Επτά περίπου μήνες μετά τις βίαιες εκδηλώσεις στην πλατεία Μεϊντάν και την ανατροπή του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, οι επιπτώσεις της ουκρανικής κρίσης στις τύχες της ίδιας της Ουκρανίας, αλλά επίσης και κυρίως στις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία, γίνονται όλο και πιο ορατές.

Υπό ρωσικό πρίσμα, οι πρώτες αντιδράσεις της Μόσχας στις ουκρανικές εξελίξεις είχαν χαρακτήρα «αμυντικό» – στο μέτρο που τον πρόεδρο Πούτιν ανησύχησε το ενδεχόμενο η Ουκρανία να ενσωματωθεί στο δυτικό γεωστρατηγικό πλέγμα και ειδικότερα στο ΝΑΤΟ – με πιθανές  επιπτώσεις και στην ρωσική βάση της Σεβαστούπολης· και συνακόλουθα να οδηγηθούν σε ναυάγιο και οι φιλόδοξοι σχεδιασμοί του για τη συγκρότηση μιας «Ευρωασιατικής Ένωσης» – με άλλες λέξεις για την ένταξη τέως σοβιετικών δημοκρατιών της Ανατολικής Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας στον χώρο της ρωσικής γεωπολιτικής και οικονομικής επιρροής. [i] 

Η αρχική, εν τούτοις, σύγχυση στους κόλπους του Δυτικού κόσμου περί τον χειρισμό του Ουκρανικού ενθάρρυνε τη ρωσική πλευρά να μετατρέψει – κατά τρόπο χαρακτηριστικό, άλλωστε, τόσο του σοβιετικού, όσο και του τσαρικού παρελθόντος της χώρας – την εικαζόμενη απειλή σε ευκαιρία εξασφάλισης γεωπολιτικών και εδαφικών κερδών· με ακραία εκδήλωση αυτής της προσπάθειας την – υψηλού γεωπολιτικού κινδύνου, αλλά λίαν δημοφιλή στο εσωτερικό της Ρωσικής Ομοσπονδίας – προσάρτηση της Κριμαίας. Προχωρώντας στην οποία, όμως, η Μόσχα διέβη, τρόπον τινά, τον Ρουβίκωνα· καθώς η ανοιχθείσα πληγή στις σχέσεις της, τόσο με το Κίεβο, όσο και με τις δυτικές πρωτεύουσες, δεν δείχνει επουλώσιμη στο εγγύς μέλλον.
Ενώ είναι λίαν πιθανόν ότι τα αύξοντα και στοχευμένα οικονομικά, διπλωματικά, και, έστω και συμβολικά, στρατιωτικά αντίμετρα της Δύσης, σε συνδυασμό και με τον συγκλονισμό της διεθνούς και ειδικότερα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης από την εν συνεχεία κατάρριψη του Μαλαισιανού επιβατικού αεροσκάφους από, όπως όλα δείχνουν, ρωσόφιλα αποσχιστικά στοιχεία, λειτουργούν αποτρεπτικά – τουλάχιστον μέχρι στιγμής – σε σχέση με την πιθανολογούμενη πρόθεση της ρωσικής ηγεσίας να επαναλάβει το κριμαϊκό προηγούμενο στην Ανατολική Ουκρανία. Ωστόσο, εάν το Κίεβο, στην εύλογη προσπάθειά του να ανακτήσει τον έλεγχο της ελεγχόμενης αυτή τη στιγμή από τους αποσχιστές περιοχής του Ντονέτσκ, προσφύγει σε υπερβολική χρήση βίας, αρνούμενο μάλιστα συγχρόνως να ικανοποιήσει τα θεμιτά αιτήματα των ρωσοφώνων της χώρας, δεν αποκλείεται ο κ. Πούτιν – μεταξύ άλλων για να περισώσει το προσωπικό του κύρος εκτός και, κυρίως, εντός Ρωσικής Ομοσπονδίας, και παρά το υπέρμετρο ρίσκο – να επιλέξει την κλιμάκωση των αποσταθεροποιητικών ρωσικών πιέσεων και κυριότατα των στρατιωτικών. Διό και πρέπει να ελπίζεται ότι οι συνεχιζόμενες διεθνείς διαβουλεύσεις με τη Μόσχα θα επιτρέψουν την εξεύρεση συμπεφωνημένης λύσης· ενδεχομένως συνδυάζουσας την αποκατάσταση της έννομης τάξης στην επίμαχη περιοχή με μια γενναία διοικητική αποκέντρωση.
Ανεξαρτήτως όμως της τύχης του Ντονέτσκ, η μέχρι πρόσφατα αμφίθυμη έναντι της υποτελής της, Ουκρανία αποβαίνει πλέον ένας αποφασισμένος  – και εν δυνάμει υπολογίσιμος – αντίπαλος τής κατά πολύ ισχυρότερης, βέβαια, γείτονός της. Η εξέλιξη δε αυτή, πιθανότατα μη αναστρέψιμη μετά τα Κριμαϊκά τετελεσμένα, καταφέρει βαρύ πλήγμα κατά των ευρύτερων ρωσικών περιφερειακών βλέψεων. Με την αρχική, επί παραδείγματι, σκέψη ορισμένων σημαινόντων δυτικών κύκλων για ένα είδος «φινλανδοποίησης» της χώρας να μη φαίνεται πλέον πραγματοποιήσιμη. [ii]Και με την υπό όρους αποφυγή της ενεργού παρουσίας του ΝΑΤΟ στον ουκρανικό χώρο να είναι πιθανότατα το μέγιστον στο οποίο θα μπορούσε τώρα να προσβλέψει συναφώς η Μόσχα.
Κατά τα λοιπά, τα περί «νέου Ψυχρού Πολέμου», προσφέρονται μεν για δημοσιογραφικό εντυπωσιασμό, πλην όμως ενέχουν μεγάλη δόση υπερβολής – όπως άλλωστε διασαφήνισε προσφάτως και ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος. [iii]Παρά τις όποιες αδεξιότητες, ή και σφάλματα στρατηγικής, κατά τον χειρισμό των σχέσεών τους με τη μεταψυχροπολεμική Ρωσία, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, όχι μόνο έχουν αποφύγει να αμφισβητήσουν ζωτικά της συμφέροντα, αλλά, αντιθέτως, επεδίωξαν – και πιθανώς θα επιδιώξουν και μελλοντικώς, εφ’ όσον η παρούσα περιφερειακή κρίση τεθεί υπό έλεγχο – μια πολύπλευρη με αυτήν προσέγγιση· εκτιμώντας ότι η Μόσχα, όχι μόνο δεν αποτελεί πλέον υπαρξιακή απειλή, αλλά και μπορεί χρησίμως να συμπράξει στην αντιμετώπιση πράγματι ανησυχαστικών και από τη δική της σκοπιά φαινομένων, όπως η ταχύρρυθμη ενδυνάμωση του κινεζικού γίγαντα και οι διευρυνόμενες τρομοκρατικές δραστηριότητες των ακραίων ισλαμιστών. Ενώ και οι Ρώσοι έχουν ισχυρά οικονομικά και γεωπολιτικά κίνητρα να διατηρήσουν τουλάχιστον ένα μίνιμουμ συνεργασίας με τον Δυτικό κόσμο. Η συνολική δημογραφική, οικονομική, πολιτισμική, και στρατιωτική υπεροχή του οποίου καθιστά, από την άλλη, άκρως παρακινδυνευμένη αν όχι απαγορευτική για τη ρωσική πλευρά την εμπλοκή σε μια παρατεταμένη μετωπική αντιπαράθεση με αυτόν.
Τούτου λεχθέντος, είναι προφανές ότι λόγω Ουκρανικού οι σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία έχουν όντως θεαματικά επιδεινωθεί ·  και ότι η βελτίωσή τους προμηνύεται, όχι μόνο δυσχερής, αλλά και χρονοβόρος. Καθώς οι δυτικές δυνάμεις εμφανίζονται όλο και πιο αποφασισμένες να θέσουν φραγμό στις αποσταθεροποιητικές, όπως τις εισπράττουν, περιφερειακές φιλοδοξίες του κ. Πούτιν – φοβούμενες ειδικότερα ότι ο Ρώσος πρόεδρος στοχεύει στην επιβολή, εν ανάγκη και δια των όπλων, «νέας τάξης πραγμάτων» στη ρωσική περιφέρεια. Και ναι μεν στη λήψη των δυτικών αντιμέτρων πρωτοστατούν οι Αμερικανοί, πλην όμως οι μέχρι πρότινος απρόθυμοι να συμπράξουν Ευρωπαίοι – οι και κυρίως πληττόμενοι από τις κυρώσεις κατά της ρωσικής οικονομίας και από τα ρωσικά εμπορικά αντίποινα – συντάσσονται όλο και περισσότερο με τη γραμμή της Ουάσιγκτον.
Με τις οικονομικές σκοπιμότητες να υποχωρούν έτσι προ της γεωπολιτικής στρατηγικής λογικής. Όπερ επιβεβαιώνεται και από την εμβληματική μεταστροφή της Γερμανίας – της στενότερα δηλαδή συνδεδεμένης οικονομικώς με τη Ρωσία δυτικής δύναμης. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι, αντίθετα προς ορισμένες βιαστικές αρχικές εκτιμήσεις, το οικονομικό μπρα-ντε-φερ με τη Μόσχα αποδεικνύεται πολύ οδυνηρότερο για τη σχετικώς ευάλωτη ρωσική οικονομία, από ό,τι για τις ευρωστότερες δυτικές – ακόμη και τις πλέον εξαρτημένες από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους. [iv]
Ένα πρόσθετο, τέλος, και ιδιαίτερα αξιοσημείωτο επακόλουθο της ουκρανικής κρίσης είναι η ισχυρή επανεμφάνιση επί γεωστρατηγικής σκηνής του ΝΑΤΟ. Το οποίο, ως μόνος θεσμικός φορέας της ευρωατλαντικής πολιτικοστρατιωτικής συνεργασίας – αλλά και της ευρωπαϊκής ασφάλειας, δοθείσης της ατροφίας του στρατιωτικού σκέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης – διαδραματίζει πλέον κρίσιμο συντονιστικό ρόλο στη διαμόρφωση και υλοποίηση της δυτικής στρατηγικής έναντι του Κρεμλίνου. [v]  Κάτι που αναμένεται να καταδειχθεί και κατά τη νατοϊκή Σύνοδο Κορυφής των αρχών του επόμενου μηνός.

Συμπερασματικώς: Πόλεμος μεταξύ Δύσης και Ρωσίας δεν διαφαίνεται – ούτε ψυχρός, ούτε, πολύ περισσότερο, θερμός. Ενώ οι κλιμακούμενες εντάσεις εξ αφορμής του Ουκρανικού αποβαίνουν τελικώς επί ζημία και των δύο πλευρών – αν και πρωτίστως της ρωσικής. Και οι μεν Δυτικοί  οφείλουν – και πιθανότατα προτίθενται – να συνδυάσουν την αποτροπή με τη διαπραγμάτευση. Ο δε Ρώσος πρόεδρος καλείται να περιστείλει τις περιφερειακές του στοχεύσεις – αποφεύγοντας ιδίως την τελικά αντιπαραγωγική προώθησή τους με στρατιωτικά μέσα. Μένει βέβαια να φανεί αν ο κ. Πούτιν είναι διατεθειμένος να το πράξει – και σε ποιο βαθμό το μπορεί πλέον, χωρίς να υποστεί επώδυνη απώλεια δημοτικότητας.


 

[i]Ήδη προ εξαετίας, εξ αφορμής της κρίσης στη Γεωργία, ο τότε Ρώσος πρόεδρος και σήμερα πρωθυπουργός Ντμίτρι Μεντβέντεβ είχε δηλώσει ευθαρσώς ότι «η Ρωσία, όπως και οι άλλες χώρες στον κόσμο, έχει περιοχές προνομιακών συμφερόντων της», διευκρινίζοντας ότι πρόκειται «για συνοριακές περιοχές, αλλά όχι μόνον». Βλ. A. E. Kramer, Russia Claims Its Sphere of Influence in the World, New York Times, 1-9-2008. Ενδιαφέρον συναφώς παρουσιάζει και ο χαρακτηρισμός από τον πρόεδρο Πούτιν «της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης» ως «μείζονος γεωπολιτικής καταστροφής του [Εικοστού]αιώνα». Βλ. Annual Address to the Federal Assembly of the Russian Federation, President of Russia, Official Web Portal, 25-4-2005.
 

[ii]Για τις σχετικές απόψεις-προτάσεις των κ.κ. Κίσινγκερ και Μπρεζίνσκι, μεταξύ άλλων, βλ. Γ. Ε. Σέκερης, Ουκρανία: Απειλή μίνι ψυχρού πολέμου; Διπλωματικό Περισκόπιο, 10-3-2014.

[iii]  Χαρακτηριστική η ακόλουθη δήλωση του  κ. Ομπάμα προς τον τύπο: «Δεν είναι ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος. Πρόκειται για ένα πολύ συγκεκριμένο ζήτημα σχετιζόμενο με την απροθυμία της Ρωσίας να αναγνωρίσει ότι η Ουκρανία μπορεί να χαράξει τον δικό της δρόμο.» Βλ. Obama says strains over Ukraine not leading to new Cold War with Russia. Reuters, 14-7-2014.
 

[iv]  Βλ. μεταξύάλλων, Russian retaliation against sanctions hurts its own economy -U.S., Reuters, 7-8-2014
 

[v]  Βλ. σχετικώς:  Anders Fogh Rasmussen (ΓενικόςΓραμματέαςΝΑΤΟ), Each Nato ally has to pull its weight after Russia’s threats, Financial Times, 5-8-2014, και George Parker, David Cameron urges Nato to deter Russian aggression, Financial Times, 1-8-2014.