Ανάλυση του αμερικανικού ινστιτούτου Stratfor Που δημοσιεύτηκε στον Τύπο της Κυριακής* 

Από στρατηγική άποψη, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία έχουν διαφορετικές προσδοκίες για το μέλλον της Ευρώπης. Το Λονδίνο έχει παραδοσιακά προσπαθήσει να αποτρέψει την εμφάνιση μιας ενιαίας ηπειρωτικής δύναμης στην Ευρώπη και έχει περιστασιακά χρησιμοποιήσει την συμμετοχή του στην ΕΕ ως αντιστάθμισμα στην επιρροή της Γερμανίας και της Γαλλίας στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Από την πλευρά της, η Γερμανία ενδιαφέρεται για μεγαλύτερη (στενότερη) ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η στρατηγική του Βερολίνου έγκειται στην εδραίωση της συμμαχίας της με τη Γαλλία και στην ενίσχυση της κοινής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της νομισματικής ένωσης, προκειμένου να επεκτείνει την δική του πολιτική και οικονομική υπεροχή, ιδίως στο παραδοσιακό πεδίο μάχης της Ευρώπης, την περιοχή της Βόρειας Ευρώπης.

Αυτός είναι ο λόγος που οι κυβερνήσεις Βρετανίας και Γερμανίας είχαν τόσο διαφορετικές αντιδράσεις στην οικονομική κρίση της Ευρώπης. Το Λονδίνο θεωρεί ότι η ολοκλήρωση έχει προχωρήσει υπερβολικά πολύ (έχει παρατραβήξει) και ότι τα εθνικά κοινοβούλια θα πρέπει να διεκδικήσουν εκ νέου ορισμένες εξουσίες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που διέπουν την εργατική νομοθεσία και τη μετανάστευση. Το Βερολίνο πιστεύει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να έχει μεγαλύτερο έλεγχο της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών μελών, ώστε να προλαμβάνει τα υπερβολικά ελλείμματα και τα ανεξέλεγκτα επίπεδα του δημόσιου χρέους.

Περιθώριο για συμβιβασμό

Παρά τις στρατηγικές τους διαφορές, Λονδίνο και Βερολίνο έχουν παρόμοιες απόψεις για πολλά ζητήματα. Η Γερμανία θεωρεί το Ηνωμένο Βασίλειο ως ένα σημαντικό πολιτικό και ιδεολογικό αντίβαρο για τη Γαλλία και τις υπόλοιπες τάσεις προστατευτισμού της νότιας Ευρώπης. Όπως η Γερμανία, αντίστοιχα και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένθερμος υπερασπιστής της συμφωνίας περί ελευθέρων συναλλαγών στην Ευρώπη, απορρίπτοντας την υπερβολική γραφειοκρατία και τις δαπάνες σε υπερεθνικό επίπεδο.

Αξίζει να σημειωθείότι η Γαλλία θεωρεί το Ηνωμένο Βασίλειο ως αντίβαρο στη Γερμανία. Το Παρίσι ανησυχεί για σταδιακή εδραίωση του Βερολίνου ως τη μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική δύναμη της Ευρώπης. Αυτός είναι ο λόγος που Γαλλία και Γερμανία – μαζί με τη Βρετανία, οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης – ενδιαφέρονται για την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου εντός του ηπειρωτικού μπλοκ: Διότι παρέχει μια σχετική ισορροπία δυνάμεων.

Η γερμανική και η βρετανική κυβέρνηση βρίσκονται επίσης υπό πίεση από τους ευρωσκεπτικιστές στο εσωτερικό, γεγονός που οφείλεται εν μέρει στην έλλειψη δημοκρατικής ευθύνης/λογοδοσίας στο μπλοκ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το βρετανικό αντιευρωπαϊκό κόμμα των Ανεξαρτήτων βρίσκεται σε άνοδο. Στη Γερμανία, ορισμένα μέλη του κυβερνώντος χριστιανοδημοκρατικού κόμματος παραμένουν επιφυλακτικοί αναφορικά με την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, καθώς οι αποφάσεις του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και η σχετική άνοδος της δημοτικότητας του ευρωσκεπτικιστικού κόμματος "Εναλλακτική για την Γερμανία" δείχνουν ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εξακολουθεί να είναι υπό αμφισβήτηση στη χώρα.

Όπωςοι βρετανοί ομόλογοί τους, οι Γερμανοί αξιωματούχοι ολοένα και περισσότερο ανησυχούν για το έλλειμμα δημοκρατίας στην ΕΈ και ενδεχομένως να ενδιαφέρονταν να ενισχύσουν το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων. Μπροστά στον αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό, η Γαλλία θα μπορούσε στο τέλος να υποστηρίξει επίσης αυτή την ιδέα. Παράλληλα, υπάρχει χώρος για την επίτευξη συμφωνίας σε θέματα μετανάστευσης. Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία ανησυχούν ολοένα και περισσότερο για τις αρνητικές επιπτώσεις της ελεύθερης διακίνησης προσώπων εντός της Ευρώπης. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήδη προετοιμάζει μέτρα για την πρόληψη της πρόσβασης των αλλοδαπών ανέργων σε κοινωνικές παροχές. Η Γερμανία – και η Γαλλία σε μικρότερο βαθμό – είναι λιγότερο επικριτική με τον λεγόμενο τουρισμό κοινωνικής πρόνοιας, αλλά και οι δύο έχουν πει ότι οι παραβιάσεις της αρχής της ελεύθερης διακίνησης πρέπει να σταματήσουν.

Οι βρετανικές επιλογές

Το Ηνωμένο Βασίλειοέχει τρεις επιλογές για την επαναδιαπραγμάτευση του ρόλου του στην Ευρώπη. Πρώτον, θα μπορούσε να πιέσει για την τροποποίηση όλων των συνθηκών της ΕΕ για τον επαναπατρισμό ορισμένων εξουσιών από τις Βρυξέλλες. Με το αντιευρωπαϊκό αίσθημα σε επίπεδα ρεκόρ, Βερολίνο και Παρίσι δεν θεωρούν ότι αυτή είναι η σωστή στιγμή για μια τέτοια επιλογή. Ορισμένες χώρες είναι υποχρεωμένες από το σύνταγμά τους να θέσουν σε δημοψήφισμα τις τροποποιήσεις της συνθήκης, την ώρα που άλλες πιθανόν να το θέσουν, ώστε να αποφευχθεί η εσωτερική κριτική. Εάν μια χώρα απέρριπτε τις τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος, θα ανάγκαζε τους Ευρωπαίους να ξαναρχίσουν τις διαπραγματεύσεις της Συνθήκης από το μηδέν, όπως συνέβη στην περίπτωση της Γαλλία και της Ολλανδίας, όταν το 2005 μπλόκαραν το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.

Επιπλέον, κάθε φορά που μια νέα συνθήκη αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή επαναδιαπραγμάτευσης, τα κράτη μέλη πιέζουν για εξαιρέσεις, παρεκκλίσεις ή ειδικούς όρους. Σε μια εποχή αυξανόμενου πολιτικού κατακερματισμού στην Ευρώπη, αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερες διαιρέσεις, ειδικά εάν η αλλαγή της Συνθήκης συνέβαινε λόγω των προσπαθειών του Λονδίνου να πάρει πίσω εξουσίες από τις Βρυξέλλες. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να προσπαθήσει να επιδιώξει μετριοπαθείς αλλαγές της Συνθήκης και όχι μια πλήρη αναμόρφωσή της, αλλά και σε αυτή την περίπτωση θα χρειαζόταν η επικύρωση των τροποποιήσεων και από τα 28 μέλη.

Οι κυβερνήσεις Γερμανίας και Γαλλίας πιστεύουν ότιη κρίση πρέπει να σταθεροποιηθεί πριν ξεκινήσει η όποια συζήτηση για μια νέα συνθήκη ή για τις τροποποιήσεις της υπάρχουσας. Και οι δύο χώρες θα έχουν γενικές εκλογές το 2017, συνεπώς, μέχρι την ολοκλήρωσή τους, δεν πρόκειται να γίνουν οι οποιεσδήποτε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμα και τότε, η διαπραγμάτευση, το προσχέδιο και η επικύρωση των ευρωπαϊκών συνθηκών αποτελεί μια χρονοβόρα διαδικασία που θα κρατήσει χρόνια. Και η αλλαγή της συνθήκης απαιτεί ομόφωνη έγκριση, πράγμα που σημαίνει ότι η υποστήριξη της Γερμανίας και της Γαλλίας δεν θα είναι αρκετή για να γίνουν οι αλλαγές που θέλει το Ηνωμένο Βασίλειο.

Με την αλλαγή της συνθήκης να είναι εκτός συζήτησης, η δεύτερη επιλογή του Λονδίνου είναι να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και να διαπραγματευτεί με την Ευρώπη μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Αυτό θα ευχαριστήσει τα ευρωσκεπτικιστικά στοιχεία του Συντηρητικού Κόμματος, αντιβαίνοντας ωστόσο στα στρατηγικά συμφέροντα του Λονδίνου. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα υπόκειται στους περισσότερους κανόνες και τις νόρμες της Ευρώπης, αλλά δεν θα έχει θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτή η κατάσταση έχει ήδη δημιουργήσει προβλήματα στην Ελβετία, η οποία είναι αναγκασμένη στις εμπορικές συναλλαγές με την Ευρωπαϊκή Ένωση να εφαρμόζει τους κανονισμούς που δεν μπορεί να επηρεάσει.

Τέλος, το Λονδίνο θα μπορούσε να προσπαθήσει να ανατρέψει ή να τροποποιήσει τους τομείς της νομοθεσίας που τους θεωρεί απαράδεκτους. Σε αντίθεση με την αλλαγή της συνθήκης, αυτό δεν απαιτεί ομοφωνία, αλλά ειδική πλειοψηφία. Εξακολουθεί να αποτελεί μια σημαντική πολιτική πρόκληση για το Ηνωμένο Βασίλειο – θα πρέπει να πείσει έναν επαρκή αριθμό κρατών μελών και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ακολουθήσουν το παράδειγμά του – αλλά είναι πιο απλό από την αλλαγή της συνθήκης. Παρά το γεγονός ότι και άλλες χώρες, κυρίως στη Βόρεια Ευρώπη, θα στηρίξουν κατά πάσα πιθανότητα τέτοιες πρωτοβουλίες, εντούτοις η πολιτική υποστήριξη της Γερμανίας και της Γαλλίας, λόγω του μεγέθους τους, θεωρείται κρίσιμη. Και εδώ είναι πιθανό το Βερολίνο να προβεί σε υποσχέσεις και προσφορές προς το Λονδίνο.

Καταρρέει το όνειρο για μια ευρωπαϊκή Ομοσπονδία

Η κυβέρνησητης Μέρκελ αναμένεται να κάνει παραχωρήσεις προς τοΛονδίνο σε τομείς που δεν αφορούν την αλλαγή της Συνθήκης. Για παράδειγμα, η Γερμανία θα υποστηρίξει τα σχέδια του Ηνωμένου Βασιλείου να περιορίσει τον τουρισμό κοινωνικής πρόνοιας και θα υποσχεθεί ότι θα δεχθεί τελικά την επαναδιαπραγμάτευση των συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Βερολίνο ελπίζει ότι αυτό θα οδηγήσει τον Κάμερον – ή όποιος βρίσκεται επικεφαλής μετά τις γενικές εκλογές στην Βρετανία το 2015 – να καθυστερήσει ή ακόμη και να ακυρώσει το δημοψήφισμα για την συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι εάν το δημοψήφισμα γινόταν τώρα, θα περνούσε.

Αυτόδεν αποτελεί μακροπρόθεσμη στρατηγική. Αν οι γερμανικές υποσχέσεις θεωρηθούν αρκετά σοβαρές, ο Κάμερον θα μπορούσε να κάνει την επόμενη χρονιά την (προεκλογική του) εκστρατεία με μια πλατφόρμα για την ευρωπαϊκή μεταρρύθμιση. Αλλά αν οι Βρετανοί αρχίσουν να να αισθάνονται ότι η Γερμανία δεν τηρεί τις υποσχέσεις της, η ρητορική ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχιστεί. Αυτή η προσέγγιση είναι πιθανό να οδηγήσει επίσης και άλλες χώρες να ζητήσουν ειδική μεταχείριση, διακινδυνεύοντας περαιτέρω κατακερματισμό του ηπειρωτικού μπλοκ.

Υπάρχει χώρος για την συνύπαρξη Ηνωμένου Βασιλείουκαι ηπειρωτικής Ευρώπης. Το Λονδίνο δεν απορρίπτει την εμβάθυνση της ολοκλήρωσης της ευρωζώνης – απλώς δεν θέλει να επηρεάσει την Βρετανία. Τυχόν νέες συνθήκες ή μεταρρυθμίσεις με σκοπό να κατευνάσουν τους Βρετανούς θα αναγνωρίσουν απλώς την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων: τα όνειρα της Ευρώπης για μια ηπειρωτική ομοσπονδία κατά πάσα πιθανότητα δεν θα πραγματοποιηθούν. Ορισμένες χώρες θα συνεχίσουν να πιέζουν για την ολοκλήρωση, ενώ άλλες θα επιλέξουν να μείνουν μακριά από τη διαδικασία. Αυτό που έχει σημασία είναι πόσες χώρες θα επιλέξουν να ανήκουν στην δεύτερη ομάδα.

*Την 1η Μαρτίου 2014