Η Λισαβίνα οδεύει σε αχαρτογράφητα νερά  

Από τον Jacob Funk Kirkegaard     

Με την πτώση της κεντροδεξιάς κυβέρνησης στις 10 Νοεμβρίου, η  Πορτογαλία οδεύει σε αχαρτογράφητα νερά μπροστά σε διαμαρτυρίες και αποστασίες από βουλευτές που τάσσονται εναντίον της λιτότητας. Μια νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση υπό την ηγεσία του AntonioCostaαναμένεται να πάρει την εξουσία μαζί με τα δύο άλλα αριστερά κόμματα, το Αριστερό Μπλοκ (ΒΕ) και την Ενιαία Δημοκρατική Συμμαχία (CDU), τα οποία και τα δύο κατά το παρελθόν δεν διέθεταν πολιτική επιρροή. Αν αυτή η κυβέρνηση ανακαλέσει τις δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές της Πορτογαλίας, είναι πιθανό να δημιουργήσει αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία ως σανίδα σωτηρίας συνέβαλε στο να μην έχουν απότομη άνοδο τα επιτόκια στο τεράστιο βάρος του χρέους.

Μέχρι τώρα, η κυρίαρχη πολιτική πραγματικότητα της Πορτογαλίας επέδειξε ανθεκτικότητα μπροστά στις χαμηλές επιδόσεις στην ανάπτυξη. Το πραγματικό ΑΕΠ του 2013 ήταν λιγότερο από 5% από τα επίπεδα του 1999, ποσοστό χειρότερο από αυτό της Ελλάδας. Οι πρόσφατες βουλευτικές εκλογές δεν είχαν αποτέλεσμα την κατάρρευση των παραδοσιακών κεντροδεξιών κομμάτων υπέρ των πιο ριζοσπαστικών εναλλακτικών λύσεων. Ο κυβερνών κεντροδεξιός συνασπισμός στην Πορτογαλία κέρδισε το 38,6% και το κεντροαριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) 32,3%. Ωστόσο, τα δύο μικρότερα αριστερά κόμματα που τάσσονται εναντίον της λιτότητας, του ΝΑΤΟ και του ευρώ αύξησαν τη συνολική στήριξή τους από 13,1 έως 18,5%.

Τα τελευταία χρόνια, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με ανάλογα αποτελέσματα διοικούνται από κυβερνήσεις συνασπισμού, καθώς τα δύο κύρια κεντρώα κόμματα ενώνουν τις δυνάμεις τους προκειμένου να μοιραστούν τις ευθύνες για τις σκληρές αλλά αναγκαίες αποφάσεις, χωρίς τη συμμετοχή των πιο ριζοσπαστικών κομμάτων διαμαρτυρίας. Αυτό όμως δεν συμβαίνει σήμερα στην Πορτογαλία.

Μια κυβέρνηση όμως υπό την ηγεσία των σοσιαλιστών και των δύο μικρότερων αριστερών κομμάτων, θα είναι δύσκολο να διαρκέσει για πολύ. Η δυσπιστία μεταξύ της άκρας αριστεράς και των πιο μετριοπαθών Σοσιαλιστών στην διάρκεια της ιστορίας είναι μεγάλη, ακόμη και αν ο Κόστα καταφέρει να αποστασιοποιηθεί από τις θεμελιώδεις διαφωνίες αναφορικά με τη συμμετοχή της Πορτογαλίας στο ΝΑΤΟ και τη ζώνη του ευρώ.

Η πιθανή οικονομική πλατφόρμα μιας αριστερής κυβερνητικής πλειοψηφίας θα γυρίσει  πίσω πολλές από τις περικοπές δαπανών και τις απελευθερώσεις στην αγορά, οι οποίες εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος 2011 – 14, το οποίο επόπτευε η λεγόμενη τρόικα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Όμως, λόγω των πολιτικών λιτότητας της προηγούμενης κυβέρνησης, η νέα κυβέρνηση είναι πιθανό να καταφέρει να παραμείνει εντός των δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος, τουλάχιστον για τον πρώτο χρόνο. Οι Σοσιαλιστές όμως έχουν ζητήσει για το ξεπάγωμα των συντάξεων, αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, σταματώντας την ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων και αποκαθιστώντας τις διάφορες αργίες. Τέτοια μέτρα θα επιδεινώσουν την αύξηση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων της χώρας. Για είναι βιώσιμες αυτές οι προτάσεις, η Πορτογαλία θα πρέπει να έχει σημαντικά μεγαλύτερη ανάπτυξη, για την οποία η Αριστερά θεωρεί ότι θα προκύψει από τις πρόσθετες δαπάνες.

 

Για μια χώρα που βγήκε πρόσφατα από το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και έχει σημειώσει μόνο μερική ανάκαμψη από τη βαθιά κρίση διαρθρωτικής ανάπτυξης, η ανάκληση μεταρρυθμίσεις που δεν έχουν ολοκληρωθεί αποτελεί επικίνδυνο στοίχημα.  Αν η Πορτογαλία δεν δώσει την πλήρη ελευθερία στις επιχειρήσεις να διαπραγματεύονται τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας με τους εργαζομένους τους, δεν μεταρρυθμίσει το συνταξιοδοτικό και δεν ολοκληρώσει τις πωλήσεις των κρατικών επιχειρήσεων, ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της χώρας -από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση- είναι απίθανο να βελτιωθεί , ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των αγορών στην πιστοληπτική ικανότητά της. Ως εκ τούτου φαίνονται πιθανές οι αυξημένες πιέσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών και η αύξηση των επιτοκίων κάτω από μια σοσιαλιστική-αριστερή κυβέρνηση.

Ωστόσο, δεν είναι στον ορίζοντα η υποχώρηση των αγορών. Η ΕΚΤαγοράζει πάνω από 1 δις € το μήνα το πορτογαλικό δημόσιο χρέος στο πλαίσιο του προγράμματος PSPP. Αλλά για πόσο θα κάνει κάτι τέτοιο η ΕΚΤ, αν η Λισαβόνα ξεφύγει από τη δημοσιονομική πειθαρχία; Οι απαιτήσεις της ΕΚΤ είναι τα ομόλογα που αγοράζει να έχουν αξιολογήσεις επενδυτικού βαθμού. Είναι επί του παρόντος βασίζεται στις απόψεις των τεσσάρων διαφορετικών εξωτερικών οργανισμών πιστοληπτικής αξιολόγησης  -τη Moodys, τη Fitch, τη Standard & Poors, και τη DBRS. Ωστόσο, οι τρεις πρώτες έχουν αξιολογήσει την Πορτογαλία κάτω του επενδυτικού βαθμού. Μόνο η αξιολόγηση της DBRS με BBB (χαμηλό) επιτρέπει τις αγορές από την ΕΚΤ πορτογαλικών ομολόγων, η οποία όμως (αξιολόγησης της DBRS) είναι υπό αναθεώρηση. Αν η Πορτογαλία χάσει αυτήν την αξιολόγηση, η ΕΚΤ θα πρέπει να σταματήσει το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης, προκαλώντας αναστάτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότιη ΕΚΤ δεν θα έχει καμία άλλη επιλογή, από το να προχωρήσει σε κάτι τέτοιο, ακόμη και με κίνδυνο επανεκκίνησης της οικονομικής κρίσης στην Πορτογαλία. Οι κανόνες του PSPP είναι σαφείς. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα επέμβει σε περίπτωση που η κεντρική τράπεζα αμφιταλαντεύεται. Θα είναι σαφές, εξάλλου, ότι για τη  νέα κρίση θα ευθύνεται η  πορτογαλική διολίσθηση, γεγονός που καθιστά εύκολο για τα περισσότερα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ να καταδικάσουν την Πορτογαλία στην τύχη των αγορών, σε περίπτωση υποβάθμισης. Ειδικά, όσο η Φραγκφούρτη, ως φυσιολογική και κατάλληλη ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα σε μια υπερεθνική νομισματική ζώνη-, θα έχει καταφέρει να έχει κάποιον άλλο, -έναν οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας-, για να τραβήξει  τη σκανδάλη για τις ενέργειές της εναντίον μιας κυβέρνησης της ζώνης του ευρώ.

Τελικά, η όποια νέα αριστερή  πορτογαλική κυβέρνηση θα διαπιστώσει ότι τα πιο σημαντικά στοιχεία δεν βρίσκονται στην Πορτογαλία, αλλά στο τμήμα πιστοληπτικής ανάλυσης της DBRS, που βρίσκεται είτε στο Τορόντο, είτε στη Νέα Υόρκη, ή το Σικάγο (και ανήκουν σε μια κοινοπραξία με επικεφαλής τον όμιλο Carlyleκαι τον WarburgPincus). Υποθέτοντας ότι η νέα κυβέρνηση προχωρά στην εφαρμογή της πολιτικής πλατφόρμας που είχε ανακοινωθεί από το PS, φαίνεται απίθανο να μην προκύψει η υποβάθμιση κατά τη διάρκεια της θητείας της. Αυτό θα σήμαινε ότι οποιαδήποτε τέτοια κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει το πορτογαλικό εκλογικό σώμα την επόμενη φορά, έχοντας ήδη χάσει την υποστήριξη της ΕΚΤ, ένα σενάριο μάλλον όχι ευνοϊκό για τις προοπτικές επανεκλογής της.

Σίγουρα, οι επιρροές του πραγματικού κόσμου των οίκων αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας είναι αληθινές στην ευρωζώνη του 2015.