του Σταύρου Λυγερού
 
Παραδοσιακά, οι Έλληνες ψηφίζουν πιο χαλαρά στις ευρωεκλογές, γεγονός που ευνοεί τα μικρά κόμματα. Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα διαφέρουν. Από τις ευρωκάλπες δεν θα προκύψουν γενικά και αφηρημένα κάποια συμπεράσματα για τον συσχετισμό δυνάμεων. Με άλλα λόγια, δεν θα έχουμε μία γιγαντιαία δημοσκόπηση, αλλά τη μάχη που ουσιαστικά θα κρίνει την επιβίωση της κυβέρνησης Σαμαρά και σε μεγάλο βαθμό την έκβαση των εθνικών εκλογών.

 
Όλες σχεδόν οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι πρώτο κόμμα στις 25 Μαϊου θα έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μία εκλογική νίκη με μικρή διαφορά, όμως, δεν θα είναι πραγματική πολιτική νίκη για την Κουμουνδούρου.

Πρώτον, επειδή οι ψηφοφόροι μπορούν στις ευρωκάλπες να εκδηλώσουν χωρίς άμεσες επιπτώσεις την οργή τους. Δεύτερον, επειδή όταν θα έρθει η ώρα των εθνικών εκλογών, η ΝΔ, με την αμέριστη υποστήριξη των εγχώριων αρχουσών ελίτ, του κατεστημένου μιντιακού συστήματος και του ευρωιερατείου, θα καλλιεργήσει σε βαθμό υστερίας τον φόβο και θα προβάλει εκβιαστικά διλήμματα για να υφαρπάξει την ψήφο.

Όσο πιο μικρή θα είναι η διαφορά στις ευρωεκλογές τόσο πιο αμφίρροπη θα είναι η μάχη για την εξουσία. Και αντιστρόφως, όσο πιο μεγάλη είναι η διαφορά υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ τόσο πιο εύκολη θα είναι η νίκη του στις εθνικές εκλογές. Αν και είναι δύσκολο να ορίσει κανείς με ακρίβεια τη διαφορά πάνω από την οποία θα προκληθεί το φαινόμενο της εκλογικής χιονοστιβάδας, το όριο είναι οι 4-5 μονάδες.
Η κατάρρευση του παραδοσιακού δικομματισμού το 2012 ήταν το πρώτο αποτέλεσμα της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής που έχει προκαλέσει το Μνημόνιο. Αυτός είναι ο λόγος που ένα μικρό κόμμα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση και μάλιστα με μικρή διαφορά από τη ΝΔ. Ο ίδιος λόγος μετέτρεψε μία μέχρι τότε απολύτως περιθωριακή οργάνωση, όπως η Χρυσή Αυγή, σε μικρομεσαίο κόμμα με ανοδική δυναμική.
Η κυβέρνηση Σαμαρά έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της την προεκλογική δέσμευση του 2012 ότι θα επαναδιαπραγματευθεί το Μνημόνιο. Εφάρμοσε τις εντολές της Τρόικας με αποτέλεσμα την επιδείνωση της ήδης δραματικής κατάστασης. Σ’ αυτές τις –τόσο ευνοϊκές για αξιωματική αντιπολίτευση– συνθήκες, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε όχι μόνο να έχει καλύψει τη διαφορά των τριών μονάδων που τον χώριζαν από τη ΝΔ το 2012, αλλά και να έχει αποκτήσει καταλυτικό δημοσκοπικό προβάδισμα.
Θα ήταν άδικο να παραγνωρίσει κανείς τον πόλεμο που η Κουμουνδούρου δέχεται από τα κατεστημένα ΜΜΕ. Κάθε στραβοπάτημά του διογκώνεται και υπερπροβάλλεται. Συχνά, οι δηλώσεις στελεχών του παραποιούνται για να δώσουν πάτημα σε προπαγανδιστικές επιθέσεις. Όλα αυτά, όμως, μόνο εν μέρει εξηγούν την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να κεφαλαιοποιήσει πολιτικοεκλογικά τη διάχυτη και έντονη κοινωνική οργή. Η βασική αιτία της αδυναμίας του είναι το γεγονός ότι δεν έχει καταφέρει να πείσει καλοπροαίρετους ψηφοφόρους, ούτε ψηφοφόρους του, ότι αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης. Για την ακρίβεια, ότι μπορεί με ασφάλεια και ομαλότητα να απαλλάξει την ελληνική κοινωνία από τις μνημονιακές πολιτικές.
Στην πραγματικότητα, στο εκλογικό σώμα συνυπάρχουν δύο αντίθετες τάσεις. Η πρώτη είναι αυτή που προαναφέραμε και η οποία λειτουργεί σαν ανασταλτικός παράγοντας όσον αφορά την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ. Η δεύτερη ρίχνει νερό στον μύλο της Κουμουνδούρου. Λόγω της διαρκούς συσσώρευσης οικονομικών και κοινωνικών ερειπίων, η ανατροπή της μνημονιακής κυβέρνησης καθίσταται ζωτική ανάγκη για ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του εκλογικού σώματος. Κι αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εξωθούνται σε υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι ευρωκάλπες θα δείξουν ποια θα είναι η συνισταμένη των δύο αυτών δυνάμεων που επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Αντί η Κουμουνδούρου να κάνει ό,τι μπορεί για να αμβλύνει τις δικαιολογημένες επιφυλάξεις των ψηφοφόρων, δεν είναι λίγες οι φορές που βάζει τρικλοποδιά στον εαυτό της. Αρκετά από τα όπλα που χρησιμοποιούν οι μνημονιακοί για να την πλήξουν τους τα έχει προσφέρει η ίδια.
Αυτός είναι ο λόγος που –τουλάχιστον σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να προσελκύσει την αναγκαία κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων, ώστε να προκαλέσει το φαινόμενο της εκλογικής χιονοστιβάδας. Εάν, πάντως, οι ευρωκάλπες καταγράψουν διαφορά πάνω από 4-5 μονάδες το τωρινό κλίμα πολιτικής αμφιθυμίας θα αντικατασταθεί από τον άνεμο της επικείμενης κυβερνητικής αλλαγής. Οι διάσπαρτες σήμερα επιφυλάξεις θα έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα, γεγονός που θα οδηγούσε στο περαιτέρω άνοιγμα της ψαλίδας.
Η ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων διδάσκει πως όταν η αξιωματική αντιπολίτευση αποκτούσε και παγίωνε το προβάδισμά της στις δημοσκοπήσεις κέρδιζε με ακόμα μεγαλύτερη διαφορά τις εκλογές. Κι αυτό, επειδή κυριαρχούσε το κριτήριο της κυβερνητικής αλλαγής, το οποίο διαμόρφωνε πλειοψηφικό ρεύμα.Η μάχη των ευρωεκλογών και πολύ περισσότερο η μάχη των εθνικών εκλογών, όμως, δεν είναι συνηθισμένες εκλογικές αναμετρήσεις.Δεν συγκρούονται ιδεολογικές προτιμήσεις και παραδοσιακές κομματικές ταυτίσεις. Συγκρούονται ο φόβος κατά κανόνα των εύπορων κοινωνικών στρωμάτων με την οργή όσων έχουν ελάχιστα πλέον να χάσουν.

 

Δεδομένου ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα προκαθορίσει σε μεγάλο βαθμό την έκβαση των εθνικών εκλογών, η επικείμενη αναμέτρηση προσλαμβάνει στοιχεία ολοκληρωτικού πολιτικού πολέμου. Το διακύβευμα, άλλωστε, δεν είναι μόνο η εγχώρια εξουσία. Επειδή η ελληνική κρίση είναι η κορυφή του παγόβουνου της ευρωπαϊκής κρίσης, θα κριθούν πολλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτός είναι ο λόγος που δίνουν τα ρέστα τους για να αποτρέψουν τη νίκη του Τσίπρα όχι μόνο οι εγχώριες άρχουσες ελίτ, αλλά και το ευρωιερατείο.