Φαιδρά -τουλάχιστον- τα περί διαγγέλματος Ομπάμα

Συνομιλία με την επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού ταμείου Christine Lagarde είχε χθες το βράδυ ο Αμερικανός Υπουργός των Οικονομικών Jack Lew, ο οποίος τόνισε ότι Ευρωπαίοι ηγέτες και ΔΝΤ θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αναλάβουν το μερίδιο που τους αναλογεί προκειμένου να βοηθήσουν την Ελλάδα.

 Σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου οικονομικών των ΗΠΑ, «ο Υπουργός Lew και η Εκτελεστική Διευθύντρια Lagardeτόνισαν την ανάγκη όλες οι πλευρές να έρθουν σε γρήγορη συμφωνία σε ένα κείμενο αξιόπιστων μεταρρυθμίσεων και επαρκούς χρηματοδότησης που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να επιστρέψει στην ανάπτυξη εντός της Ευρωζώνης. Ο Υπουργός Lew ανέφερε με έμφαση ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα πρέπει, αντίστοιχα να παραμείνουν σε ετοιμότητα να κάνουν το καθήκον τους.” Η κα Lagarde βρίσκεται στις Βρυξέλλες και συμμετέχει στις συζητήσεις για την προσπάθεια επίλυσης του ελληνικού ζητήματος με την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ Αθήνας και πιστωτών.

Νωρίτερα ο Αμερικανός υπουργός των οικονομικών είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, παροτρύνοντάς την ελληνική κυβέρνηση να κινηθεί με αξιόπιστες προτάσεις προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας με τους πιστωτές.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του αμερικανικού Υπουργείου των Οικονομικών, ο κ. Lew επανέλαβε ότι το Υπουργείο Οικονομικών εξακολουθεί να στηρίζει με όλες τις πλευρές σχετικά με την ευαίσθητη κατάσταση στην Ελλάδα, ενώ υπογράμμισε ότι «είναι επείγον η Ελλάδα να κάνει μια σοβαρή κίνηση για να επιτευχθεί μια ρεαλιστική συμβιβαστική λύση με τους πιστωτές της». Επίσης επεσήμανε ότι «Η αποτυχία να επιτευχθεί συμφωνία θα δημιουργούσε άμεσες δυσκολίες για την Ελλάδα και αβεβαιότητα για την Ευρώπη και την παγκόσμια οικονομία». Υπογράμμισε δε την ανάγκη η Ελλάδα να παρουσιάσει αξιόπιστες προτάσεις που θα αποτελέσουν την βάση για την επίτευξη συμφωνίας όσο το δυνατόν συντομότερα, και οι Ευρωπαίοι ηγέτες να αναλάβουν αντίστοιχα το μερίδιο που τους αναλογεί.

Η ανακοίνωση του Αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών περιλαμβάνει και την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε την Κυριακή το βράδυ ο Jack Lew με τον επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, σύμφωνα με την οποία οι δύο άνδρες συζήτησαν τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ελλάδα. «Ο κ. Lew τόνισε εκ νέου την άμεση ανάγκη η Ελλάδα να συμφωνήσει σε μια ολοκληρωμένη δέσμη μεταρρυθμίσεων», καλώντας τον Πρόεδρο του Eurogroupνα συνεχίσει τις προσπάθειες με τους ευρωπαίους εταίρους «για να στηρίξουν την Ελλάδα στην εξεύρεση της οδού που θα αποκαταστήσει την ανάπτυξη και τη βιώσιμη δημοσιονομική κατάσταση στην ζώνη του ευρώ».

Οι Αμερικανοί παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς να τεκταινόμενα με το ελληνικό ζήτημα, παρεμβαίνοντας προς όλες τις πλευρές να κάνουν τις απαιτούμενες υποχωρήσεις, προκειμένου να υπάρξει συμφωνία, αποφεύγοντας το απίθανο-πολύ πιθανό ενδεχόμενο της μετάδοσης της κρίσης, στην περίπτωση ενός ατυχήματος. Ο Jack Lew, που έχει ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας με τον Αλέξη Τσίπρα, την Κυριακή το βράδυ σε συνέντευξή του στο αμερικανικό δίκτυο CNN–αν και δεν μπήκε στην ανάλυση των συνεπειών που θα μπορούσε να έχει ένα Grexit,  αρκέστηκε να πει ότι «οι συνέπειες για την ίδια την Ελλάδα με την μείωση της οικονομικής απόδοσης θα είναι πολύ μεγάλες για τον ελληνικό λαό. Αυτός είναι που θα είναι ο πρώτος αποδέκτης της αποτυχίας», ενώ στο ενδεχόμενο μετάδοσης (της κρίσης), «ο κίνδυνος είναι τελείως διαφορετικός από ό,τι ήταν στο παρελθόν, ωστόσο δεν γνωρίζουμε τι αντίκτυπο θα έχει στις αγορές και στην ψυχολογία, αν η Ελλάδα αποτύχει, αν βγει εκτός ευρωζώνης». «Η πραγματικότητα είναι», συνέχισε ο Jack Lew, «ότι από μέρα σε μέρα ότι υπάρχει αντίκτυπος στις άλλες αγορές. Δεν νομίζω ότι κάποιος θα ήθελε να μάθει ποιος θα ήταν ο αντίκτυπος.  Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να πάρει σκληρές αποφάσεις για να υπάρξει αποτέλεσμα. Είναι σκληρές αποφάσεις και προτρέπω όλες τις πλευρές να δείξουν ευελιξία. Νομίζω ότι το βάρος είναι πλέον στην Ελλάδα να επιστρέψει με μια απάντηση. Αυτό αποτελεί τη βάση για επίτευξη συμφωνίας όσο το δυνατό συντομότερα».

Αυτή η αβεβαιότητα για το τι μπορεί να επακολουθήσει μετά από μια αποτυχία να επιτευχθεί συμφωνία εξακολουθεί να είναι διάχυτη, έστω και αν λέγεται από πολλούς (ευρωπαίους και μη) αξιωματούχους και οικονομολόγους ότι υπάρχει η δυνατότητα αντιμετώπισης του «κακού σεναρίου», ότι οι συνθήκες δεν είναι όπως το 2010, ότι υφίστανται πλέον τα «αντισώματα» για να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο μετάδοσης της κρίσης που θα προκαλούσε ένα ενδεχόμενο Grexit ή Graccident. Αρκεί να διαβάσει κανείς τις προχθεσινές δηλώσεις του Charles Dallara, που υπήρξε επικεφαλής για την απομείωση του χρέους του ιδιωτικού τομέα. Σε συνέντευξή του την Περασμένη Παρασκευή στο CNBC, ανέφερε ότι «Οι επενδυτές είναι πολύ αισιόδοξοι για τις συνέπειες ενός πιθανού Grexit, το οποίο όμως θα μπορούσε να μετατραπεί σε λουτρό αίματος».

Επιστρέφοντας στις δηλώσεις του αμερικανικού παράγοντα, στο ίδιο μήκος κύματος έχουν κινηθεί και οι δηλώσεις του εκπροσώπου του Λευκού Οίκου. Την περασμένη εβδομάδα, στην καθιερωμένη ενημέρωση, ο Josh Earnest είχε αναφέρει τα εξής: «Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι όλες οι πλευρές θα πρέπει να είναι σε θέση να έρθουν σε συμφωνία χωρίς να προκληθεί αναταραχή στις αγορές. Eίμαστε ξεκάθαροι στην θέση μας ότι ο ελληνικός λαός έχει αντιμετωπίσει για καιρό τώρα αρκετές δυσκολίες και έχει κάνει βήματα για να υπάρξει μια βιώσιμη λύση και να επανέλθει η οικονομία σε υγιή επίπεδα. Η ελληνική κυβέρνηση και οι εταίροι της θα πρέπει να καταλήξουν σ’ ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων έτσι ώστε να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη εντός της ευρωζώνης. Όλοι οι συμμετέχοντες στον διάλογο καταλαβαίνουν το τι διακυβεύεται και το πόσο σημαντική είναι μια συμφωνία». Μάλιστα, σε παρατήρηση δημοσιογράφου ότι ο πρόεδρος Ομπάμα έδωσε έμφαση στην Σύνοδο του G7 στο τι πρέπει να κάνουν οι Έλληνες από εδώ και πέρα και όχι στις δυσκολίες του ελληνικού λαού και αν αυτό σημαίνει ότι έχει αλλάξει η θέση της ελληνικής κυβέρνησης, ο κ. Ερνεστ, τόνισε: “H θέση μας είναι ότι και οι δύο πλευρές πρέπει να προσέλθουν στον διάλογο με τέτοιον τρόπο έτσι ώστε να επιτευχθεί μια συμφωνία. Έχουμε πει ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να κάνει μεταρρυθμίσεις και να τηρήσει τις δεσμεύσεις τις και μια τελική συμφωνία δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και αυτές τις δεσμεύσεις”.

Ο Αμερικανός Υπουργός των Οικονομικών, Jack Lew βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τον Έλληνα Πρωθυπουργό και τους Ευρωπαίους αξιωματούχους, αλλά και με διεθνείς οργανισμούς και ενημερώνεται συνεχώς για τις εξελίξεις πάνω στο ελληνικό ζήτημα. Αυτό είναι κάτι που το έχει επιβεβαιώσει και ο Λευκός Οίκος μέσω του εκπροσώπου του, αλλά και από τις επίσημες ανακοινώσεις.

Τώρα βέβαια οι υπερβολές περί ενδεχόμενoυ διαγγέλματος του Αμερικανού προέδρου, σε περίπτωση αδιεξόδου που γράφτηκαν τις τελευταίες ημέρες μάλλον φαιδρές μπορεί να χαρακτηριστούν. Το ίδιο φαιδρά είναι ότι ο Αμερικανός πρόεδρος ενημερώνεται συνεχώς για την πορεία της διαπραγμάτευσης από την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα. Σύμφωνα με πληροφορίες του GreekAmericanNewsAgency, Αμερικανοί αξιωματούχοι σε Αθήνα και Ουάσιγκτον δεν έκρυβαν την ενόχλησή τους για τέτοιου είδους (στο ότι η πρεσβεία ενημερώνει το γραφείο Ομπάμα), οι οποίες δεν απηχούν την πραγματικότητα, ούτε σε θεσμική πρακτική. Οι ίδιοι κύκλοι σημείωναν ότι η αμερικανική πρεσβεία ενημερώνει το state Department και εν συνεχεία το State Department με τη σειρά του, όταν και εφόσον ζητηθεί από τον Λευκό Οίκο, λαμβάνει επιμέρους ενημέρωση. Στα περί παρέμβασης Ομπάμα η ίδια πηγή σημείωσε με έμφαση πως «Ο πρόεδρος στο θεσμικό του πλαίσιο και μόνο και μέσα στα όρια αυτά επικοινωνεί όταν και όποτε οι συνθήκες το επιβάλλουν σε έκτακτες ή ειδικές περιπτώσεις με αρχηγούς κρατών, πρωθυπουργούς ή ομολόγους του. Πάντοτε σε φιλικό κλίμα. Ποτέ οι ΗΠΑ δεν στέλνουν τελεσίγραφα!!…». Και συνεχίζει: «Η Ελλάδα είναι φίλη και σύμμαχος και το ενδιαφέρον εξακολουθεί να είναι ζωηρό… Ο πρόεδρος όταν και αν χρειαστεί θα πράξει ό,τι είναι δυνατόν καλύτερο για την Ελλάδα. Ήδη έχει ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας με την Αθήνα, την Ε.Ε. και το Βερολίνο».

Τέλος, υπάλληλος της Αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, που έχει εδώ και χρόνια αποχωρήσει, όταν τον ρωτήσαμε σχετικά με αυτά τα δημοσιεύματα, σημείωσε με έμφαση πως παλιότερα τις δεκαετίες του ‘80 και ’90, οι λιγοστοί και πολύ μετρημένοι Έλληνες δημοσιογράφοι που ζούσαν είτε στην Ελλάδα, είτε στις ΗΠΑ χαρακτηρίζονταν από περισσότερο επαγγελματισμό, και μάλιστα σε περιόδους που το αντιαμερικανικό πνεύμα βρισκόταν στα ύψη…».