του Βαγγέλη Αντωνιάδη

Είναι πλέον σαφές πως η εμφύλια σύγκρουση στην Ουκρανία εκφυλίστηκε σε μία μακράς διαρκείας πολεμική αναμέτρηση με πρωτόγονα χαρακτηριστικά, προφανή εμπλοκή τρίτων δυνάμεων και εξωτερικών παραγόντων και τεράστιες απώλειες μεταξύ του άμαχου πληθυσμού, που κατάργησε τα όρια μεταξύ ειρήνης και πολέμου, καθιστώντας για ακόμα μία φορά απολύτως σαφές πως οι έννοιες της άμυνας και της ασφάλειας είναι πλήρως ενοποιημένες στη σύγχρονη εποχή. 

Σταδιακά οι εξελίξεις στην Ουκρανία και η επιθετική στάση της Ρωσίας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιστούν σαφές πως οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν να θεωρούνται ως ο απόλυτος εχθρός από την ρωσική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία.

Στο πλαίσιο άλλωστε της παραδοσιακής διεθνοπολιτικής ανάλυσης η Ρωσία φαίνεται να είναι ο μεγάλος νικητής της Ουκρανικής κρίσης καθώς ανακτά εδάφη, ενώ η εικόνα του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν ενισχύθηκε θεαματικά τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στην συνείδηση των εκτός Ρωσίας ρωσικών και ρωσόφωνων πληθυσμών, που του προσδίδουν πλέον χαρακτήρα πανεθνικού ηγέτη.

Ταυτόχρονα η Μόσχα φαίνεται να προχωρά στα πρώτα βήματα υλοποίησης του σημαντικότερου μεταψυχροπολεμικού στρατηγικού της στόχου, δηλαδή στην αποκατάσταση της ρωσικής επιρροής ή ακόμα και κυριαρχίας σε όλα τα κράτη που κάποτε συγκροτούσαν την ΕΣΣΔ, ενώ η στήριξη της Κίνας και της Ινδίας τόσο στα πλαίσια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών όσο και έξω από αυτόν αποδεικνύει πως έχει ισχυρούς στρατηγικούς εταίρους στην προσπάθεια ικανοποίησης των διεκδικήσεων της, που δυνητικά σχηματίζουν μία ισχυρότατη ευρασιατική συμμαχία απέναντι στην Δύση.

Όμως στην αντιπαράθεση με την Ρωσία, η Δύση και ειδικά οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπαρατάσσουν το υπέρτατο όπλο της οικονομίας, το ίδιο όπλο που στην τελευταία φάση του ψυχρού πολέμου, και ειδικά στην περίοδο διακυβέρνησης από τον Ronald Reagan, δημιούργησε χάσμα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ και οδήγησε στη διάλυση της δεύτερης. Η πορεία των γεγονότων άλλωστε κατέστησε σαφές πως η Ρωσία είναι ευάλωτη οικονομικά λόγω της ενσωμάτωσης της στις διεθνείς αγορές, καθώς η χρηματοδότηση της ρωσικής οικονομίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτές, ενώ η ίδια μπορεί να τις επηρεάσει σε πολύ μικρότερο βαθμό από τους αντιπάλους της.

Αξιοσημείωτο είναι πως η κρίση στην Ουκρανία αύξησε το κόστος δανεισμού της χώρας στο 9,4%, αυξάνοντας σε δυσθεώρητα ύψη το κόστος λειτουργίας της ρωσικής κρατικής μηχανής, την ώρα που εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης όπως οι εξαγωγές και η πώληση πετρελαίου και φυσικού αερίου μοιάζουν ιδιαίτερα επισφαλείς. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η παγκόσμια τράπεζα, το ρωσικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 1,8% στην διάρκεια του οικονομικού έτους 2014. Ταυτόχρονα η επιβράδυνση της οικονομίας, η υποχρηματοδότησή της και η κατάρρευση της πραγματικής οικονομίας στο εσωτερικό της αχανούς χώρας επαναφέρουν με δραματικό τρόπο μνήμες της ύστερης Σοβιετικής περιόδου.

Σταδιακά γίνεται ολοένα και πιο προφανές πως η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που τύλιξε τον πλανήτη μετεξελίσσεται σε γεωπολιτική, καθώς η κλιμάκωση της σύγκρουσης Δύσης-Ρωσίας με επίκεντρο την Ουκρανία αναβιώνει ψυχροπολεμικούς όρους σύγκρουσης αλλά και συμβολικές κινήσεις που έχουν να κάνουν με μετακινήσεις στρατιωτικών δυνάμεων και στοχεύσεις τεράστιων γεωγραφικών εκτάσεων από προηγούμενα πυραυλικά συστήματα αλλά και με την χρήση μεγάλου όγκου κεφαλαίων ως μοχλού πίεσης. Τα δραματικά γεγονότα στην Ουκρανία λοιπόν, αποτελούν μία ιστορική νομοτέλεια που προκάλεσε η επιδίωξη των Ηνωμένων Πολιτειών για επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς για την αναχαίτιση της ρωσικής πολιτικής επέκτασης, αλλά και της επιδίωξης του Βερολίνου για την δημιουργία μίας οικονομικής και πολιτικής ζώνης επιρροής στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη που βαθμιαία έφερνε σε σύγκρουση τις δύο κυρίαρχες δυνάμεις της δύσης με την ρωσική ομοσπονδία και την προσπάθεια της Μόσχας να αποκαταστήσει την ρωσική επιρροή στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης.

Έμπειροι αναλυτές υπογραμμίζουν πως το Κρεμλίνο μετά την Ουκρανία έχει την δυνατότητα να αποσταθεροποιήσει και άλλες γειτονικές χώρες όπως την Μολδαβία, την Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν, αλλά ακόμα και κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως οι χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία.

Παράλληλα, στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ ενισχύεται η άποψη πως η συμμαχία οφείλει να προετοιμαστεί κατάλληλα με στόχο να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα των χωρών της Βαλτικής και της ανατολικής Ευρώπης, ειδικά αν το Ουκρανικό ζήτημα λήξει με τρόπο ευνοϊκό για τα ρωσικά συμφέροντα. Ενώ ήδη κερδίζει έδαφος η άποψη της εγκατάστασης ισχυρών χερσαίων στρατιωτικών δυνάμεων που θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά σε μία δυνητική προσπάθεια αποσταθεροποίησης, επιλογή σαφώς προτιμότερη από μία πολεμική προσπάθεια αναίρεσης τετελεσμένων που θα δημιουργήσει μία εξέγερση ανάλογη με αυτή της Κριμαίας και της ανατολικής Ουκρανίας ή μία στρατιωτική εισβολή, καθώς με αυτόν τον τρόπο οποιαδήποτε προσπάθεια αποσταθεροποίησης θα μεταφραζόταν σε πολεμική ενέργεια εναντίον της δύσης και θα σήμαινε την άμεση εμπλοκή με το ΝΑΤΟ και αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Γίνεται σαφές λοιπόν πως η παρουσία του Νατοϊκών δυνάμεων θα ενίσχυσε το αίσθημα ασφάλειας στις απειλούμενες χώρες και απέτρεπε την υιοθέτηση στρατηγικής πρώτου πλήγματος (first strike policy) από πλευράς Ρωσίας. Σε αντίθεση με πρόσφατες περιόδους, ο διεθνής ανταγωνισμός κλιμακώνεται σε όλα τα πεδία, αποδομώντας τις ψευδαισθήσεις ενός παγκοσμιοποιημένου και πασιφιστικού πλανήτη, διαμορφώνοντας κυρίαρχα μπλοκ και επιβεβαιώνοντας για ακόμα μία φορά την Μακιντεριανή θεωρία διάκρισης των ισχυρών του πλανήτη σε ναυτικές-θαλάσσιες και χερσαίες δυνάμεις.

Νομοτελειακά λοιπόν, η πόλωση ξεπερνά εθνικά σύνορα και επαναφέρει το έθνος-κράτος αλλά και συνεργατικά μοντέλα εθνικών κρατών ως κυρίαρχα γεωπολιτικά μεγέθη, επανακαθορίζοντας το διεθνές σύστημα και τις διακρατικές δυνάμεις…