτρέψει τη διάβαση Σοβιετικών στρατευμάτων δια μέσου της χώρας της σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης

Παράλληλα την ίδια εποχή, Γερμανία και Σοβιετική Ένωση συζητούσαν την πιθανότητα ύπαρξης μιας οικονομικής συμφωνίας, στην οποία η οποία η Σοβιετική Ένωση θα παρείχε πρώτες ύλες για τη πολεμική παραγωγή της Γερμανίας και αντίστοιχα η Γερμανία θα παρείχε στρατιωτικό εξοπλισμό στη Σοβιετική Ένωση. Τον Μάιο, ο Στάλιν τοποθετεί στη θέση του υπουργού εξωτερικού Μαξίμ Λιτβίνοβ, τον Βιατσεσλάβ Μολότωφ. Στις 19 Αυγούστου, οι δύο χώρες τελικά υπογράφουν αυτή τη Γερμανο-Σοβιετική οικονομική συμφωνία και δύο μέρες αργότερα οι Σοβιετικοί παγώνουν τη διαπραγμάτευση της συμφωνίας με Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία ενώ παράλληλα προσκαλούν τον Ρίμπεντροπ στη Μόσχα για το επόμενο βήμα, δηλαδή την υπογραφή του συμφώνου μη επίθεσης

Όλα αυτά οδήγησαν στις 23 Αυγούστου 1939 τον Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ υπουργό εξωτερικών της Γερμανίας και τονΒιατσεσλάβ Μολότωφ υπουργό εξωτερικών της ΕΣΣΔ στη Μόσχα να υπογράψουν παρουσία του Στάλιν το Γερμανο-Σοβιετικό σύμφωνο μη επιθέσεως. Έτσι, η Γερμανία εξασφάλιζε την ουδετερότητα της Σοβιετική Ένωσης στην επερχόμενη εισβολή του Χίτλερ στη Πολωνία και η ΕΣΣΔ – η οποία προέβλεπε πιθανή σύγκρουση με τη Γερμανία – το σημαντικό πλεονεκτήματα να κερδίσει χρόνο για την προετοιμασία του στρατού της, που εκ των υστέρων αποδείχθηκε εξαιρετικής σπουδαιότητας στην εξέλιξη του πολέμου
Μία μέρα μετά την υπογραφή του συμφώνου, ανήσυχοι Βρετανοί και Γάλλοι ζητάνε εξηγήσεις από τη Σοβιετική κυβέρνηση, η οποία απαντά με οριστική παύση των διαπραγματεύσεων. Στις 25 Αυγούστου στο Λονδίνο, η Μεγάλη Βρετανία υπογράφει αμυντική συμφωνία με την Πολωνία, η οποία προέβλεπε την αμοιβαία βοήθεια μεταξύ των χωρών σε περίπτωση εμπλοκής με άλλη ευρωπαϊκή δύναμή, εννοώντας φυσικά τη Γερμανία. Η συμφωνία αυτή εκπλήσσει τον Χίτλερ, ο οποίος αναβάλει την προγραμματισμένη επίθεση στη Πολωνία από τις 26 Αυγούστου, για τη 1η Σεπτεμβρίου

Η αποτυχία της προσπάθειας συνένωσης των Δυτικών κρατών και της ΕΣΣΔ απομάκρυνε προσωρινά από τον Χίτλερ τον μόνο κίνδυνο που πραγματικό φοβόταν, δηλαδή το κοινό μέτωπο των μεγάλων Δυνάμεων εναντίων της Γερμανίας ή αλλιώς τον πόλεμο σε δύο μέτωπα. Από την άλλη μεριά, οι Δυτικές δυνάμεις έχασαν έναν πολύ ισχυρό σύμμαχο, τη Σοβιετική Ένωση. Η Γερμανία παραβίασε το Σύμφωνο αυτό στις 22 Ιουνίου 1941 με την επίθεσή της στη Σοβιετική Ένωση ΠΗΓΗ