Του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου

Το μεγάλο άγχος για την επόμενη των εκλογών δεν είναι αν θα σχηματιστεί κυβέρνηση. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτό θα πρέπει να θεωρείται εξασφαλισμένο. Το μείζον ζήτημα είναι πόσο θα καταφέρει να κρατηθεί η νέα συμμαχική κυβέρνηση, όποια και αν είναι η σύνθεσή και ο κορμός της.

 Και τούτο καθώς αυτά που έχει να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί ο νέος πρωθυπουργός δεν είναι απλά σκληρά και σύνθετα, είναι σχεδόν αδύνατα. Μπροστά του θα έχει έναν καταιγισμό νομοθετημάτων για αμέτρητα προαπαιτούμενα, κατάρτιση προϋπολογισμού, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, θεσμοθέτηση νέου ασφαλιστικού και ισχυρή φοροκαταιγίδα. Δράσεις οι οποίες εκ των πραγμάτων θα οδηγήσουν σε φθορά ίσως και από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες.

Φθορά στην κοινωνία, η οποία θα κληθεί να σηκώσει ένα τεράστιο νέο βάρος προκειμένου να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις που θα ξεκλειδώσουν την αξιολόγηση και τη συνέχιση της χρηματοδότησης. Αλλά πάνω από όλα μία εξαιρετικά πιθανή κοινοβουλευτική φθορά, η οποία δεν αποκλείεται να εκδηλωθεί από τις πρώτες κιόλας κρίσιμες ψηφοφορίες για τους ρυθμιστικούς νόμους του νέου Μνημονίου.

Ενδεικτικά αναφέρω ότι στον ΣΥΡΙΖΑ, ήδη διαπιστώνονται, λίγες μέρες πριν τις κάλπες οι πρώτες προειδοποιητικές βολές από αρκετά εναπομείναντα στελέχη. Τα οποία προέρχονται κυρίως από την “δεξαμενή” των “53”. Βολές που είτε αφορούν αποκλεισμούς συγκεκριμένων υποψήφιων κυβερνητικών εταίρων, είτε την ουσία της υλοποίησης της συμφωνίας που ο ίδιος ο κ. Τσίπρας έχει υπογράψει. Μπορεί η παρέα του Μαξίμου να είναι πρόθυμη να δεχτεί οτιδήποτε για να διασφαλίσει την παραμονή της στην εξουσία, πολλά στελέχη όμως μπορεί να μην ακολούθησαν τον κ. Λαφαζάνη αλλά εξακολουθούν να έχουν πολύ μεγάλες ενστάσεις για τα μέχρι σήμερα πεπραγμένα.

Βουλευτές που θα δεχτούν με μισή καρδιά την όποια κυβερνητική συμμαχία. Και που επίσης γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν βρεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη θέση, αυτό θα είναι αποτέλεσμα μίας υπερψήφισης που σε συντριπτικό βαθμό θα έχει γίνει με βαριά καρδιά και με διάθεση γαι αυστηρή κριτική από την πρώτη κιόλας ημέρα. Πόσους από αυτούς θα μπορέσει να “φιμώσει” με παροχή κυβερνητικών θέσεων ο κ. Τσίπρας; Προφανώς όχι αρκετούς. Αν λοιπόν προκύψει κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, η επιβίωσή της σε βάθος χρόνου θα είναι κάτι που συνεχώς θα τίθεται υπό αμφισβήτηση.

Ακόμη όμως και αν πρώτο κόμμα είναι η Νέα Δημοκρατία, θα πρέπει να εμφανίσει ο κ. Μεϊμαράκης μία αρκετά ρηξικέλευθη κυβερνητική πρόταση ως προς τη σύνθεση του νέου υπουργικού του συμβουλίου για να έχει την αποδοχή της κοινωνίας σε βάθος χρόνου. Αν ακολουθήσει τη λογική του… μία από τα ίδια, θα έχει αποτύχει πριν καλά καλά κυβερνήσει. Δεδομένου άλλωστε ότι παραδοσιακά δεν είναι διόλου εύκολο για τις θεωρούμενες πιο συντηρητικές κυβερνήσεις να διαχειριστούν δυσβάσταχτα για την κοινωνία μέτρα και να τα επιβάλλουν, ο κ. Μεϊμαράκης θα πρέπει να εκπλήξει θετικά την κοινωνία για να τύχει ικανοποιητικής στήριξης και ανοχής. Σε διαφορετική περίπτωση θα χρεωθεί πολύ γρήγορα τα δεινά μίας συμφωνίας της οποίας ασφαλώς και δεν έχει την πατρότητα, αλλά δηλώνει κατηγορηματικά ότι θα τηρήσει κατά γράμμα.

Και θα έχει να αντιμετωπίσει και το οξύμωρο της αντιπολίτευσης επί του Μνημονίου από τον άνθρωπο που το συμφώνησε και το έφερε, τον Αλέξη Τσίπρα και το θέατρο πολιτικού παραλόγου το οποίο παίζει όλο αυτό το διάστημα και προφανώς προτίθεται να εξακολουθήσει. Αν λοιπόν ο κ. Μεϊμαράκης θέλει να μακροημερεύσει, πρέπει να πρωτοτυπήσει. Όχι ως προς τους κυβερνητικούς εταίρους που προφανώς θα αναζητηθούν στον χώρο του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, αλλά στα πρόσωπα και τις διοικητικές επιλογές. Διαφορετικά, φοβάμαι ότι και αυτός θα ακούσει δυστυχώς σχετικά σύντομα τα… χαμπέρια.