Από το Stratfor– Συνεργασία με τον Τύπο της Κυριακής

Στις 13 Ιουλίου, ο αμερικανός υπουργός των εξωτερικών Τζον Κέρι και ο Γερμανός ομόλογός του Frank-Walter Steinmeier συναντήθηκαν για να κατευνάσουν την ένταση μεταξύ των χωρών τους, που προκάλεσε η φερόμενη υπόθεση κατασκοπείας των ΗΠΑ στη Γερμανία. Οι ισχυρισμοί οδήγησαν σε τριβές εβδομάδων, την ώρα που η Γερμανία είχε ξεκινήσει την αναμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής, επιδιώκοντας την ισορροπία μεταξύ των στρατιωτικών και πολιτικών δεσμών της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και των εμπορικών και ενεργειακών δεσμών της με τη Ρωσία.

Δυόμισι δεκαετίες μετά την επανένωση, η Γερμανία αρχίζει να αναπτύσσει μια πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, μια ιδέα, για την οποία οι ηγέτες της χώρας θεωρούν ότι διαθέτει εκλογικό πλεονέκτημα. Αν και δεν αναμένεται να χαλάσει η σχέση Γερμανίας και Ηνωμένων Πολιτειών, στα επόμενα χρόνια το Βερολίνο θα επιλέξει τον τρόπο που θα δυσκολέψει επιλεκτικά τον Λευκό Οίκο.

Ανάλυση

Επιφανειακά, οι πρόσφατες εντάσεις μεταξύ της Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών φαίνεται να αφορούν τις υποτιθέμενες υποθέσεις κατασκοπείας των ΗΠΑ στη Γερμανία. Οι αμερικανογερμανικές σχέσεις οξύνθηκαν πέρυσι με το σκάνδαλο της NSA, με πολλές δημοσκοπήσεις να  δείχνουν ότι το συγκεκριμένο γεγονός έπληξε την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών στη Γερμανία. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας στα τέλη του 2013, τα κόμματα της αντιπολίτευσης επέκριναν την ήπια αντίδραση της Γερμανίδας Καγκελαρίου Μέρκελ στο σκάνδαλο της NSA, καλώντας το Βερολίνο να ακολουθήσει μια πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, βάζοντας τέλος στην αυτόματη ευθυγράμμιση με τον Λευκό Οίκο.

Ένα χρόνο μετά το σκάνδαλο της NSA, και την υποτιθέμενη παρακολούθηση των κινητών τηλεφώνων της Μέρκελ, οι πρόσφατες αποκαλύψεις ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να κατασκοπεύουν τους γερμανούς αξιωματούχους και τα θεσμικά όργανα, έχουν προκαλέσει μεγάλη δυσφορία στο Βερολίνο. Υπό των πίεση των ΜΜΕ, της αντιπολίτευσης και μελών της του κυβερνώντος συνασπισμού, στις 10 Ιουλίου η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να δράσει, ζητώντας από τον εκπρόσωπο των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών στην πρεσβεία των ΗΠΑ να εγκαταλείψει τη χώρα.

Η απόφαση ήταν καθαρά πολιτική. Οι Γερμανικές αρχές επανειλημμένα έχουν πει ότι τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν για τις δύο περιπτώσεις που αναφέρθηκαν στις αρχές Ιουλίου δεν ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητα. (Η μια περίπτωση αφορούσε ένα μέλος της υπηρεσίας πληροφοριών της Γερμανίας, το οποίο φέρεται να πωλούσε πληροφορίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, και η δεύτερη φέρεται να αφορούσε ένας εργαζόμενο στο Υπουργείο Άμυνας). Όμως, η απλή πρόταση ότι οι Αμερικανοί εξακολουθούν να κατασκοπεύουν τους Γερμανούς ήταν ικανή για να αναγκάσει την κυβέρνηση Μέρκελ να αντιδράσει.

Αυτά ωστόσο είναι μόνο τα επιφανειακά. Κάτω από αυτά τα σκάνδαλα, υπάρχει μια βαθύτερη διαδικασία: Η Γερμανία επιδιώκει να αναπτύξει μια πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.

Οι προηγούμενες θέσεις του Βερολίνου

Από ιστορικής άποψης, η πλήρης ευθυγράμμιση της Γερμανίας με τη Δύση είναι σχετικά ασυνήθιστη. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης στην καρδιά της Βόρειας Ευρώπης η Γερμανία παραδοσιακά έχει σχεδιάσει την εξωτερική πολιτική της με το ένα μάτι στραμμένο στον μεγάλο δυτικό γείτονά της, τη Γαλλία, και το άλλο στη Ρωσία. Από τη δημιουργία του Βασιλείου της Πρωσίας και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 18ου αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας εναλλάσσονται από σχέσεις εγκαρδιότητας, ακόμη και συμμαχίας μέχρι σχέσεις τριβής και πολέμου. Οι Ρώσοι παραδοσιακά έλκονται αλλά και φοβούνται τη βιομηχανική και επιστημονική δύναμη της Γερμανίας, ενώ οι Γερμανοί συχνά αντιμετωπίζουν την Ρωσία ως αντίβαρο για τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστρία, παρά την απειλή της επεκτατικών επιθυμιών της Ρωσίας στην Κεντρική Ευρώπη.

Ο Β 'Παγκόσμιος και ο Ψυχρός Πόλεμος άλλαξαν απότομα τα πράγματα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανεδείχθησαν ως στρατιωτική, πολιτική και οικονομική δύναμη στην Ευρώπη, επηρεάζοντας σημαντικά τους γεωπολιτικούς υπολογισμούς σε ολόκληρη την ήπειρο. Με τη Γερμανία κατεχόμενη και διηρημένη, η Δυτική Γερμανία δεν είχε πολλές επιλογές, παρά να ευθυγραμμιστεί αυτόματα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δυτική Ευρώπη. Μέρος αυτής της τάσης, ήταν η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και η προσχώρηση της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ. Αυτό δεν ήταν κάτι ευχάριστο για το  γερμανικό πολιτικό κατεστημένο, που έκανε προσπάθειες να επικοινωνήσει με την Ανατολή με μια σειρά από πρωτοβουλίες, οι οποίες συνήθως αναφέρονται ως «Ostpolitik." Η συμμαχία όμως της Δυτικής Γερμανίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες παρέμεινε προεπιλογή της εξωτερικής πολιτικής της.

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την επανένωση της Γερμανίας, το Βερολίνο δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα στην εξισορρόπηση των σχέσεών της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία. Ο ανταγωνισμός μεταξύ του Λευκού Οίκου και του Κρεμλίνου δεν ήταν ανυπέρβλητος. Πιο σημαντικό, η Ρωσία ήταν αδύναμη και βυθισμένη στα εσωτερικά προβλήματα. Η απόφαση της Γερμανίας να μην στηρίξει την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 οδήγησε σε κάποια ένταση μεταξύ του Βερολίνου και της Ουάσιγκτον, αλλά εκείνη την εποχή τα πράγματα ήταν ήσυχα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ρωσία συνέχιζε να ανακάμπτει από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.

Η εξέλιξη της Γερμανίας

Από τότε οι συνθήκες έχουν αλλάξει σημαντικά. Η οικονομική κρίση στην Ευρώπη οδήγησε σε πολιτική κρίση, και η Ευρωπαϊκή Ένωση κατακερματίστηκε σοβαρά. Οι ενέργειες της Ρωσίας, πρώτα στην Γεωργία το 2008 και, πιο πρόσφατα, στην Κριμαία, έδειξαν στους Ευρωπαίους ότι, αν και εξακολουθεί να είναι σχετικά αδύναμη, η Ρωσία είναι πολύ πιο πρόθυμη να δράσει από ότι ήταν στη δεκαετία του 1990 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Την ίδια στιγμή, από την επανένωσή της, οι πολιτικοί και επιχειρηματικοί ηγέτες της Γερμανίας έχουν ξανα-ανακαλύψει τα οφέλη από τους στενούς δεσμούς με τη Μόσχα. Αυτοί οι δεσμοί εξηγούν την απροθυμία του Βερολίνου να επιβάλει αυστηρές κυρώσεις στη Ρωσία μετά τα γεγονότα στην Ουκρανία. Επίσης (εξηγεί) τις εγκάρδιες, αλλά τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στο Βερολίνο και την Ουάσιγκτον, και γιατί ορισμένες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ανησυχούν ολοένα και περισσότερο για τις ενέργειες της Γερμανίας, ζητώντας μεγαλύτερη εμπλοκή των ΗΠΑ στην περιοχή.

Η Γερμανία βιώνει επίσης μια δημογραφική μετάβαση. Όσοι γεννήθηκαν στη δεκαετία του 1980 και του 1990 δεν έχουν μνήμες από την σοβιετική κατοχή ή την γενναιοδωρία των ΗΠΑ. Δεν υπέφεραν από τον κομμουνισμό ή επωφελήθηκαν από το Σχέδιο Μάρσαλ. Αυτοί παρακολουθούν αμερικανικές ταινίες, φορούν αμερικανικά ρούχα και ακούν αμερικανική μουσική, αλλά δεν αισθάνονται τόσο συναισθηματικά δεμένοι με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως οι γονείς τους. Γι 'αυτούς, η Γερμανία πρέπει να έχει μια πλήρως ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Η Ιαπωνία, η άλλη μεγάλη δύναμη που νικήθηκε στο Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο, διέρχεται μια παρόμοια διαδικασία.

Παρά τις αλλαγές αυτές, η Γερμανία δεν θα διαλύσει τη συμμαχία της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε θα βγει από το ΝΑΤΟ. Το Βερολίνο εξακολουθεί να θεωρεί τον Λευκό Οίκο, έναν βασικό πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό σύμμαχο. Η απόφαση να ζητήσει από έναν αξιωματούχο των ΗΠΑ να εγκαταλείψει τη Γερμανία είναι μια μικρή, συμβολική χειρονομία, η οποία δεν θα έχει σοβαρές επιπτώσεις. Αλλά θα πρέπει να θεωρηθεί ενδεικτική μιας ευρύτερης τάσης: Οι ημέρες της αυτόματης ευθυγράμμισης τελείωσαν.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Γερμανία έχει σιγά -σιγά αλλάξει την εξωτερική πολιτική της, συμπεριλαμβανομένης και της σχέσης της με τη Μόσχα, διασφαλίζοντας την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της στη Ρωσία, παρά τις παρατεταμένες εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών. Η ευθυγράμμιση αποτελεί μια αντανάκλαση των περιορισμών του Βερολίνου και των στρατηγικών συμφερόντων του. Η Γερμανία είναι οικονομικά συνδεδεμένη με τη Γαλλία και την ευρωζώνη σε μια εποχή βαθιάς οικονομικής πίεσης στην Ευρώπη, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αντέξει μια διακοπή -υποκινούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες- των σχέσεων με την Ρωσία. Εδώ μερικά χρόνια, το γεγονός αυτό έχει επηρεάσει τη σχέση του Βερολίνου με τον Λευκό Οίκο και θα συνεχίσει (να την επηρεάζει).