Αρνητικές οι προβλέψεις της αμερικανικής εταιρίας αναλύσεων για την οικονομία

-Η πρόσφατη οικονομική ανάπτυξη της Ισπανίας επισκιάζεται από σταθερά χαμηλούς μισθούς και μια ανεπιθύμητη αύξηση της προσωρινής/μερικής απασχόλησης εργασίας.

-Παρά την αύξηση των εξαγωγών λόγω της εσωτερικής υποτίμησης, το εμπορικό έλλειμμα συνεχίζει να αυξάνεται.

-Τα πολιτικά κόμματα που υπόσχονται οικονομική ευρωστία χάνουν το πλεονέκτημα, και είναι ολοένα και πιο κατακερματισμένα.

-Εξαιτίας μιας διαιρεμένης κυβέρνησης, η Ισπανία δεν θα μπορέσει να διατηρήσει την πορεία της οικονομικής ανάκαμψης.

Ανάλυση

Έξι χρόνια οικονομικής κρίσης, η ισπανική οικονομία βλέπει τελικά κάποια αξιοπρεπή ανάπτυξη. Κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του έτους, το ΑΕΠ της Ισπανίας αυξήθηκε κατά 0,9%,  και, όπως είπε πρόσφατα η Μαδρίτης, αναμένει η ετήσια ανάπτυξη να είναι κοντά στο 3%. Η χώρα είχε επίσης πτώση στα ποσοστά ανεργίας, με την Eurostat να αναφέρει 25,1% για πέρυσι και 23% για τον Μάρτιο. Η κυβέρνηση στη Μαδρίτη αποδίδει τη βελτίωση στους δείκτες στις χρηματοδοτούμενες ευρωπαϊκές πολιτικές που εφάρμοσε η συντηρητική κυβέρνηση. Η πραγματικότητα, όμως, είναι λίγο διαφορετική.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποίησε πρόσφατα ότι το ΑΕΠ της Ισπανίας παραμένει κάτω από τα επίπεδα της προ της κρίσης περιόδου, και δεν πρόκειται να επιστρέψει στα επίπεδα του 2008, τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια. Η αγορά εργασίας της Ισπανίας, επίσης, δεν αναμένεται σύντομα να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η ανεργία θα εξακολουθεί να επηρεάζει έναν στους πέντε ισπανούς εργαζομένους το 2020.

Εκτός από τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, πολλοί Ισπανοί έχουν πληγεί από την επισφαλή και προσωρινή απασχόληση. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μόνο μια στις 10 συμβάσεις εργασίας που υπεγράφη τον Μάρτιο ήταν για μόνιμη θέση. Κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2015, ο αριθμός των ατόμων που εργάζονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου αυξήθηκε κατά 5,42% από έτος σε έτος, ενώ ο αριθμός των μόνιμων συμβάσεων αυξήθηκε μόνο κατά 2,71%.

Η Ισπανία βιώνει επίσης αύξηση των θέσεων μερικής απασχόλησης. Κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, ο αριθμός των ατόμων που εργάζονται σε θέσεις πλήρους απασχόλησης αυξήθηκε κατά 2,91% από έτος σε έτος, ενώ ο αριθμός των ατόμων στην μερική απασχόληση (αυξήθηκε) κατά 3,83%. Σχεδόν δύο στους 10 εργαζομένους εργάζονται λιγότερο από 35 ώρες την εβδομάδα. Αυτό δεν είναι ασυνήθιστο στην Ευρώπη, με χώρες όπως η Ολλανδία που έχουν υψηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης. Ωστόσο, η κατάσταση στην Ισπανία δεν είναι από επιλογή, την ώρα που οι περισσότεροι εργαζόμενοι στην μερική απασχόληση θα προτιμούσαν μια θέση πλήρους απασχόλησης.

Στατιστικά στοιχεία από το Ισπανικό Υπουργείο Εργασίας αποκαλύπτουν επίσης ότι οι τρεις πιο κοινές θέσεις εργασίας που καλύφθηκαν κατά το πρώτο τρίμηνο του 2015 ήταν εργάτες σε αγροτικές εργασίες, σερβιτόροι και καθαριστές. Τον Απρίλιο, ο μήνας που ξεκινά η τουριστική σεζόν στην Ισπανία, σχεδόν το ήμισυ των νέων θέσεων εργασίας ήταν στα ξενοδοχεία – κυρίως με συμβάσεις που λήγουν εντός του έτους.

Τέλος, οι μισθοί είναι στάσιμοι. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι μισθοί στην Ισπανία μειώθηκαν 1,8% το 2014. Το 2008, ο μέσος ωριαίος μισθός στην Ισπανία ήταν 24,3% κάτω από το μέσο όρο της ευρωζώνης, και αντίστοιχα το 2014, 27,3%. Στην Ελλάδα η αλλαγή ήταν πιο δραματική. Κατά την ίδια περίοδο, το μέσο ωρομίσθιο αυξήθηκε από 29% στο 46,4% κάτω από το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Οι οικονομικές επιδράσεις της εσωτερικής υποτίμησης

Οι πολιτικές που εφάρμοσε η συντηρητική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Mαριάνο Ραχόι τα τελευταία τέσσερα χρόνια αποτελούν μέρος της λεγόμενης εσωτερικής υποτίμησης – η προσπάθεια αποκατάστασης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας. Οι εσωτερικές υποτιμήσεις συχνά θεωρούνται ως μια εναλλακτική λύση για τις “παραδοσιακές” υποτιμήσεις, οι οποίες αφορούν στη νομισματική πολιτική. Παραδοσιακά, η Ισπανία θα αντιμετώπιζε την οικονομική κρίση ελέγχοντάς το νόμισμά της, με την συγκεκριμένη επιλογή να μην είναι πλέον διαθέσιμη, λόγω του ευρώ.

Η εσωτερική υποτίμηση της Ισπανίας είχε μικτά αποτελέσματα. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομίας, οι εξαγωγές αυξήθηκαν 26% μεταξύ 2008 και 2014. Το 2014, οι εξαγωγές της Ισπανίας ξεπέρασαν τα 240 δις ευρώ για πρώτη φορά. Ωστόσο, η χώρα εξακολουθεί να παρουσιάζει έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, το οποίο, μετά τη μείωση του στη διάρκεια της ύφεσης μεταξύ 2008-2013, άρχισε να αυξάνεται παράλληλα με την οικονομία το 2014.

Επιπλέον βελτιώνεται η εγχώρια κατανάλωση.  Οι τομείς των ακινήτων και του αυτοκινήτου έχουν δει μικρή ανάκαμψη μετά τις τεράστιες μειώσεις στη διάρκεια της κρίσης. Ωστόσο, λόγω της στασιμότητας των μισθών και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, η Ισπανία ενδεχομένως να μην μπορέσει να διατηρήσει την εγχώρια ζήτηση. Επίσης, το ιδιωτικό χρέος, εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή απειλή για την οικονομία της χώρας.  Ανέρχεται περίπου στο 178% του ΑΕΠ, γεγονός που σημαίνει ότι οι ισπανικές τράπεζες θα συνεχίσουν να είναι πολύ προσεκτικές στην παροχή νέων πιστώσεων, την ώρα που πολλά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα καθυστερήσουν τις αποφάσεις τους για κατανάλωση και επενδύσεις.

Παρά το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος δεν είναι τόσο υψηλό όσο της Ελλάδα ή της Ιταλίας, έχει αυξηθεί σταθερά από την έναρξη της κρίσης, πλησιάζοντας στο  100% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση της Μαδρίτης έχει μειώσει σταδιακά το έλλειμμά της, πιέζοντας τις περιφερειακές κυβερνήσεις να κάνουν το ίδιο. Αλλά το θετικό κλίμα που δημιουργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οδήγησε σε χαμηλότερα επιτόκια για τις χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Ως αποτέλεσμα, η Μαδρίτη εξαρτάται όλο και περισσότερο από το εξωτερικό της χρέος για τη χρηματοδότηση. Τα χαμηλά επιτόκια σίγουρα βοηθούν, αλλά τα πολύ χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού προκαλούν αύξηση του χρέους.

Η πρόσφατη οικονομική ανάπτυξη της Ισπανίας εξηγείται από δύο άλλους παράγοντες. Κατ’ αρχάς, ο τουρισμός είναι μία από τις λίγες δραστηριότητες που συνέχισαν να αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της κρίσης. Οι ξένοι επισκέπτες επέλεξαν την Ισπανία, λόγω της πτώσης των τιμών και της πολιτικής αστάθειας σε ανταγωνιστικούς προορισμούς (συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, της Αιγύπτου και ακόμα και της Ελλάδας). Δεύτερον, η Ισπανία, όπως και οι περισσότεροι της Ευρώπης, έχει επωφεληθεί από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου και το σχετικά φθηνό ευρώ. Η Μαδρίτη, ωστόσο, δεν μπορεί να υπολογίζει στους εξωτερικούς αυτούςπαράγοντες επ ‘αόριστον.

Οι πολιτικέςεπιπτώσεις των πολιτικών της Ισπανίας

Ενώ η εσωτερική υποτίμηση είχε ανάμικτες οικονομικές συνέπειες, οι πολιτικές της συνέπειες είναι πιο απλές. Η Ισπανία εξελίσσεται από ένα σταθερό, δικομματικό σύστημα σε ένα πιο εύθραυστο, πολυκομματικό σύστημα με πολύπλοκες συμμαχίες. Καθώς ο λαός έχει κουραστεί από τα παραδοσιακά κόμματα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πολιτικό περιβάλλον χωρίζεται σε τέσσερις ομάδες με συγκρίσιμα τα επίπεδα της λαϊκής στήριξης. Το συστημικό Λαϊκό Κόμμα (κεντροδεξιά) και το Σοσιαλιστικό Κόμμα (κέντρο-αριστερά) είναι όπως και οι αριστεροί Podemosκαι το κεντρώο Ciudadanos. Με την Ισπανία να έχει στις 24 Μαΐου περιφερειακές εκλογές και γενικές εκλογές πριν το τέλος του χρόνου, η κατανομή της εξουσίας στη χώρα το 2016 θα είναι πολύ διαφορετική.

Το κυβερνών Λαϊκό Κόμμα δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να πείσει τους ψηφοφόρους ότι θα έρθει γρήγορα η οικονομική ανάκαμψη, βιώσιμη και αισθητή για όλους τους Ισπανούς. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα αγωνίζεται να βρει την ισορροπία μεταξύ των υποσχέσεων για πολιτικές ανάπτυξης και των δεσμεύσεων της χώρας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι Podemos, στο μεταξύ, χάνουν έδαφος λόγω των εσωτερικών διαιρέσεων και της ανόδου των Ciudadanos, ενός κόμματος που προσελκύει διαδηλωτές, αντιστεκόμενο ωστόσο να χρησιμοποιήσει τη θυμωμένη ρητορική που απομακρύνει τους ψηφοφόρους από τους Podemos.

Αυτό θα οδηγήσει σε κατακερματισμό των κοινοβουλίων σε πολλές από τις αυτόνομες περιφέρειες της Ισπανίας και, κυρίως, σε εθνικό επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι η επόμενη κυβέρνηση στη Μαδρίτη θα αντιμετωπίσει μια ελαφρώς βελτιωμένη μακροοικονομική κατάσταση, τα αφύσικα υψηλά ποσοστά ανεργίας καθώς, η αύξηση της μερικής απασχόλησης και των προσωρινών θέσεων θα συνεχίσουν να απειλούν την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, κάνοντας πιο περίπλοκη τη λήψη αποφάσεων όσο κυλάει το έτος.