Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα το κύριο ζητούμενο για την Κύπρο είναι να διαφοροποιηθούν οι όροι του Μνημονίου

του Ανδρέα Θεοφάνους*

Είναι εκπληκτικό πως ενώ, η Κύπρος κατρακυλά προς χειρότερες οικονομικές εξελίξεις, η κοινωνία παραμένει αδρανής. Η πολιτική ηγεσία της χώρας ακολουθεί συνταγές οι οποίες οδηγούν στον όλεθρο και δεν προβληματίζεται για εναλλακτικές προσεγγίσεις. Αντίθετα αντί για προβληματισμό για τα τεκταινόμενα υπάρχει μια επικοινωνιακή εκστρατεία για καθησυχασμό των πολιτών και ωραιοποίηση των δεδομένων. Όμως όσο αφορά την ουσία η αδράνεια που παρατηρείται είναι πρωτοφανής. Υπάρχει ένας τεράστιος φαύλος κύκλος – μεγάλη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, τεράστια προβλήματα ρευστότητας, αυξανόμενα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και απουσία εμπιστοσύνης στις τράπεζες. Παρά ταύτα η κυβέρνηση σύμφωνα με τις οδηγίες της Τρόικα ακολουθεί μια πολύ αυστηρή οικονομική πολιτική λιτότητας. 

Η πολιτική αυτή όπως εκφράζεται με τον προϋπολογισμό του 2014 με τις μειωμένες δαπάνες, τις μειώσεις μισθών και τις αυξημένες φορολογίες εξ ορισμού συρρικνώνει την κατανάλωση, τις επενδύσεις, αυξάνει την ανεργία καθώς και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Τα δεδομένα αυτά οδηγούν σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση όπου, μεταξύ άλλων, ενδεχομένως οι τράπεζες να αντιμετωπίσουν προβλήματα ρευστότητας και πιθανώς να προκύψει ξανά ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης.

Η ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνεται ενώ παράλληλα θα παρατηρείται δημογραφική αιμορραγία.  Εκ των πραγμάτων το δημόσιο χρέος θα σημειώνει σταδιακή αλλά σταθερή αύξηση.  Με τη βαθειά κρίση δεν θα είναι δυνατό να αποπληρώνονται τα ιδιωτικά χρέη.  Αντίθετα θα υπάρχουν εκποιήσεις περιουσιών και κοινωνική αποσύνθεση.

Το έχουμε δει αυτό να συμβαίνει με κάποιες παραλλαγές και σε άλλες χώρες. Ο Καθηγητής Martin Feldstein που διετέλεσε Σύμβουλος του Προέδρου Reagan και μέλος Συμβουλίων Οικονομικής Πολιτικής μεταγενέστερων Προέδρων υπογραμμίζει σε σχέση με την Αργεντινή (M., Feldstein, “Argentina’s Fall”, Foreign Affairs, vol. 81, no. 2, March/April 2002, pp. 8-14) ότι η πρόσδεση του πέσο με το δολάριο το 1991  και η εμμονή σε αυτή την πολιτική σε συνδυασμό με τον υψηλό δανεισμό οδήγησαν στη χρεοκοπία της χώρας.  Τα προβλήματα διαφάνηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 90 αλλά η κυβέρνηση της Αργεντινής δεν τολμούσε να εγκαταλείψει την πολιτική της πρόσδεσης με το δολλάριο.  Και τούτο επειδή υπήρχε ο φόβος για μεγάλη υποτίμηση και έξαρση του πληθωρισμού με αρνητικές συνέπειες σε άλλα δεδομένα.

Ταυτόχρονα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μεταξύ άλλων, έδινε συνταγές αυστηρής λιτότητας οι οποίες επιδείνωσαν την κρίση.  Όταν δεν μπορούσε να υπάρξει άλλος δανεισμός επήλθε η απόλυτη κατάρρευση την 1η Ιανουαρίου 2002. Τότε η υποτίμηση του πέσο ήταν αναπόφευκτα πολύ μεγαλύτερη.  Εάν η Αργεντινή τερμάτιζε την πρόσδεση του πέσο με το δολλάριο ενωρίτερα όπως υπογραμμίζει ο Feldstein, δηλαδή το 1997, 1998 ή ακόμα το 1999, τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ καλύτερα ή τουλάχιστον λιγότερο αρνητικά.  Το μέγεθος της υποτίμησης και του πληθωρισμού που θα προέκυπταν θα ήταν χαμηλότερος.  Όμως επρυτάνευσε η λογική του ΔΝΤ με καταστροφικές συνέπειες.  Ούτως ή άλλως ακολούθησε η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας και σε λιγότερο από 12 μήνες υπήρξε αύξηση του ΑΕΠ κατά 8%. Δυστυχώς όμως για τη χώρα δεν συνεχίστηκαν οι μεταρρυθμίσεις. Εκείνο το οποίο έπρεπε να γίνει ενωρίτερα ήταν ο τερματισμός της πρόσδεσης του πέσο με το δολλάριο και μια ορθολογιστική δημοσιονομική πολιτική με αντισταθμιστικές αναπτυξιακές δαπάνες για οποιαδήποτε αποκοπή δημοσίων δαπανών και λίπους.  Ταυτόχρονα θα έπρεπε να συνεχίζοντο οι μεταρρυθμίσεις για την αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. 

Ενώ η κάθε περίπτωση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά χρειάζεται να αξιολογούμε όλα τα δεδομένα ανάλογα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ποιο είναι το μάθημα για την Κύπρο;  Εάν όντως η αυστηρή προσκόλληση στο Μνημόνιο εμβαθύνει την κρίση και στα πλαίσια αυτά υπάρξουν επιπρόσθετες ανάγκες δανεισμού για ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών και κάλυψης δημοσιονομικών αναγκών η χρεοκοπία θα είναι απόλυτη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η προσφυγή σε εθνικό νόμισμα θα είναι αναπόφευκτη και με πολύ χειρότερους όρους.  Από το 1996 η Αργεντινή παρέμεινε προσκολλημένη στην πολιτική πρόσδεσης του πέσο με το δολλάριο και της δρακόντειας λιτότητας για να αποφύγει την υποτίμηση και τον υπερπληθωρισμό.  Όταν όμως χρεοκόπησε η Αργεντινή οι συνέπειες ήταν πολύ χειρότερες.

Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα το κύριο ζητούμενο για την Κύπρο είναι να διαφοροποιηθούν οι όροι του Μνημονίου.  Η κυβέρνηση θα πρέπει να επιδιώξει τουλάχιστον και μεταξύ άλλων να υπάρξουν μειωμένες αντί αυξημένες φορολογίες για να πάρει η οικονομία ανάσες.  Εάν η Τρόικα επιμένει τότε η κυβέρνηση πρέπει να προβληματισθεί για πιο ριζοσπαστικές προσεγγίσεις περιλαμβανομένου και της προσωρινής υιοθέτησης εθνικού νομίσματος παράλληλα με το Ευρώ. Τα δεδομένα θα είναι πολύ χειρότερα εάν αντί συγκροτημένης προσωρινής υιοθέτησης εθνικού νομίσματος επέλθει κατάρρευση και ως εκ τούτου αναγκαστική προσφυγή σε εθνικό νόμισμα.

* Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.