Του Βίκτωρα Νέτα

Ήρθε στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, όχι γιατί πονάει την Ελλάδα και τους Έλληνες, αλλά για τα γερμανικά συμφέροντα. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι σταθερή ιστορική επιδίωξη της Γερμανίας είναι να επεκτείνει και να εδραιώσει την επιρροή και την ηγεμονία της στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, όπως φάνηκε και από τη στάση της στο θέμα της Ουκρανίας, θέλει, δηλαδή, μια γερμανική Ευρώπη και όχι μια ευρωπαϊκή Γερμανία, ισότιμη με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ήρθε, λοιπόν, η κυρία Μέρκελ για να δογματίσει ότι «οι Έλληνες έχουν περάσει δύσκολα και θα περάσουν ακόμη δύσκολα, αφού το πρόγραμμα δεν έχει ολοκληρωθεί». Ήρθε και για να προειδοποιήσει ότι: «Θα δούμε τη βιωσιμότητα του χρέους βήμα προς βήμα. Οι συζητήσεις για την αντιμετώπιση του χρέους θα γίνουν το φθινόπωρο σε εντελώς διαφορετικό κλίμα». Παρ' όλο που δήλωσε η κυρία Μέρκελ «ότι είναι πολύ αισιόδοξη», η επίσκεψη και όσα είπε δημόσια δεν έκαναν καθόλου αισιόδοξους τους Έλληνες, που ανεβαίνουν εδώ και τέσσερα χρόνια τον δικό τους Γολγοθά, χωρίς να γνωρίζουν ή να έχουν κάποιες ενδείξεις πότε και πώς θα έρθει η Ανάσταση.

Η θριαμβολογία της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου μετά την έξοδο στις αγορές, με την υπογράμμιση ότι αυτό σημαίνει «πιο φτηνό χρήμα στις επιχειρήσεις , δεν φαίνεται να έχει άμεσο αντίκρισμα στους Έλληνες, που θα περάσουν ακόμη δύσκολα», κατά την κυρία Μέρκελ, και την προς αυτήν διαβεβαίωση του κυρίου Σαμαρά ότι «οι μεταρρυθμίσεις θα ολοκληρωθούν» .

Η Γερμανίδα καγκελάριος ήρθε, συζήτησε και απήλθε, αφού έκανε τη «δουλειά» της με συστάσεις, αφήνοντας ανοιχτό και το μέγα ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων και των οφειλών από τα κατοχικά δάνεια. Το ερώτημα είναι: Τι κάνει η Ελλάδα, τι κάνει η κυβέρνηση για τα κρίσιμα ζητήματα, που είναι η ανάπτυξη, η ανεργία, η εξαθλίωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων. Τι κάνει προπαντός για το μέγα πρόβλημα, που είναι η αναξιοπιστία του κράτους και η εξυγίανση του διαβρωμένου και διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος. Η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, τις οποίες επέβαλε η τρόικα των δανειστών, δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα της εξυγίανσης του πολιτικού συστήματος, αν δεν γίνουν βαθιές τομές και ανατροπές.

Ανατροπές δεν μπορεί να γίνουν, αν δεν αναθεωρηθεί το Σύνταγμα. Έτσι θα γίνει το πρώτο αποφασιστικό βήμα για την εξυγίανση του πολιτικού συστήματος με τη θεσμοθέτηση σταθερών κανόνων λειτουργίας του. Σε λίγες μέρες, που θα είναι η μαύρη επέτειος της 21ης Απριλίου, καλό είναι να θυμηθούμε πώς καταλύθηκε τότε η Δημοκρατία.

Το μεταπολεμικό και ειδικά το μετά τον εμφύλιο καθεστώς εξέθρεψε ένα παρακράτος, στο όνομα «της αντιμετώπισης του κομμουνιστικού κινδύνου», που γιγαντώθηκε, έγινε τέρας και τελικά με επικεφαλής τους συνταγματάρχες κατέλυσε το κράτος, λίγο πριν το καταλύσει το Παλάτι με τους στρατηγούς.

Η Δημοκρατία ήταν απροστάτευτη. Και δυστυχώς ακόμη και κορυφαίοι πολιτικοί της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, έβλεπαν ως μόνη λύση σωτηρίας της Δημοκρατίας μια εκτροπή, δηλαδή δικτατορία. Από το Παρίσι σε μακρά επιστολή του στις 10 Μαΐου 1966 προς τον Κωνσταντίνο Τσάτσο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έγραφε: «Χωρίς να σχολιάσω τα όσα απερίγραπτα συνέβησαν από τριετίας εις τον τόπον μας και τα οποία αποτελούν σαφή συμπτώματα εθνικής κρίσεως, θα συνεβούλευα εις γενικάς γραμμάς: Να σχηματισθή κυβέρνησις από ικανά και κατάλληλα διά την περίπτωσιν πρόσωπα, η οποία να εξουσιο δοτηθή από την Βουλήν ή, της Βουλής αρνουμένης, από τον βασιλέα, όπως ασκούσα εκτάκτους εξουσίας και εντός ευλόγου χρόνου: 1) Προβή εις τολμηράν αναθεώρησιν του Συντάγματος (…)».

Απαντώντας στην επιστολή αυτή ο Κων. Τσάτσος θα γράψει: «Εισηγούμεθα, λοιπόν, παρεκτροπήν από το πολίτευμα και μιαν προσωρινήν δικτατορίαν – ίσως ενός έτους». Στην απάντησή του (26 Οκτωβρίου 1966) ο Κων. Καραμανλής θα μιλήσει ανοιχτά για δικτατορία υπογραμμίζοντας: «Φοβούμαι ότι εις το σημείον που έφθασαν τα πράγματα, δεν αποκλείεται να οδηγηθείτε, χωρίς να το θέλετε, σε κάποιο είδος παρεκτροπής» (Αρχείο Κων. Καραμανλή, τόμος 6ος, σελ. 219 και επόμενες).

Μετά την επτάχρονη δικτατορία το Σύνταγμα του 1975 άφησε περιθώρια για να λειτουργήσει ένα σύστημα παραεξουσίας, όπως αποκαλύφθηκε με την υπόθεση Μπαλτάκου, αλλά και παράθυρα για τη διαπλοκή, τη συναλλαγή, τη διαφθορά, την αδιαφάνεια και τον πλημμελή έλεγχο, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η χώρα στην υπερχρέωση και την οικονομική κρίση με τις γνωστές δραματικές συνέπειες.

Οφείλουν να συμφωνήσουν όλα τα κόμματα η επόμενη Βουλή να είναι αναθεωρητική, οπότε και θα μπορεί να αρχίσει η εξυγίανση του πολιτικού συστήματος

efsyn.gr