Tα νομικά όρια της άμεσης επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους. 

Γράφει ο Στέλιος Γρηγορίου, Δικηγόρος LLM– Οικονομολόγος

Η συζήτηση για την άμεση επαναδιαπραγμάτευση του Ελληνικού Δημόσιου χρέους, μετά τις υπερβολές και, κύρια, τις ανακρίβειες της προεκλογικής περιόδου, άρχισε  με μία συμβολική αντιπαράθεση κατά την συνάντηση του επικεφαλής του Eurogroupμε τους Ελληνες ιθύνοντες.

Το αρχικό αίτημα της διαγραφής του 50% του χρέους, συνεπικουρούμενο και από τον εκπρόσωπο της Lazard, τον νέο σύμβουλο της κυβέρνησης, μετεξελίχθηκε στο Λονδίνο σε ένα «swapmenu», όπου προτείνεται να ανταλλαγούν τα Ομόλογα της ΕΚΤ με Ομόλογα εις το διηνεκές (ΡerpetualBonds), και να υποκατασταθεί η Δανειακή Σύμβαση ΙΙ, δηλαδή το διακρατικό δάνειο που συνάφθηκε μέσω EFSF, με Ομόλογα με ρήτρα Ανάπτυξης του AEΠ (GDPLinkedBonds).

Αυτή η μεταλλαγή της Ελληνικής θέσης δεν είναι απλώς ένας ευφημισμός ή μία έξυπνη χρηματοοικονομική μηχανική, που καταλήγουν στο ίδιο χρηματοοικονομικό αποτέλεσμα, όπως επιχειρείται να εμφανισθεί, αλλά αποτελεί μία κολοσσιαία μετατόπιση στρατηγικής, τόσο ως προς τα χρηματοοικονομικά εργαλεία, που επιλέγονται για την μηχανική όσο και ως προς την πολιτική επιλογή των διεθνών συμμαχιών, των κοινωνικών ρήξεων και την συνοχή και ετοιμότητα της κοινωνικής συμμαχίας στο εσωτερικό της χώρας.      

Η μετατόπιση αυτή σίγουρα αποδεικνύει ότι μία σοβαρή διαπραγμάτευση επιβάλλει να είμαστε προσεκτικοί κατά την έναρξη του θεσμικού διαλόγου μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και των οργάνων της Ευρωζώνης, ώστε να μην υποβάλλουμε ανεδαφικές ή μαξιμαλιστικές προτάσεις, έστω και για λόγους εντυπώσεων ή διαπραγματευτικής τακτικής.

Μία αποτελεσματική διαπραγμάτευση πρέπει αναγκαστικά να προσγειωθεί στις νομικές δυνατότητες, που τίθενται από την Συνθήκη Λειτουργίας της ΕΕ (ΤFEU), τις Δανειακές Συμβάσεις Ι και ΙΙ, την ερμηνεία του Ευρωπαικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Pringleως προς τον ρόλο της EKTστην διενέργεια ΟΜΤ (Αμεσες Νομισματικές Συναλλαγές) και την Πρόταση του Γενικού Eισαγγελέα του ΔΕΚ ως προς την νομιμότητα της Ποσοτικής Νομισματικής Χαλάρωσης (QuantitativeEasing), χωρίς να διακυβεύεται μία, ρήξη με τις δανείστριες χώρες της Ευρωζώνης ή μία αναγκαστική αποχώρηση από την ζώνη του Ευρώ.

Η Πρόταση αυτή, είναι σημαντική και για τον λόγο ότι μπορεί να αποτελέσει την νομική βάση εξοβελισμού της Τρόικα από την Ελλάδα, καθώς κρίνει καταρχήν παράνομη την συμμετοχή της ΕΚΤ και εκτός του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ και της ΕΚΤ.

Η επαναδιαπραγμάτευση πρέπει να ολοκληρωθεί με την απαιτούμενη πολιτική ταχύτητα, ώστε να μην τεθεί εν κινδύνω η ρευστότητα της χώρας.

Η καταβολή της δόσεως των 7,2 δις ΕΥΡΩ είναι απόρροια της συναφθείσας Δανειακής Σύμβασης ΙΙ και δεν είναι δυνατόν να αποπέμπεται με τόση ευκολία, καθώς θα αποστερήσει τη χώρα από την κρίσιμη ρευστότητα που απαιτείται στην κρίσιμη αυτή φάση σταθεροποίησης της νέας κυβέρνησης.

Το άρθρο 136 (παρ. 3) της Συνθήκης Ε.Ε. ορίζει ότι κάθε χρηματοδοτική στήριξη προς Κράτος μέλος της Ευρωζώνης πρέπει να υπόκειται στην αυστηρή επιβολή ενός «Προγράμματος εφαρμογής των όρων της δημοσιονομικής πειθαρχίας» (“conditionality”).

Hδιάταξη αυτή ερμηνεύθηκε, περαιτέρω, με την γνωστή απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαικής Ενωσης “Pringle”, σύμφωνα με την οποία ο κανόνας του άρθρου 125 της ΣΕΕ ότι δεν επιτρέπεται η διάσωση Κράτους Μέλους της Ευρωζώνης με την προσφυγή σε μέτρα εξωτερικής βοήθειας (bailout) από άλλο Κράτος Μέλος, παρά  μόνον υπό την μορφή απευθείας δανείων, χωρίς να είναι επιτρεπτή η απευθείας ανάληψη μέρους του χρέους, έστω και υπό την μορφή αγοράς ομολόγων του δυσπραγούντος Κράτους μέλους.

Για αυτόν τον θεσμικό λόγο η χώρα μας προέβη στην σύναψη δύο συμβάσεων κοινοπρακτικών δανείων με τις χώρες της Ευρωζώνης (αντί της έκδοσης ομολογιακού δανείου), η πρώτη ύψους 110 δις ΕΥΡΩ, με την σύμπραξη και του ΔΝΤ, και η δεύτερη, με την μεσολάβηση του EFSF(Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Διευκόλυνσης) ύψους 130 δις ΕΥΡΩ.  

Κάθε απόπειρα να επιδιωχθεί haircut, υπό μορφήν μονομερούς είτε διαγραφής ή αναδιάρθρωσης, έστω και μέρους του χρέους, που οφείλεται με βάση τις Δανειακές Συμβάσεις, καθώς και η διεκδίκηση άτοκου δανεισμού είναι αντίθετο προς την Δανειακή Σύμβαση, ως εκτός Συνθηκών ΕΕ, πολιτικά ατελέσφορη και εξ υπαρχής συγκρουσιακή με τα Κοινοβούλια των δανειστριών χωρών, τα οποία προφανώς δεν θα συναινέσουν, έστω και αν πρόκειται περί διαγραφής αμελητέων ποσών, που πρόσφατα δάνεισαν οι φορολογούμενοι των κρατών μελών, με αντίστοιχη φορολογική επιβάρυνσή τους.

Ως εκ τούτου, η πολιτική πρόταση μετατροπής του χρέους προς τον Επίσημο τομέα (OfficialSector) σε Kρατικά Ομόλογα (GGB) μηδενικού επιτοκίου εις το διηνεκές (perpetualBondsή perpetuities) προσκρούει στο γράμμα και το πνεύμα της Συνθήκης, αλλά και στις αναμενόμενες πολιτικές αντιδράσεις των δανειστών, που εύλογα θα επικαλούνται την άρνηση έγκρισης από τα εθνικά τους Κοινοβούλια.

Αντίθετα, είναι νόμιμη σύμφωνα με την Συνθήκη EEκαι αξίζει πολιτικά να επιδιωχθεί η χαλάρωση των όρων αποπληρωμής της δανειακής σύμβασης, υπό την έννοια της μείωσης των οφειλομένων επιτοκίων και της χρονικής επιμήκυνσης αποπληρωμής των δόσεων, ως η πλέον θεσμικά αποτελεσματική οδός, χωρίς πολλά menu, εφόσον όμως συναινούν οι αντισυμβαλλόμενοι μέσω του ESMστην τροποποίηση της δανειακής σύμβασης.

Ακόμη και η πρόταση της Ελληνικής Κυβέρνησης για την Ανταλλαγή  Δανειακού χρέους έναντι Ομολόγων με ρήτρα σύνδεσης με το ΑΕΠ (LoantoGDPLinkedBondsSwap), με συγκεκριμένη maturityκάθε σειράς, αποτελεί μία πρόταση συμβατή με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο (βλ. Ομόλογα EFSFτου PSI).

Δεν αποκλείεται, ακόμη, από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο η χορήγηση μίας βραχείας χρονικής περιόδου χάριτος αποπληρωμής των τοκοχρεωλυσίων, εφόσον δηλώνεται ρητά από την Ελλάδα ότι τα χρέη παραμένουν απαιτητά και η καθυστέρηση αποπληρωμής αυτών επιβαρύνεται με το συμβατικά καθορισμένο επιτόκιο.

Ομοίως, η πρόταση ανταλλαγής των Ελληνικών Ομολόγων, που απέκτησε η ΕΚΤ στα πλαίσια της πολιτικής ΟΤΜ, με Ομόλογα μηδενικού επιτοκίου στο διηνεκές (ΡerpetuityBonds), θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή σε επίπεδο Συνθηκών ΕΕ, με βάση την ερμηνευτική προσέγγιση της απόφασης Pringle, αλλά ερίζεται.   

Πρέπει η Ελλάδα για λόγους ηθικούς και νομικούς να μην επαναλάβει το έγκλημα της Κυβέρνησης Παπαδήμου και ρητά να αποποιηθεί την πληρωμή των διεκδικουμένων 5,5 δις ΕΥΡΩ από τα αρπακτικά (VultureFunds) (435 εκ ΕΥΡΩ τον Μάρτιο για κοινωνική πολιτική !!!), μετά την ενεργοποίηση των Ρητρών Συλλογικής Δράσεως στο PSI.

Συνεπώς, η συμμετοχή της χώρας μας στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης (QuanitativeEasing- QE), που εξήγγειλε η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα, μετά μάλιστα και την θετική Γνώμη του Εισαγγελέα του ΔΕΚ (εν όψει της τελικής απόφασης του ΔΕΚ επί του Προδικαστικού ερωτήματος του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας), καθώς και η απρόσκοπτη εξακολούθηση της χρηματοδότησης της χώρας, βάσει των δανειακών συμβάσεων, προυποθέτει με βάση τις Συνθήκες και τις Δανειακές Συμβάσεις, την ένταξη της χώρας μας σε ένα αμοιβαία με τους δανειστές συμφωνημένο Πρόγραμμα εφαρμογής όρων  Δημοσιονομικής Πολιτικής (Conditionality).

Επομένως, η διαπραγμάτευση πρέπει να επικεντρωθεί στο άκρως πολιτικό ζήτημα του μετασχηματισμού του Προγράμματος των όρων εφαρμογής της Δημοσιονομικής Πολιτικής (conditionality), που θεσπίσθηκαν ως ΜΝΗΜΟΝΙΟ Ι για την πρώτη δανειακή Σύμβαση και ως ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΙΙ για την δεύτερη δανειακή σύμβαση, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική είσπραξη των τοκοχρεωλυσίων από την Ελλάδα ως οφειλέτρια χώρα.

Τα Μνημόνια Ι και ΙΙ, έχει αποδειχθεί ότι, κατ’ ουσία, αποτελούσαν ένα σκληρόπολιτικό πρόγραμμα συγκεκριμένης ιδεολογικοπολιτικής κατεύθυνσης.

Ουσιαστικά, λοιπόν μπορούμε διαπραγματευτικά και πρέπει πολιτικά να καταργήσουμε τα Μνημόνια και τις νομικές επιπτώσεις τους, στην έκταση που δεν προσκρούουν σε πάγια διαμορφωμένες καταστάσεις, και να τα αντικαταστήσουμε με ένα πλαίσιο Conditionality, κατά τρόπο σύμφωνο με την πρόσφατη ετυμηγορία του ελληνικού λαού, συμβατό με το Κυβερνητικό Σχέδιο για την Ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας και αμοιβαία αποδεκτό από τους δανειστές, για την εκπλήρωση της θεσμικής  υποχρέωσης υπαγωγής της χώρας μας σε ένα Πρόγραμμα, που θα διασφαλίζει την απρόσκοπτη καταβολή των δανειακών δόσεων, αλλά και την αναγκαία συμμετοχή στα Προγράμματα Ποσοτικής Χαλάρωσης και Επείγουσας Ρευστότητας προς τον Τραπεζικό τομέα (ELA) της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας, σταδιακώς εξελισσόμενου έσχατου δανειστού.

Εάν δεν ήταν ο όρος φορτισμένος αρνητικά, θα έπρεπε να διακηρύξουμε ότι καταρτίζουμε το Μνημόνιο της Αριστεράς, πολιτικό πρόγραμμα διάσωσης των υπερχρεωμένων κρατών της Ενωσης.

Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για την Αριστερά της Ευρώπης !!!

πηγή: Επίκαιρα