Εμφανείς οι επιπτώσεις επί του ηθικού και επί του αξιομάχου των φορέων που στηρίζεται η εθνική άμυνα και η ασφάλεια της χώρας. 

Γράφει ο Γεώργιος Επιτήδειος, Αντγος ε.α-Ευρωβουλευτής Λαϊκού Συνδέσμου – ΧΑ

Κατά την προηγουμένη εβδομάδα, την μερίδα του λέοντος στο ενδιαφέρον των ειδήσεων είχε το μέρος του πολυνομοσχεδίου που αναφερόταν στις νέες μειώσεις του εφάπαξ και του μερίσματος του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς επίσης και στις μεθοδεύσεις για την υπαγωγή των Μετοχικών Ταμείων τους στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως, το οποίο, προς το παρόν απεφεύχθη. Οι παραπάνω αποφάσεις είναι ιδιαίτερα δυσμενείς και καταδικαστικές για την δυνατότητα των στελεχών να εξακολουθούν να ζουν με αξιοπρέπεια.

            Δεν θα ασχοληθώ με τις λεπτομέρειες των απαράδεκτων αποφάσεων που λήφθηκαν οι οποίες έχουν επιπτώσεις επί του ηθικού, συνεπώς και επί του αξιομάχου των φορέων εκείνων επί των οποίων στηρίζεται η εθνική άμυνα και η ασφάλεια της χώρας. Αυτές είναι γνωστές στους ενδιαφερομένους. Εκείνο που κατά την άποψή μου αξίζει να αναλυθεί, είναι το γιατί η μνημονιακή συγκυβέρνηση έχει, εδώ και καιρό, στοχοποιήσει τους φρουρούς του έθνους και τους φύλακες της τάξεως και της ασφάλειας του έθνους.  

            Είναι γεγονός πως με ελάχιστες εξαιρέσεις, η πρακτική των περιορισμένων αποδοχών στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας εφαρμόζεται από όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων εβδομήντα περίπου ετών. Ο βασικός λόγος αυτής της συμπεριφοράς έγκειται στο ότι, τόσον οι Ένοπλες Δυνάμεις, όσο και τα Σώματα Ασφαλείας, ουδέποτε απετέλεσαν μέρος του πολιτικού κατεστημένου της χώρας, αλλά και ουδέποτε επέτρεψαν σ’ αυτό, με την συμπεριφορά τους, να τους αντιμετωπίζει ως πραιτωριανούς του. Το προσωπικό των προαναφερθέντων φορέων προερχόταν ανέκαθεν από την μεσαία και την χαμηλή οικονομικές τάξεις, χωρίς να έχει στους κόλπους του γόνους πλουσίων ή επιφανών οικογενειών. Έχοντας αυτή την προέλευση, ήταν επόμενο να διακατέχεται από τις αρχές και τα ιδανικά που χαρακτηρίζουν την σπονδυλική αυτή στήλη της ελληνικής κοινωνίας. Δηλαδή την αγάπη προς την πατρίδα, την ιδιαίτερη ευαισθησία προς τα εθνικά θέματα και τα κοινωνικά θέματα  που απασχολούν τον ελληνικό λαό από τον οποίο προέρχονται, στον οποίο ανήκουν και τον οποίο υπηρετούν.

            Αυτού του είδους οι συναισθηματισμοί, όχι μόνον έφεραν το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας πάντοτε αλληλέγγυο προς τα προβλήματα του λαού αλλά, το καθιστούσαν και θύμα των εκάστοτε κυβερνώντων οι οποίοι, υπό το πρόσχημα πως η χώρα έχει περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, εξασφάλιζαν την συναίνεση και την ανοχή  του ώστε να διατηρούν χαμηλά τα επίπεδα των πάσης φύσεως αποδοχών του.

            Παράλληλα, ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδος, διακατεχόταν ανέκαθεν από την φοβία ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, είχαν, ανά πάσα στιγμή την δυνατότητα να του αποσπάσουν την εξουσία. Εξ αιτίας αυτών των συμπλεγμάτων και των αγκυλώσεων και προκειμένου να αποτρέψουν την παραπάνω εξέλιξη, οι Έλληνες πολιτικοί επεδίωκαν να διατηρούν, οικονομικά, το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας στο όριο της αξιοπρεπούς διαβιώσεως, ώστε να ασχολείται διαρκώς με τα υπαρξιακά του προβλήματα, την εξασφάλιση δηλαδή του επιουσίου και να μην έχει την διάθεση αλλά και την δυνατότητα να ασχοληθεί ενεργά με τα πολιτικά προβλήματα της χώρας.

            Η τακτική αυτή έχει λάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις στην σημερινή εποχή, κατά την οποία οι ξένοι επικυρίαρχοι της χώρας μας και τα εδώ όργανά τους απαιτούν την πιστή εφαρμογή των επιταγών του μνημονίου οι οποίες έχουν εξαθλιώσει τον ελληνικό λαό. Είναι λοιπόν φυσικό και αναμενόμενο, στην παρούσα κρίση, το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας να βρίσκεται στο πλευρό του χειμαζομένου ελληνικού λαού και να αντιστέκεται και αυτό στην προσπάθεια καταστροφής της χώρας. Συνεπώς είναι επιβεβλημένη η μείωση του ηθικού του η οποία επιτυγχάνεται, σε μεγάλο βαθμό και με την οικονομική του απαξίωση.

             Πέραν των προαναφερθέντων, η παγκοσμιοποίηση επιβάλλει και την καταστροφή των εθνικών κρατών. Αψευδή μάρτυρα αυτού αποτελεί η ομολογία της προηγουμένης Προέδρου της Βουλής κας Μπενάκη η οποία, παραδίδοντας τα καθήκοντα στον νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας είπε, χωρίς αντίδραση, πως στην επομένη πενταετία «τα εθνικά σύνορα και ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας θα περιορισθούν». Για να υλοποιηθεί αυτή η επιδίωξη, θα πρέπει να μειωθεί, η να καταστραφεί το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, είναι η μείωση του ηθικού τους.

            Όλα συνεπώς εξελίσσονται βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου, η επιτυχία του οποίου θα αποτραπεί μόνον εάν το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας αποφασίσει να αντιδράσει πολιτικά, να διαβεί τον Ρουβίκωνα, να καταψηφίσει, στις επόμενες εκλογές, τις «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσες» πολιτικές εταίρες της συγκυβερνήσεως και να πυκνώσει τις τάξεις του Λαϊκού Συνδέσμου – Χρυσή Αυγή, της μόνης πατριωτικής πολιτικής δυνάμεως της χώρας που αγωνίζεται να αναχαιτίσει την πορεία της πατρίδος μας προς τον όλεθρο. Είναι η τελευταία ευκαιρία που απέμεινε σε όσες και όσους ενδιαφέρονται για το μέλλον των παιδιών και των εγγονών τους και την επιβίωση του έθνους. Εάν δεν αποδειχθούμε αντάξιοι των περιστάσεων και αποτύχουμε να διατηρήσουμε το έθνος μας ελεύθερο και κυρίαρχο, δεν θα έχουμε την δυνατότητα να επανορθώσουμε. Το χειρότερο όμως θα είναι πως θα περιπέσουμε στην χλεύη των επομένων γενεών οι οποίες δεν θα μας συγχωρήσουν την απροθυμία και την αδυναμία να αποτινάξουμε τον ζυγό ενός παρηκμασμένου και ξενόδουλου κράτους το οποίο καταστρέφει ένα ένδοξο έθνος.