Γράφει ο Σάββας Ιακωβίδης

Ο ελεύθερος και μάχιμος δημοσιογράφος δεν πρέπει ποτέ να έχει ως φίλους πολιτικούς…

Ενημερωμένος και κριτικός πολίτης είναι το πανίσχυρο θεμέλιο και το αταλάντευτο ανάχωμα μιας υγιούς δημοκρατίας ενάντια στη δημαγωγία, στον λαϊκισμό και στην κομματοκρατία

Η δημοσιογραφία θεωρείται από πολλούς, εντός και κυρίως εκτός επαγγέλματος, ως λειτούργημα, ως υπούργημα ή και ως ανοσιούργημα, επειδή αρκετοί αμαρτάνουν λόγω διαπλοκής, εξάρτησης, συναγελασμού ή εθελόδουλης υποταγής. Οι καθηγητές μου στην Ανωτάτη Σχολή Δημοσιογραφίας του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λίλλης (Γαλλίας) και 42 χρόνια στη δημοσιογραφία μου έμαθαν, μεταξύ πολλών άλλων, δύο τινά.

Πρώτον, να είμαι επαγγελματίας με την πλήρη έννοια και σημασία της λέξης. Δεύτερον, να ξέρω πότε θα αποχωρήσω από αυτό το επάγγελμα που απαιτεί 28 ώρες το 24ωρο, αίμα και ψυχή, πλήρες δόσιμο και ανταπόκριση στην απαίτηση του πολίτη για έγκυρη ενημέρωση και ερμηνεία των γεγονότων.

Για το πρώτο, εσείς, οι αναγνώστες μου τόσες δεκαετίες, θα το κρίνετε. Θεωρώ ότι στηρίχτηκα σε μερικές αρετές και αρχές που, για πολλά χρόνια, υποβάλλω σε νεότερους συναδέλφους και διδάσκω στους φοιτητές μου: Σοβαρότητα, αξιοπιστία, εγκυρότητα, υπευθυνότητα έναντι των πολιτών, προπάντων σεβασμό της νοημοσύνης και της αξιοπρέπειάς τους, επαγγελματικό και προσωπικό ήθος, ευπρέπεια και όσο το δυνατόν αντικειμενικότητα, αφού ένα γεγονός δεν έχει δύο αλλά ένα τρισεκατομμύριο δύο όψεις. Είπα και έγραψα πάντα τα πράγματα με το όνομά τους, ανεξάρτητα από κόστος, εκβιασμούς, λοιδορίες και απειλές. Όσο για το δεύτερο, έκρινα ότι ήρθε ο καιρός να αποχωρήσω από το επάγγελμα με την έννοια όχι της πλήρους αποκοπής -μια φορά δημοσιογράφος, πάντα δημοσιογράφος!- αλλά της παρατηρητικής αποστασιοποίησης. Για ένα σοβαρό λόγο: Να δοθεί τόπος σε νέους, ικανούς συναδέλφους, στους οποίους ανέκαθεν πιστεύω, επειδή θεωρώ τον ρόλο της υγιούς, έντιμης, ερευνητικής, αποκαλυπτικής και όσο το δυνατόν αντικειμενικής δημοσιογραφίας ουσιώδη για τη διαμόρφωση δημοκρατικής και ελεύθερης κοινής γνώμης.

Αμέτρητες φορές υποστήριξα και τεκμηρίωσα πως, ενημερωμένος και κριτικός πολίτης είναι το πανίσχυρο θεμέλιο και το αταλάντευτο ανάχωμα μιας υγιούς δημοκρατίας ενάντια στη δημαγωγία, στον λαϊκισμό και στην κομματοκρατία. Επειδή και η κυπριακή κοινωνία, από της ανεξαρτησίας και εντεύθεν, γέμισε δημοπίθηκους, κρίνω ότι ο ρόλος και η αποστολή της δημοσιογραφίας είναι, πρώτον, να υπερασπίζεται τον πολίτη και, δεύτερον, να κρίνει την εξουσία με αυστηρότητα, σοβαρότητα και επιχειρήματα. Έζησα και βίωσα όλους τους γύρους της κυπριακής κολάσεως. Τον ανεπανάληπτο αγώνα των ωραίων παιδιών της ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα των Τ/κυπρίων κατά της νόμιμης Κυπριακής Δημοκρατίας, την κρίση της Κοφίνου και την ντροπιαστική αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας, το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, τη ληστεία του χρηματιστηρίου και το δημοψήφισμα του 2004 για το επάρατο σχέδιο Ανάν.

Έδωσα τις δικές μου προσωπικές μάχες, από πολλές δημοσιογραφικές επάλξεις αλλά κυρίως από τη «Σημερινή». Έζησα μέρες έξαρσης και ώρες δύσκολες για τον τόπο. Πολλές φορές απογοητεύτηκα και είπα να τα παρατήσω. Όμως, η δημοσιογραφία είναι μια ανεπανάληπτη, απαιτητική, μοναδική και εκπληκτική… ερωμένη. Για να παραμείνεις σε αυτό το επάγγελμα, πρέπει να το αγαπήσεις, να το ερωτευτείς με πάθος, με ορμή, με ενέργεια, με δυναμισμό, για να σου δώσει στο τέλος την αναγνώριση του πολίτη και την προσωπική ικανοποίηση ότι ενήργησες με βάση αρχές, «πιστεύω» και αξίες. Αυτά τα κουβάλησα από τους μακαριστούς γονείς μου και από τους δασκάλους και τους καθηγητές μου, που με δίδαξαν ελληνική ιστορία και με έμαθαν ελληνικά γράμματα και Ορθοδοξία.

Έγραψα δεκάδες χιλιάδες άρθρα και αναλύσεις. Τα έγραψα με βάση τις αρχές και τους κανόνες της έντιμης, σοβαρής και υπεύθυνης δημοσιογραφίας. Αν πίκρανα, ενόχλησα, εξαγρίωσα, θύμωσα ή και προκάλεσα κάποιους, πολιτικούς ή πολίτες, απολογούμαι βαθύτατα. Δεν το έκανα επί σκοπώ. Μόνη μου έγνοια, η σωτηρία της πατρίδας μου και η επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού σε τούτα τα ελληνικά χώματα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα με το όραμα της Ένωσης, σε αυτήν πιστεύω, επειδή η Κύπρος μακριά από τη Μητέρα Πατρίδα θα χαθεί και θα πεθάνει. Ιδεολόγος? Ιδεαλιστής? Και αυτά αλλά προπάντων ρεαλιστής, που πιστεύει ακράδαντα στις δυνάμεις, στις δυνατότητες και στην περηφάνια και αξιοσύνη του Ελληνισμού, όταν είναι ενωμένος. Οι ηγέτες μας, από τον Μακάριο μέχρι τον Αναστασιάδη, αμάρτησαν βαρύτατα και ανήκεστα σε βάρος του κυπριακού Ελληνισμού.

Οι Έλληνες της Κύπρου αυτόβουλα και ενσυνείδητα έγιναν λίπασμα, έδωσαν το αίμα τους και άφησαν τα κόκκαλά τους σπονδή για την ελευθερία της Κύπρου μας. Δεν ευτύχησαν να έχουν ηγέτες αλλά κομματάρχες, που ουδέποτε θέλησαν να κατανοήσουν τη στοχοθεσία του Τούρκου και να τον αντιμετωπίσουν. Οι ηγέτες πήραν ένα λαό λιοντάρι και τον έκαναν βελάζον πρόβατο στις κομματικές μάντρες. Είχαν ένα λαό έτοιμο για θυσίες και τον κατάντησαν μια πλαδαρή, άμορφη μάζα πουρκουάδων και εθελόδουλων. Τι έμαθα τόσες δεκαετίες? Να μην έχω εμπιστοσύνη στους πολιτικούς, ούτε καν τη φιλία μου να τους παραχωρώ. Ο ελεύθερος και μάχιμος δημοσιογράφος δεν πρέπει ποτέ να έχει ως φίλους πολιτικούς, επειδή παραδίπλα παραμονεύει η εξάρτηση, η διαπλοκή, ο διεφθαρμένος συναγελασμός, η συμπαιγνία, δηλαδή η αχρήστευσή του ως του έντιμου και έγκυρου διαμεσολαβητή μεταξύ του πολίτη και της εξουσίας.

Η δημοσιογραφία, έμαθα, δεν είναι μια βιομηχανία… μπισκότων, αλλά μια αέναη και ατελείωτη προσπάθεια γέννησης και δημιουργίας ιδεών. Σε αυτήν την ανειρήνευτη μάχη δόθηκα εξ ολοκλήρου για 42 χρόνια, πολεμώντας με τις μικρές μου δυνάμεις ενάντια στην αδίσταχτη δημαγωγία, στον ασύδοτο λαϊκισμό και στην αλαζονική κομματοκρατία, που νομίζει ότι έχει τους πολίτες στο τσεπάκι της, εξαιτίας της πελατειακής συναλλαγής και της ψηφοθηρίας. Αυτά τα 42 χρόνια έχασα πολλά. Η δημοσιογραφία, όμως, με έμαθε να γνωρίσω καλύτερα τους πολίτες, να κατανοήσω τα προβλήματα και τις έγνοιες τους, να γίνω, στο μέτρο των δυνάμεών μου, η φωνή και η έκφρασή τους προς τους κυβερνώντες. Δεν ξέρω πόσο το κατάφερα.

Σήμερα, θα ήθελα να εκφράσω ένα βαθύτατο «ευχαριστώ» στους αναγνώστες, που τόσα χρόνια με ανέχτηκαν, με έκριναν, με επέκριναν, αλλά πάντοτε σεβάστηκαν τις απόψεις μου έστω και αν συχνά διαφωνούσαν.

Ευχαριστώ τη διεύθυνση και τους συναδέλφους της «Σ» για την πολυετή, κοινή αγωνιστική συμπόρευση. Και συνεχίζω, κάθε Κυριακή πλέον, αλλά και καθημερινά με παραπολιτικά σημειώματα, κρίνων και κρινόμενος, μαχόμενος και ανθιστάμενος έναντι όσων επιβουλεύονται την επιβίωση της πατρίδας μας. –

Πηγή