Γράφει ο Κ.Π.Βλαχοδήμος

Ζώντας για έξι χρόνια τώρα κοινωνικής κατάρρευσης και σχεδόν πλήρους αμφισβήτησης κάθε έννοιας εθνικής ταυτότητας έχουμε καταβληθεί σε έναν ψυχολογικό κόσμο απόγνωσης και κατάθλιψης.

 Το έθνος ψυχορραγεί, καθώς η κοινωνία βρίσκεται σε δυστοκία να βγάλει από τις σάρκες  του ένα τέρας  που γεννιέται από το γενετικό υλικό της, κατά τα συμφέροντα μιας τυραννικής και παράνους μειονότητας, “παγκοσμιοποίησης“. Για μας που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στην πατρίδα μας, όπου και να βρισκόμαστε σήμερα, πελώρια ερωτηματικά ορθώνονται κάθε μέρα. Πώς μπορούμε να ξεφύγουμε; Να ξαναβρούμε την ταυτότητα που μας κληρονόμησαν οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας, με την οποία κατάφεραν να επιβιώσουν ανάμεσα σε αιώνες με τόσες δυσκολίες;

Ας μη βιαστεί κανείς να νομίσει ότι αυτά τα ερωτηματικά  έχουν απαντήσεις βασισμένες σε μεγάλες ιδέες και πάνσοφους που τις σερβίρουν. Στα ερωτηματικά αυτά κατάφεραν να απαντήσουν οι παππούδες μας οι ίδιοι, με πολύ λίγη, αλλά κρίσιμη, βοήθεια από απλούς δασκάλους που έβγαιναν από τα σπλάχνα του έθνους και που οι φιλοδοξίες τους ποτέ δεν αφορούσαν την ανάδειξή τους αλλά την επιβίωση του Ελληνισμού.
 
Επιφανειακά παραδόξως, οι απαντήσεις τους δεν μπορούν να διατυπωθούν εδώ. Ο λόγος απλός. Το κάθε άτομο έδινε τις δικές του. Αλλά όλοι μαζί με τις δράσεις τους σαν απαντήσεις κατάφερναν να κρατήσουν το έθνος ζωντανό. Κι αυτό είναι η απόδειξη ότι απαντήσεις υπήρχαν. Είχαν μια κοινή συνισταμένη που τους κατεύθυνε και αυτή ήταν η ταυτότητα τους, σαν μέλη ενός έθνους που επιβίωσε ανά τους αιώνες. Ήταν η κινητήρια δύναμη που τους ωθούσε και  ήταν αδύνατον να εξηγήσουν. Ήταν αυτό που κληρονόμησαν ζώντας με τούς παππούδες τους και τους γονιούς τους και που αυτοί πήραν από τους δικούς τους. Γι αυτό κάθε προσπάθεια να διατυπωθεί η ταυτότητα ενός έθνους σε μια γραφή είναι άσκοπη και συχνά εξόχως επιζήμια.
 
Αλλά, … αλλά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Το αντίθετο. Όσο διατηρείται η συνύπαρξη γονιών και προγόνων με τα παιδιά τους η εθνική ταυτότητα επιβιώνει. Άλλοτε ορατή, άλλοτε θαμμένη κάτω από στρώματα κατάθλιψης και απόγνωσης όπως σήμερα. Αλλά υπάρχει και βρίσκει την δύναμη και τους τρόπους να κρατήσει το έθνος ζωντανό. Γι αυτό είναι ανάγκη, μπροστά στην πρωτόγνωρη απειλή της ισοπεδωτικής τάσης ¨παγκοσμιοποίησης” των αδυνάτων εθνών, για όσους νοιάζονται σήμερα για την πατρίδα να ερευνήσουν αυτούς τους τρόπους και να τους γνωρίσουν στους σημερινούς  Έλληνες.
 
Οι τρόποι αυτοί ήταν διαχρονικά ανεξάρτητοι από το χρήμα και την δύναμη των ολίγων γιατί δεν ήταν διαθέσιμα στο έθνος στις δύσκολες στιγμές του. Ούτε ακολουθούσαν τους νόμους της « realpolitique » στις σχέσεις με άλλα έθνη. Είχαν πάντοτε σαν βάση την ψυχική δύναμη της ταυτότητας του έθνους και μια δικαιότερη κοινωνία. Ήθελαν χρόνο να καρποφορήσουν αλλά είχαν κάτι κοινό. Κάθε πρωτοβουλία, κάθε ενέργεια γίνονταν για την επιβίωση του έθνους και όχι πρωταρχικά για προσωπικά οφέλη και σαν τέτοια γίνονταν παράδειγμα προς μίμηση. Τα άτομα που συνέβαλλαν, τους μαθαίνουμε σαν δωρητές, σε υλικά η πνευματικά μέσα. Οι ίδιοι όμως εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους στην πατρίδα που τους έθρεψε.
 
Για σήμερα αυτές οι εμπειρίες πρέπει να μας φωτίσουν για να ξυπνήσουμε τον Έλληνα που σίγουρα υπάρχει μέσα μας. Το άτομο που γεννήθηκε μέσα στο φώς και την μελωδία και που τον εφοδίασαν με μια σχεδόν αχαλίνωτη φαντασία. Με τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας που διαθέτουμε να φωτίζουμε όσον το δυνατόν περισσότερο τις ανιδιοτελής πρωτοβουλίες τέτοιων ατόμων και ομάδων που πονούν και εργάζονται αόρατοι για την πατρίδα. Η επιθυμία αυτών των ανθρώπων δεν είναι να προβληθούν οι ίδιοι αλλά οι πρωτοβουλίες τους σαν παράδειγμα συνδρομής στον αγώνα της επιβίωσης του έθνους. Αυτοί έχουν καταφέρει να ξεθάψουν την ταυτότητα τους.
 
Το παράδειγμα είναι ανώτατη διέγερση στην ψυχή του Έλληνα για να πάρει δίκες πρωτοβουλίες που ξαφνιάζουν. Αυτό είναι που θα γεννήσει πραγματικά την ελπίδα μέσα από την φαντασία. Η έκπληξη για όλους που μας παρακολουθούν.
 
Όλοι πρέπει να φωτίσουμε το παράδειγμα, μας αφορά και μας εμπνέει.