Η Αθήνα έχει δυσκολευτεί να πείσει τους εταίρους της στην Ευρωζώνη να συζητήσουν περί αναδιάρθρωσης χρέους. Αν όμως οι διαπραγματευτές επιλύσουν την τρέχουσα κρίση –οι οιωνοί δεν φαίνονται καλοί– τότε θα πρέπει να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η αναδιάρθρωση χρέους. Του HUGO DIXON / REUTERS BREAKINGVIEWS

Το ελληνικό δημόσιο χρέος, το οποίο αναδιαρθρώθηκε το 2012, είναι τεράστιο: 313 δισ. ευρώ ή στο 175% του ΑΕΠ. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του, περίπου 184 δισ. ευρώ, οφείλεται πλέον στις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης και έχει χαμηλή απόδοση.

Επιπλέον, η Ελλάδα δεν χρειάζεται να αρχίσει την αποπληρωμή του μέχρι το 2020 και τότε θα έχει στη διάθεσή της περισσότερα από 30 χρόνια ώστε να αποπληρώσει. Η παρούσα αξία του χρέους, δηλαδή πόσο αξίζει σήμερα, είναι συνεπώς πολύ μικρότερη από την ονομαστική του αξία. Ομως δεν είναι αυτή ολόκληρη η ιστορία. Η Ελλάδα έχει τέσσερις ακόμη πηγές δανεισμού: 27 δισ. ευρώ που χρωστάει στην ΕΚΤ και 20 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ, χρέος προς του ιδιώτες επενδυτές και βραχυπρόθεσμο χρέος. Το πρόβλημα βρίσκεται στο χρέος προς την ΕΚΤ και το ΔΝΤ διότι αυτό ωριμάζει μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Πράγματι, οι επόμενοι πέντε μήνες είναι κρίσιμοι, οπότε και πρέπει να αποπληρωθεί χρέος ύψους 10 δισ. ευρώ. Δεν είναι μόνο η Ελλάδα που θέλει την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, αλλά και το ΔΝΤ θεωρεί ότι είναι αναγκαία ώστε να καταστεί βιώσιμο της χρέος της Ελλάδας. Και η Ευρωζώνη θα βρίσκεται υπό πίεση ώστε να προσφέρει νέα δάνεια ώστε να καλυφθούν όλες οι αποπληρωμές προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ.

Επειδή η Ευρωζώνη δεν θα συμφωνήσει στη διαγραφή χρεών, η προφανής λύση είναι να δοθεί στην Αθήνα μεγαλύτερη περίοδος χάριτος και να επιμηκυνθεί η περίοδος αποπληρωμής των ομολόγων. Υπό αυτό το σενάριο, θα μειωθεί και πάλι η παρούσα αξία των χρεών. Ορισμένοι παρατηρούν ότι αυτή η επιλογή δεν θα περιορίσει το ονομαστικό μέγεθος του ελληνικού χρέους.

Αν και αυτό δεν θα πείραζε αν ήταν οι πάντες λογικοί και εστίαζαν στην παρούσα αξία του χρέους, θα μπορούσε να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη και να αποτρέψει την εμφάνιση ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης.

Η ελληνική κυβέρνηση έχει προτείνει να χωριστούν σε δύο μέρη τα χρέη προς την Ευρωζώνη. Το ένα μέρος θα έχει υψηλότερο επιτόκιο. Το άλλο δεν θα φέρει καθόλου επιτόκιο. Η Αθήνα επιθυμεί αυτό το ομόλογο μηδενικής απόδοσης να διαγραφεί σταδιακά.

Αν και η Ευρωζώνη δεν θα δεχθεί τη διαγραφή, το σχέδιο με τον χωρισμό του χρέους θα μπορούσε να αποδειχθεί λειτουργικό με μερικές αλλαγές. Το βασικό θέμα είναι ότι το μηδενικής απόδοσης ομόλογο θα έχει πολύ χαμηλότερη παρούσα αξία από την ονομαστική του. Αν μπορούσε η Ελλάδα να βρει ορισμένους οργανισμούς που θα αναλάμβαναν αυτό το χρέος έναντι πληρωμής ποσού ίσου με την παρούσα αξία του, τότε θα μείωνε σημαντικά την ονομαστική αξία του χρέους της. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα θα μπορούσε να πάρει νέο δάνειο όσο η παρούσα αξία του χρέους με μηδενικό επιτόκιο. Το χρέος αυτό μαζί με τα χρήματα τα δίνει σε μία εταιρεία.

Ετσι, η Ελλάδα διαγράφει το κομμάτι αυτού του χρέους. Η εταιρεία, από την άλλη, παίρνει προκαταβολικά τα χρήματα σε παρούσες αξίες και αναλαμβάνει να αποπληρώσει το χρέος (το οποίο δεν έχει επιτόκιο) ύστερα από πολλά χρόνια στους δανειστές. Με άλλα λόγια, η εταιρεία δεν επένδυσε σε ελληνικό χρέος, αλλά δανείστηκε. Δηλαδή, πήρε χρήματα προκαταβολικά για να τα αποπληρώσει στο μέλλον. Σαν να εξέδωσε ομολογιακό δάνειο.

Η Ευρώπη μπορεί να αποδεχθεί αυτό το είδος χρηματοδότησης και να τη δανείσει, δεδομένου ότι πρέπει να ενισχύσει τις επενδύσεις. Ετσι θα μπορούσε να συνδυαστεί η ελληνική απαίτηση για χαμηλότερο ονομαστικό χρέος με την απροθυμία των Ευρωπαίων να παραδεχθούν στους φορολογουμένους τους ότι έχασαν τμήμα των χρημάτων που δάνεισαν στην Αθήνα. Ορισμένοι πιστωτές θα ρωτήσουν γιατί θα πρέπει να προσφέρουν κι άλλη βοήθεια στην Ελλάδα. Εν μέρει γιατί δεν συμφέρει να καταρρεύσει μια κοντινή τους χώρα. Αλλά είναι και ηθικό ζήτημα. Οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης απέτρεψαν τη χρεοκοπία της Ελλάδας στην αρχή της κρίσης διότι φοβούνταν ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη χρεοκοπία τις δικές τους τράπεζες που είχαν δανείσει χρήματα στην Αθήνα. Συνεπώς και αυτοί ευθύνονται σε κάποιο βαθμό για τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται η Αθήνα και πρέπει να επωμιστούν μέρος του βάρους για την επίλυση του προβλήματος.

Πηγή: Η Καθημερινή