Προτάσεις και προοπτικές για το ευρωστρατό.
 
Γράφει ο Γ. Σέκερης

Σε πρόσφατη συνέντευξή του προς γερμανική εφημερίδα, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γιούνκερ  ετάχθη υπέρ της δημιουργίας «Ευρωπαϊκού Στρατού». Μολονότι δε συνέδεσε αμεσότερα την πρότασή του αυτή – την οποία σημειωτέον είχε ήδη διατυπώσει ως υποψήφιος για την παρούσα κοινοτική θέση του – με  τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη, [i] επανέφερε έτσι επί τάπητος ένα ζήτημα στενά συνυφασμένο αρχήθεν με το όλο ευρωενωσιακό εγχείρημα· και το οποίο έχει έκτοτε αποδειχθεί το πλέον ακανθώδες, συγχρόνως όμως και καθοριστικής σημασίας, για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
 
Λησμονείται συχνά ότι ήδη κατά τη δεκαετία  του ’50, παράλληλα με την προώθηση του οικονομικού σκέλους της ενοποιητικής προσπάθειας υπό τη μορφή αρχικά της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος (ΕΚΑΧ) και εν συνεχεία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), επιδιώχθηκε η σύσταση αντίστοιχου οργανισμού στον πολιτικο-στρατιωτικό τομέα. Η εγκατάλειψη, όμως, εθνικής κυριαρχίας στον τελευταίο αυτόν αποδείχθηκε πολύ προβληματικότερη από ό,τι στον οικονομικό. Με τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση να απορρίπτει, τον Αύγουστο 1954, σχέδιο συγκρότησης μιας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας – και με το ΝΑΤΟ να παραμένει ως εκ τούτου ο κύριος, και ουσιαστικά ο μόνος αποτελεσματικός, φορέας ευρωπαϊκής ασφάλειας. [ii]

Αναβαθμίζοντας την ΕΟΚ  σε μια πολύ πλέον φιλόδοξη, πολυδιάστατη « Ευρωπαϊκή Ένωση», η Συνθήκη του Μάαστριχτ  παρέσχε την επόμενη μεγάλη ευκαιρία για τη δρομολόγηση μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής αμυντικής δύναμης. Και πράγματι, το  υπογραφέν την 7η Φεβρουαρίου 1992 σχετικό κείμενο έδωσε λαβή σε μεγάλες προσδοκίες· καθώς, όχι μόνο καθιέρωνε μια Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), αλλά και αναφερόταν στην «εν καιρώ διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής  πολιτικής, η οποία μπορεί σε δεδομένη στιγμή να οδηγήσει σε κοινή άμυνα». Όμως παρά τις έκτοτε επανειλημμένες προσπάθειες –  με κυριότερη ίσως την θεσμοθέτηση το 1999 της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΠΑΑ), μετονομασθείσα δέκα χρόνια αργότερα από τη Συνθήκη της Λισαβώνας σε Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ) – οι προσδοκίες αυτές δεν ευοδώθηκαν.
***
 
Όπερ εναργώς προκύπτει και από Έκθεση συνταχθείσα προσφάτως από Ομάδα Εργασίας του έγκυρου Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής υπό την προεδρία του πρώην Υπάτου Επιτρόπου της ΕΕ για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτικής Ασφάλειας, Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, και υπουργού εξωτερικών της Ισπανίας Χαβιέ Σολάνα. Πρόκειται για ένα σημαντικό κείμενο, το οποίο, υπό τον εύγλωττο τίτλο Περισσότερη Ενότητα στην Ευρωπαϊκή Πολιτική,[iii]  αναδεικνύει την ανεπάρκεια του πολιτικο-στρατιωτικού σκέλους  της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση των μεγάλων γεωπολιτικών προκλήσεων στις οποίες είναι σήμερα εκτεθειμένος ο κοινοτικός χώρος · και εισηγείται μέτρα συμπλέοντα με την έκκληση του κ. Γιούνκερ για την συγκρότηση αυτοδύναμης ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης.
 
Και ως προς μεν το νέο διεθνές περιβάλλον η Έκθεση: διαπιστώνει ότι «[ηΕΕ είναι αντιμέτωπη με ένα τόξο αστάθειας εκτεινόμενο από το Σαχέλ έως το Κέρας της Αφρικής, και εκείθεν προς Μέση Ανατολή και Καύκασο, μέχρι τις νέες μετωπικές γραμμές (frontlines) στην Ανατολική Ευρώπη» · τονίζει ότι οι σχετικές απειλές  και κίνδυνοι προσλαμβάνουν ποικίλες, πέραν της στενά στρατιωτικής, μορφές, όπως η διασπορά όπλων μαζική καταστροφής,  η τρομοκρατία, το οικονομικό και ενεργειακό όπλο, και ο υβριδικός πόλεμος · επισημαίνει ιδιαίτερα την «επιθετική πολιτική της Ρωσίας» · και εκφράζει τον φόβο ότι η επανεξισορρόπηση της αμερικανικής πολιτικής προς ασιατική κατεύθυνση «ενδέχεται να έχει…αρνητικό αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια».[iv]
 
Ενώ σε ό,τι αφορά στην ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ανταποκριθεί στις προκλήσεις αυτές εκτιμά ότι «[ηΚοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ) είναι ο πλέον αδύνατος κρίκος στο εγχείρημα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μακροχρόνια προσκόμματα, όπως οι διαφορές εκτίμησης της απειλής και στρατηγικής κουλτούρας μεταξύ κρατών μελών, ,,,,και σε μερικές περιπτώσεις και έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης, εμποδίζουν την περαιτέρω συσσωμάτωση». Και αποδίδει ειδικότερα στις δυσλειτουργίες αυτές, αφ’ ενός, την δυσχέρανση της σύμπραξης των στρατιωτικών δυνάμεων των κοινοτικών εταίρων προς εκτέλεση κοινών αποστολών, και, αφ’ ετέρου, τη σπατάλη αμυντικών πόρων λόγω επικάλυψης ικανοτήτων και ανεπαρκούς διαλειτουργικότητας.
 
Υπό το φως δε των διαπιστώσεων αυτών, θεωρεί επιτακτική τη λήψη «πρωτόγνωρων μέτρων προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στον τομέα άμυνας και ασφάλειας». Και καλούν,  πιο συγκεκριμένα,  το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να δρομολογήσει, με την συμμετοχή, κατά το προηγούμενο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ),  όσων κοινοτικών εταίρων το επιθυμούν και συγχρόνως πληρούν τα σχετικά κριτήρια, τη συγκρότηση μιας «Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης» (ΕΑΕ) ικανής, το μεν να συμβάλει συμπληρωματικά προς το ΝΑΤΟ στην «εδαφική άμυνα» των εταίρων, το δε να διεξάγει «αυτονόμως επεμβατικές επιχειρήσεις πέραν των συνόρων της ΕΕ». [v]
 
***
 
Τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο είναι πολύ πρόωρο να εκτιμηθεί ο ουσιαστικός μελλοντικός αντίκτυπος των προτάσεων του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής. Ακόμη όμως και οι πρώτες αντιδράσεις στην συνέντευξη του κ. Γιούνκερ – η Έκθεση Σολάνα δεν έχει ακόμη τύχει σοβαρού δημόσιου σχολιασμού – είναι πιθανότατα ενδεικτικές του πολιτικού κλίματος εντός του οποίου θα διεξαχθεί ο περαιτέρω διάλογος για την ευρωπαϊκή άμυνα.

Σύμφωνα με την Φαϊνάνσιαλ Τάιμς,[vi]  «[τ]α μεγάλα κράτη μέλη είναι…διχασμένα ως προς την ιδέα του ευρωπαϊκού στρατού, με τις [προτάσεις Γιούνκερ] να καλωσορίζονται επιφυλακτικά από πολλούς εκ των αρχαιοτέρων Γερμανών πολιτικών, αλλά να έχουν επανειλημμένως απορριφθεί κατηγορηματικά από σειρά βρετανικών κυβερνήσεων.» Διευκρινίζει δε η έγκυρη βρετανική εφημερίδα ότι, ενώ η υπουργός άμυνας της Γερμανίας καλωσόρισε κατ’ αρχήν την ιδέα αυτή, ο Βρετανός κυβερνητικός εκπρόσωπος την απέκρουσε κατηγορηματικά.[vii] Οι τοποθετήσεις δε αυτές της βρετανικής και γερμανικής ηγεσίας ουδόλως εκπλήσσουν. Η αντίθεση αρχής του Λονδίνου στην ομοσπονδίωση της Ευρώπης – ιδιαίτατα σε ό,τι αφορά στον στρατιωτικό τομέα – και η προσήλωσή του στους δεσμούς του με τα μέλη της Κοινοπολιτείας, στην «ειδική σχέση» του με την Ουάσιγκτον, και, ακριβώς λόγω της αμερικανικής συμμετοχής, στο ΝΑΤΟ ως άξονα της ευρωπαϊκής άμυνας είναι από μακρού γνωστά. Με τις εκάστοτε βρετανικές κυβερνήσεις να διατηρούν, ως προς την εντός της ΕΕ στρατιωτική συνεργασία, ελευθερία επιλογής των κοινοτικών εταίρων με τους οποίους συμπράττουν, καθώς και του τρόπου, χώρου, και χρόνου διεξαγωγής των κοινών επιχειρήσεων. Και από την άλλη, είναι επίσης γνωστόν ότι, μετά τον Β! Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί ιθύνοντες ευνοούν σταθερά τη θεσμοθέτηση μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας· κατά κύριο ίσως λόγο προκειμένου η χώρα τους να αποκτήσει στρατιωτική ισχύ αντίστοιχη προς το δημογραφικό, οικονομικό, και γεωπολιτικό της βάρος – κάτι που παραμένει πάντοτε ζητούμενο – υπό συνθήκες καθησυχάζουσες  τους εκτός  συνόρων ανησυχούντες, αλλά και μια μεγάλη μερίδα της γερμανικής κοινής γνώμης που, από αντίδραση στον καταστροφικό μιλιταρισμό του παρελθόντος, εμφορείται από έναν ακραίο ειρηνισμό.
 
Με δεδομένες δε τις θέσεις αυτές των δύο από τους «μεγάλους» κοινοτικούς εταίρους,  προφανής είναι η σημασία που προσλαμβάνει η στάση του τρίτου, και υπό έποψη στρατιωτικής ισχύος δεύτερου τη τάξει – ήτοι της Γαλλίας.  Ένθερμος κατ’ αρχήν θιασώτης της ευρωπαϊκής  ενοποίησης και εν πολλοίς πρωταγωνιστής στις σχετικές διεργασίες, το Παρίσι, όπως ήδη σημειώθηκε, λειτούργησε εν τούτοις προ εξηκονταετίας ως «νεκροθάφτης» της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας. Και έκτοτε, ναι μεν τάσσεται υπέρ της κοινοτικής στρατιωτικής συνεργασίας – σε αντίθεση με την επιφυλακτικότητά του έναντι του ΝΑΤΟ, του οποίου μάλιστα για ικανό χρονικό διάστημα εγκατέλειψε την στρατιωτική δομή – πλην όμως παραμένει στερρώς προσκολλημένο στην στρατιωτική του αυτοτέλεια· εγγύτερο ως προς τούτο προς το Λονδίνο παρά προς το Βερολίνο.  Άλλωστε, η εθνική στρατιωτική ισχύς, συμπεριλαμβανομένου και του πυρηνικού οπλοστασίου, σε συνδυασμό και με την έδρα μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, σημαίνει και για τους Γάλλους, όπως και για τους Βρετανούς, ευπρόσδεκτη προσαύξηση του διεθνούς των εκτοπίσματος – ειδικότερα μάλιστα έναντι μιας επανενωμένης Γερμανίας υπερτερούσης της Γαλλίας και δημογραφικά και οικονομικά, πλην όμως στρατιωτικά υποδεέστερης. [viii] Και άρα είναι αμφίβολο κατά πόσον η γαλλική ηγεσία – η οποία επί του παρόντος μάλλον «ποιεί την νήσσαν» – θα θυσιάσει το πλεονέκτημα αυτό, συμπράττοντας ενεργώς στη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού στρατού αξίου του ονόματος.
 
Τέλος, μένει να διευκρινισθούν οι εκτιμήσεις και προθέσεις έναντι των προτάσεων Γιούνκερ/CEPS του ασφαλώς όχι αμελητέου υπερατλαντικού παράγοντος. Ο οποίος επί μακρόν έχει τηρήσει στάση άκρως επιφυλακτική και έως και ενεργώς αντιθετική έναντι της αμυντικής αυτονόμησης της ΕΕ, κρίνοντας μια τέτοια εξέλιξη υπονομευτική της Ατλαντικής Συμμαχίας και της αμερικανικής παρουσίας στον ευρωπαϊκό χώρο. Με τους συντάκτες όμως της Έκθεσης CEPS  να εκτιμούν ότι «[ε]νώ προ δεκαετίας οι Ηνωμένες Πολιτείες αντετίθεντο στην ανάπτυξη εντός της ΕΕ χωριστών αμυντικών δομών, η δημιουργία [των δομών αυτών] έχει έκτοτε αποβεί αυτονόητη»· και να επιχειρηματολογούν ότι  «[ε]νέργειες για τη βελτίωση των ιδίων ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων θα ενίσχυαν την επιρροή της Ευρώπης εντός του ΝΑΤΟ και συγχρόνως θα αύξαναν την αξιοπιστία της Διατλαντικής Συμμαχίας, εμποδίζοντας έτσι την τελευταία αυτή να εκφυλισθεί, κατά τη γνωστή ρήση του πρώην Αμερικανού υπουργού άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς, σε ‘συλλογική στρατιωτική ασημαντότητα’».  Και πάλι μόνο ο χρόνος θα δείξει κατά πόσον η αισιόδοξη αυτή ανάγνωση των αμερικανικών απόψεων είναι ακριβής – ή απλώς εκφράζει ευσεβείς πόθους ευρωπαϊστών.
 
***
 
Μολονότι οι όποιες προβλέψεις εν προκειμένω είναι παρακινδυνευμένες, οι πιθανότητες το όραμα του «ευρωστρατού» να λάβει σάρκα και οστά στο προσεχές μέλλον φαίνονται μάλλον ισχνές – ιδίως με δεδομένη και την ενίσχυση του ευρωσκεπτικιστικού ρεύματος κατά και μετά τις τελευταίες ευρωεκλογές. Χωρίς ωστόσο να μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η πίεση των γεωπολιτικών προκλήσεων να οδηγήσει σε τόνωση της διακρατικής στρατιωτικής συνεργασίας των κοινοτικών εταίρων· και ίσως, κάποια στιγμή, και προς μια «συνεκτικότερη» Ευρώπη – του στρατιωτικού σκέλους συμπεριλαμβανομένου.
 

 

Ενώ η όλη κινητικότητα περί την ευρωπαϊκή στρατιωτική διάσταση παρουσιάζει προφανές ενδιαφέρον και για την Ελλάδα. Έχουμε, ειδικότερα, ισχυρούς λόγους να προσβλέπουμε στη συγκρότηση μιας «αμυντικής Ευρώπης» που θα δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στην εντελώς θεωρητική, αυτή τη στιγμή, έννοια «ευρωπαϊκά σύνορα»,  και στη συλλογική προστασία τους. Τόσω μάλλον που από τους σχετικούς μηχανισμούς η Τουρκία θα είναι εκ των πραγμάτων απούσα– σε αντίθεση με τα ισχύοντα στο ΝΑΤΟ, όπου η παρουσία της συχνά αποβαίνει εις βάρος των συμφερόντων μας. Η Αθήνα οφείλει συνεπώς να παρακολουθεί αγρύπνως τις σχετικές  διεργασίες, προκειμένου να μεριμνήσει για την έγκαιρη ένταξη της χώρας μας στον σκληρό στρατιωτικό πυρήνα της κοινοτικής Ευρώπης οψέποτε αυτός συγκροτηθεί. 

 

 


 

[i] Βλ.Juncker will EUArmee Die Welt, 8-3-2015. Κατά τον Jean Claude Juncker, «[έ]νας τέτοιος στρατός θα μας βοηθούσε να διαμορφώσουμε μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και να επωμισθούμε από κοινού τις ευθύνες της Ευρώπης στον κόσμο». Προσέθεσε δε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και πρώην πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου ότι, χάρις στον δικό της στρατό, «η Ευρώπη θα μπορούσε να αντιδράσει αξιόπιστα σε μια απειλή κατά της ειρήνης σε κράτος μέλος της ή σε γειτονική της χώρα. Και να πείσει την Ρωσία ότι εννοούμε τα περί προάσπισης των αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Επίσης: Jean-Claude Juncker calls for creation of EU army, Financial Times, 8 -3-2015.
 

[ii] Η λίγους μήνες αργότερα συσταθείσα, με βρετανική κυρίως πρωτοβουλία, Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση είχε αμιγώς διακρατικό χαρακτήρα, τελικώς δε η συμβολή της στην ευρωπαϊκή άμυνα αποδείχθηκε μάλλον εικονική. Καταργήθηκε επισήμως το 2011.

[iii] Βλ. MORE UNION IN EUROPEAN DEFENCE, Centre for European Policy Studies CEPS, February 2015, http://www.ceps.eu .  

[iv] Τονίζεται συναφώς ότι «[ο]ι ΗΠΑ παραμένουν η μόνη στρατιωτική υπερδύναμη στον κόσμο ως προς τις αμυντικές δαπάνες (σχεδόν δεκαπλάσιες από εκείνες του αμέσως επομένου που είναι η Κίνα)· την υψηλή τεχνολογία υλικού και λογισμικού· τη δοκιμασμένη πολεμική εμπειρία·  και την παγκόσμια εμβέλεια.»

[v] Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την Έκθεση, «η ΕΕ πρέπει να είναι έτοιμη να αναλάβει το πλήρες φάσμα των «αποστολών Πέτεσμπεργκ. Ονομασθείσες από τοποθεσία πλησίον της Βόννης, όπου το πρώτον κατεγράφησαν, οι αποστολές αυτές περιλαμβάνουν ‘κοινές επιχειρήσεις αφοπλισμού, αποστολές ανθρωπιστικές και διάσωσης, αποστολές παροχής στρατιωτικών συμβουλών και βοηθείας, και αποστολές αποτροπής συγκρούσεων και διατήρησης  ειρήνης, αποστολές μαχίμων δυνάμεων για διαχείριση κρίσεων, της ειρήνευσης και της μετασυγκρουσιακής σταθεροποίησης περιλαμβανομένων ’». Ενώ, «[σ]ε περίπτωση επίθεσης κατά των εθνικών εδαφών [territorial attack on thehomeland’]  της ΕΕ με συμβατικά ή ανατρεπτικά μέσα, η ευρωενωσιακή άμυνα θα πρέπει να παίξει ρόλο συμπληρωματικό προς εκείνον του ΝΑΤΟ υπό το Άρθρο 5 της Συνθήκης της Ουάσιγκτον» .

[vi] Βλ. ως άνω υποσημείωση i.

[vii] Η σχετική δήλωσης της κυρίας Ursula von der Leyen  έχει ως ακολούθως: «Νομίζω ότι σε ό,τι αφορά στηνBundeswehr [γερμανικές ένοπλες δυνάμεις] θα είμεθα επίσης διατεθειμένοι, υπό οριμσένες συνθκήκες, να θέσουμε μονάδες υπό τον έλεγχο άλλου έθνους. Η διαπλοκή στρατών με την προοπτική κάποτε να έχουμε έναν Ευρωπαϊκό Στρατό είναι, κατά τη γνώμη μου, το μέλλον.» Ενώ η εκπρόσωπος του κ. Κάμερον δήλωσε, αντιθέτως, ότι « [η] κρυστάλλινης διαύγειας θέση μας είναι ότι η άμυνα είναι εθνική όχι ευρωενωσιακή ευθύνη, και ότι δεν υφίσταται προοπτική αλλαγής της θέσης αυτής ή ευρωπαϊκού στρατού.».

[viii] Μολονότι οι στρατιωτικές δαπάνες του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, και της Γερμανίας είναι συγκρίσιμες (σύμφωνα με το έγκυρο Military Balance του Institute of Strategic Studies του Λονδίνου το 2014 ανήλθαν αντιστοίχως σε 61.8, 53.1, και 49.9 δισεκατομμύρια δολάρια) και στις κατατάξεις στρατιωτικής ισχύος οι τρεις αυτοί κοινοτικοί εταίροι τοποθετούνται κατά κανόνα πολύ κοντά (βλ. π.χ.www.globalfirepower.com/countries-comparison.asp, όπου, αντιστοίχως, καταλαμβάνουν την 5η, 6η, και 8η θέση παγκοσμίως), η μείζων μεταξύ τους διαφορά έγκειται ωστόσο στο ότι Λονδίνο και Παρίσι, σε αντιδιαστολή με τους Γερμανούς, διαθέτουν πυρηνικό οπλοστάσιο και είναι σε θέση να προβάλλουν αξιοπίστως στρατιωτική ισχύ εκτός ευρωενωσιακού χώρου. Όχι χωρίς κάποια δόση κακεντρέχειας, ο καθηγητής του  Πανεπιστημίου Columbia Mark Lilla, σε πρόσφατο άρθρο του στην έγκριτη ελβετική εφημερίδα Neue Zürcher Zeitungπαρατηρεί συναφώς ότι «στην Ουκρανία η Γερμανία έδειξε και πάλι ότι μπορεί να είναι μείζων διπλωματική δύναμη, αρκεί η αποστολή να έγκειται στην αποφυγή του πολέμου και όχι στη διεξαγωγή του». Βλ. A World Order without Europe? NZZ, 23-3-2015.
 
*Το παρόν κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το επόμενο φύλλο των «Εθνικών Επάλξεων»