Σκέψεις και Προτάσεις για το ζήτημα της Γενοκτονίας 

του Ιωάννη Σ. Λάμπρου, Πολιτικού Επιστήμονος

Αντιδράσεις έχει προκαλέσει το προσχέδιο του λεγόμενου αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, το οποίο έφερε η κυβέρνηση για συζήτηση στο Κοινοβούλιο. Πέρα από την ανάγκη ή μη εμπλουτισμού του υπάρχοντος νομικού πλαισίου του νόμου 927 του 1979, έχουν σημειωθεί αντιδράσεις σχετικά με το άρθρο 2 του προς εξέταση νομοσχεδίου σχετικά με τις προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να πληροί το έγκλημα της γενοκτονίας για να προστατεύεται από τυχόν αμφισβητίες και αρνητές των ιστορικών γεγονότων.

Αιτιολογικές  Εκθέσεις

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει αλλαγή μεταξύ της προηγούμενης και της ισχύουσας αιτιολογικής έκθεσης του προτεινόμενου νομοσχεδίου  αναφορικά με τα εγκλήματα που δύνανται να αναγνωριστούν ως γενοκτονία, ώστε να εφαρμόζονται οι πρόνοιες του εν λόγω νομοσχεδίου. Στην προηγούμενη αιτιολογική έκθεση (β΄ μέρος, γ΄ άρθρο ) προβλεπόταν η ποινικοποίηση του εγκωμιασμού ή της  κακόβουλης άρνησης ή της εκμηδένισης της σημασίας των εγκλημάτων γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου, υπό την προϋπόθεση να  έχουν αναγνωριστεί « ως εγκλήματα με αμετάκλητη απόφαση είτε ελληνικού είτε διεθνούς δικαστηρίου ». Η τοποθέτηση της εν λόγω προϋπόθεσης δικαιολογείτο από την προηγούμενη αιτιολογική έκθεση, ως ένα κριτήριο το οποίο θα χρησιμοποιείτο ως φραγμός στην κακόβουλη χρήση της επιστημονικής έρευνας. Το σκεπτικό ήταν ότι εφόσον μια συγκεκριμένη περίπτωση έχει αναγνωριστεί ως γενοκτονία από ελληνικό ή διεθνές δικαστήριο, τότε η όποια επιστημονική ή άλλη αμφισβήτηση του χαρακτηρισμού της συγκεκριμένης περίπτωσης ως γενοκτονίας ή εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας ή εγκλήματος πολέμου υποκινείται από κακόβουλη άρνηση ή εκμηδένιση ιστορικών γεγονότων. Στην περίπτωση του εγκλήματος της γενοκτονίας,  όσο και αν η απόφαση ενός εθνικού ή διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου, αναμφισβήτητα, ενισχύει την εμπέδωση και την αποδοχή ενός εγκλήματος ως γενοκτονίας, ο νομοθέτης όφειλε να γνωρίζει πως πολλές φορές εξαιτίας πολιτικών παραγόντων, όπως τα συμφέροντα συγκεκριμένων κρατών, δεν επιτρέπουν σε ένα διεθνές δικαστήριο την δυνατότητα, ούτε καν, να ερευνήσει μια περίπτωση. Παράλληλα, αποτελεί, όντως, βολική σύμπτωση το γεγονός ότι η εν λόγω προϋπόθεση της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης εξυπηρετεί την τουρκική στάση στην προσπάθεια της να αποκρύψει το γενοκτονικό της παρελθόν απέναντι σε Έλληνες, Αρμένιους και Ασσύριους. Καμία από τις τρεις γενοκτονίες δεν έχει αναγνωριστεί ως τέτοια από ελληνικό ή διεθνές δικαστήριο, παρά μόνο από τη Βουλή των Ελλήνων η Γενοκτονία των Αρμενίων (1999) και σε δύο φάσεις η Γενοκτονία των Ελλήνων ( 1994, Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και 1998, Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας). Ακόμα και η Γενοκτονία των Αρμενίων, η οποία έχει αναγνωριστεί από 21 χώρες και πλήθος διεθνών οργανισμών ( Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Συμβούλιο της Ευρώπης, Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών μεταξύ άλλων ) δεν έχει αναγνωριστεί από διεθνές δικαιοδοτικό όργανο παρά μόνο από το ανεπίσημο Διαρκές Λαϊκό Δικαστήριο, το 1984, μια διεθνής μη κρατική οργάνωση, η οποία παρέχει γνωματεύσεις για περιπτώσεις καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποτελείται από δικαστές, συγγραφείς και διανοούμενους.

Στη νεότερη εκδοχή της αιτιολογικής έκθεσης, ποινικοποιείται η ρατσιστική και ξενόφοβη συμπεριφορά υπό τη μορφή  επιδοκιμασίας ή  κακόβουλης άρνησης ή  ευτελισμού της σημασίας « του Ολοκαυτώματος, όλων αδιακρίτως των εγκλημάτων γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου ή αυτών του ναζισμού, εφόσον θεωρούνται πρόσφορες να οδηγήσουν στη θυματοποίηση ομάδων ή προσώπων …». Δεν τίθεται πλέον η προϋπόθεση της αμετάκλητης απόφασης από ελληνικό ή διεθνές δικαστήριο και γίνεται ρητή αναφορά στην Γενοκτονία των Εβραίων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα, η αναφορά είναι διπλή· άμεση ( Ολοκαύτωμα) και έμμεση (εγκλήματα ναζισμού). Απεναντίας, δεν υπάρχει αναφορά για τις προαναφερθείσες αναγνωρίσεις εκ μέρους του Ελληνικού Κοινοβουλίου παρά τη φράση «… όλων αδιακρίτως των εγκλημάτων γενοκτονίας…».

Αντιδράσεις  του Προσφυγικού Ελληνισμού

Αποτέλεσμα της αρχικής διατύπωσης της αιτιολογικής έκθεσης και της απουσίας αναφοράς των νόμων της  Ελληνικής Βουλής, για  Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας, ήταν να υπάρξουν σφοδρές αντιδράσεις προσφυγικών οργανώσεων από ολόκληρη τη χώρα.

Οι εκπρόσωποι των προσφυγικών οργανώσεων απαιτούν ρητή αναφορά στο νομοσχέδιο της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Σε ψήφισμα της η Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδος καταδικάζει την αποσιώπηση « της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού και των Ιώνων, Θρακών, Αρμενίων, Ασσυρίων στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο…». Παράλληλα, η Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος απαιτεί   «…να εισαχθεί στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και η φράση της γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού (των καταγόμενων από τον Πόντο, την Ιωνία, την Καππαδοκία, την Προποντίδα και όλη την καθ ημάς Ανατολή και την Ανατολική Θράκη) ». Πέραν της αναφοράς Αρμενίων και Ασσυρίων, οι θέσεις των δύο ομοσπονδιών, φαινομενικά, είναι ταυτόσημες. Παραμένουν, όμως, διαφορές – ιδίως στην έμφαση γεωγραφικών περιοχών – ως αποτέλεσμα της διχαστικής πολιτικής της ελλαδικής πολιτείας επί σχεδόν δύο δεκαετίες.

Επαναλαμβάνεται ότι η ελλαδική πολιτεία συμπεριφερόμενη με προκλητικά πρόχειρο και ψηθοθηρικό τρόπο τεμάχισε την ιστορική μνήμη με δύο διαφορετικά νομοθετήματα ( 2193/1994 και 2645/1998) αναγνωρίζοντας την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και την Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας αντίστοιχα, ωσάν ο Πόντος να μην αποτελεί τμήμα της τελευταίας. Επιπροσθέτως, ο Θρακικός Ελληνισμός μνημονεύει τα θύματα της Γενοκτονίας  κάθε χρόνο στις 6 Απριλίου. Αφού, επί δεκαετίες, το ελλαδικό κράτος ολιγώρησε στην προστασία μνήμης των προγόνων μας, λόγω φοβικών συνδρόμων και συμμαχικών σκοπιμοτήτων απέναντι στην Τουρκία, τελικά πολιτεύθηκε με ένα διχαστικό τρόπο. Η τριχοτόμηση του εγκλήματος της Γενοκτονίας παρουσιάζει μια λανθασμένη εικόνα των ιστορικών γεγονότων αποσυνδέοντας τεχνητά, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο, την Καππαδοκία και τη Δυτική Μικρά Ασία ωσάν τα ιστορικά γεγονότα να μην συνέδεαν άρρηκτα τις εν λόγω γεωγραφικές περιοχές. Αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης είναι να μην καταδεικνύεται το γεωγραφικό εύρος, ο επιτελικός σχεδιασμός και ο ενιαίος χαρακτήρας του εγκλήματος της γενοκτονίας  εις βάρος των προγόνων μας. Η αιτία της γενοκτονικής πολιτικής των Τούρκων δεν ήταν ο τόπος κατοικίας των Ελλήνων αλλά η εθνική τους καταγωγή και η χριστιανική τους πίστη. Δεν υπήρξε Γενοκτονία της Ανατολικής Θράκης, του Πόντου και της ευρύτερης Μικράς Ασίας αλλά  Γενοκτονία των Ελλήνων των ιστορικών αυτών κοιτίδων. Ανάλογη μοίρα επιφυλάχθηκε, άλλωστε, για τα αρχαία έθνη των Αρμενίων και των Ασσυρίων.

Η αποσπασματική προσέγγιση της ελλαδικής πολιτείας στο ζήτημα της Γενοκτονίας του Ελληνισμού πέραν της διαστρέβλωσης των ιστορικών γεγονότων δυσχεραίνει και την προσπάθεια ενιαίας αναγνώρισης της γενοκτονίας εκτός Ελλάδος. Ενδεικτικά αναφέρεται πως η Διεθνής Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών, το Δεκέμβριο του 2007, αποφάνθηκε ότι μεταξύ 1914 και 1923 διεπράχθη Γενοκτονία εις βάρος των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων του Πόντου και της Ανατολίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιπροσθέτως, η Πολιτειακή Βουλή της Νοτίου Αυστραλίας αναγνώρισε, τον Απρίλιο του 2009, τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, ενώ το σουηδικό κοινοβούλιο, τον Μάρτιο του 2010, αναγνώρισε τη Γενοκτονία του 1915 εναντίον Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων του Πόντου. Αυτές οι διαφοροποιήσεις ως προς τον χρόνο και τον τόπο του εγκλήματος εις βάρος του Ελληνισμού  επιβάλλουν την ανάγκη ολοκληρωμένης προσέγγισης στα ιστορικά γεγονότα, ώστε να φανεί ο ενιαίος χαρακτήρας της Γενοκτονίας  εις  βάρος των Ελλήνων της Θράκης, του Πόντου και της ευρύτερης Μικράς Ασίας. Αν η Αθήνα δεν υιοθετεί ολοκληρωμένη προσέγγιση στην παρουσίαση του εγκλήματος, πως επιθυμούμε από τους μη  Έλληνες να το κάνουν;

Τι πρέπει να γίνει

Η εν λόγω συγκυρία αποτελεί  μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, για το πολιτικό προσωπικό της χώρας, να αναλογιστεί τον πρόχειρο και ψηφοθηρικό τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το μέγιστης σημασίας θέμα της προστασίας της μνήμης των προγόνων μας, θυμάτων της γενοκτονικής πολιτικής των Νεότουρκων και των Κεμαλιστών.

Όπως προαναφέρθηκε η νέα εκδοχή της αιτιολογικής έκθεσης προβλέπει την ρητή αναφορά του Ολοκαυτώματος καθώς και την φράση «… όλων αδιακρίτως των εγκλημάτων γενοκτονίας…».  Δυστυχώς, όσο υπάρχουν δύο διαφορετικοί νόμοι, οι οποίοι διαιωνίζουν την αποσπασματική προσέγγιση της πολιτείας στο ζήτημα της μιας και αδιαίρετης Γενοκτονίας του Ελληνισμού της Καθ’ Ημάς Ανατολής δεν αποτελεί πρόσφορη λύση η ύπαρξη συγκεκριμένης αναφοράς για τον Ελληνισμό της Ανατολής στο εν λόγω νομοσχέδιο. Στην περίπτωση κατά την οποία υπάρξει διπλή αναφορά ( Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας) θα διαιωνιστεί η διχαστική πολιτική της πολιτείας. Αν προκριθεί η αναφορά, μόνο, του Ελληνισμού του Πόντου τότε θα υπάρχει αντίδραση από τον εκτός του Πόντου Ελληνισμού της Ανατολής. Παράλληλα, αν υιοθετηθεί η φράση Μικρασιατικός Ελληνισμός, θα υπάρξει αντίδραση από τους Έλληνες του Πόντου. Ο Πόντος, φυσικά, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Μικράς Ασίας· η ύπαρξη, όμως, νόμου του κράτους με αποκλειστική αναφορά στον Ελληνισμό του Πόντου (2193/1994)  καθιστά τον Ποντιακό Ελληνισμό διστακτικό στο να υπαχθεί στον γεωγραφικό προσδιορισμό Μικρά Ασία. Επιπροσθέτως, υπάρχει αμφιβολία κατά πόσον η Ανατολική Θράκη αποτελεί, γεωγραφικά, τμήμα της Μικράς Ασίας αν και από οικονομικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής άποψης αποτελούσε τμήμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού για αιώνες.

Υπό τις παρούσες συνθήκες, και μετά από δεκαετίες ολιγωρίας και αποσπασματικής  προσέγγισης του ζητήματος, υπάρχουν δύο εναλλακτικές επιλογές· αποδοχή της υπάρχουσας αναφοράς της τωρινής εκδοχής της αιτιολογικής έκθεσης («… όλων αδιακρίτως των εγκλημάτων γενοκτονίας…»). Εναλλακτικά, η παραπάνω φράση θα μπορούσε να διαμορφωθεί ως εξής: «… όλων αδιακρίτως των εγκλημάτων γενοκτονίας και όσων έχουν αναγνωριστεί από τη Βουλή των Ελλήνων…». Αυτή η δεύτερη επιλογή, φαινομενικά, ικανοποιεί τα αιτήματα των προσφυγικών οργανώσεων παραπέμποντας στην υπάρχουσα νομοθεσία και καλύπτει και την περίπτωση της αναγνωρισμένης Γενοκτονίας των Αρμενίων, εντούτοις  διαιωνίζει, εμμέσως, τη διχαστική πολιτική των δύο διαφορετικών νόμων (2193/1994 και 2645/1998). Ανεξάρτητα από το ποια λύση θα προκριθεί, η υπάρχουσα αποσπασματική προσέγγιση του ζητήματος της αναγνώρισης της Γενοκτονίας του Ελληνισμού της Καθ’ Ημάς Ανατολής, επιβάλλει να μην υπάρξει ρητή αναφορά σε γεωγραφικές περιοχές, αλλά ούτε και στα δύο διχαστικά νομοθετήματα μέχρι να υπάρξει οριστική επίλυση του εν λόγω ζητήματος.

Είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξει ένα τρίτο νομοθέτημα το οποίο να αντικαθιστά και να υπερβαίνει τα δύο προηγούμενα (2193/1994 και 2645/1998). Ένας νόμος, ο οποίος να αναγνωρίζει τη μια, ενιαία και αδιαίρετη Γενοκτονία του Ελληνισμού της Καθ΄ Ημάς Ανατολής, από τους Νεότουρκους και Κεμαλιστές, αναγνώριση η οποία θα καλύπτει γεωγραφικά ολόκληρο τον Ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήτοι την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και την ευρύτερη Μικρά Ασία ( δυτική και ανατολική). Παράλληλα, η ελλαδική πολιτεία οφείλει να καθορίσει μια επίσημη ημερομηνία ως Ημέρα Μνήμης για ολόκληρο τον Ελληνισμό της Ανατολής αποδεχόμενη, παράλληλα, τη διακριτική ευχέρεια κάθε υποομάδας του Προσφυγικού Ελληνισμού να διοργανώνει τελετές μνήμης για τον ιδιαίτερη γενέθλια γη. Τέλος, το ελληνικό κοινοβούλιο, έχει ηθική υποχρέωση να αναγνωρίσει, με ξεχωριστό νόμο του κράτους, τη Γενοκτονία των Ασσυρίων, ενός αρχαίου έθνους χωρίς εθνική εστία, ενός έθνους το οποίο μαρτύρησε την ίδια εποχή, από τον ίδιο θύτη μαζί με τους  Έλληνες.

Η τυχοδιωκτική, ψηφοθηρική και αντεθνική πολιτική, την οποία ακολούθησε ως τώρα η ελλαδική πολιτεία στο ζήτημα της αναγνώρισης των δεινών του Ελληνισμού της Καθ’ Ημάς Ανατολής πρέπει να λάβει τέλος. Η προάσπιση της ιστορικής μνήμης και η υπόμνηση του χρέους στους νεκρούς προγόνους  κρατούν τις ρίζες του Έθνους γερές και ασάλευτες. Όσο αυτές αντέχουν, το δέντρο δεν πέφτει…