«Ημουν μαχητής της Χεζμπολάχ και τώρα έγινα Χριστιανός» 

Θα μπορούσε να παραμείνει πιστός μουσουλμάνος, όμως δεν έμεινε Θα μπορούσε να συνεχίσει την παράδοση των προγόνων του ως δάσκαλος του Κορανίου, όμως δεν τη συνέχισε. Θα μπορούσε να διώκει «άπιστους» ως μέλος της ισλαμικής οργάνωσης Χεζμπολάχ, όμως δεν το έκανε.

Η ιστορία του Ιρανού Afshin Javid είναι μια ζωντανή μαρτυρία πίστης, πολύ σημαντική αν αναλογιστεί κάποιος την απόσταση που χρειάστηκε να διανύσει από τον μουσουλμανισμό στον χριστιανισμό.

Ο Afshin Javid γεννήθηκε το 1972 στην πόλη Αμπαντάν του νότιου Ιράν, κοντά στα σύνορα με το Ιράκ. Ηταν μουσουλμάνος σιίτης.

Σε ηλικία 17 χρονών βρέθηκε στη Μαλαισία, όπου και συνελήφθη για κατοχή πλαστών διαβατηρίων. Από εκεί ξεκινάει μια απίστευτη ιστορία μεταστροφής στον χριστιανισμό. Η ιστορία αυτή μέσα από τα λόγια του ίδιου του Afshin Javid, έτσι όπως την περιέγραψε σε τηλεοπτικό δίκτυο πριν από δύο χρόνια, θα μπορούσε να θυμίζει ευφάνταστο σενάριο, ωστόσο για τον ίδιο είναι, όπως λέει, «μια βιωμένη πραγματικότητα».

Ο ίδιος περιγράφει με τα παρακάτω λόγια τη ζωή του πριν από την όμορφη «συνάντησή» του με τον Χριστό, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Γεννήθηκα σε μια πόλη νότια του Ιράν, που ονομάζεται Αμπαντάν. Προέρχομαι από οικογένεια μουσουλμάνων σιιτών. Ο παππούς μου ήταν μουσουλμάνος ηγέτης και είχε 19 παιδιά, από τα οποία απέκτησε 84 εγγόνια. Επρεπε, λοιπόν, να διαλέξει ένα, για να συνεχίσει αυτή την πνευματική ζωή και τη διδασκαλία για τις επόμενες γενεές. Είχαν συμβεί κάποια γεγονότα, κάποια ατυχήματα στη ζωή μου, στα οποία κανονικά θα έπρεπε να είχα σκοτωθεί. Κάθε φορά όμως που επρόκειτο να κινδυνεύσω, έβλεπα τη μορφή κάποιου ανθρώπου που ήταν πάντοτε παρών και μιλούσα γι’ αυτό ανοιχτά σε άλλους. Ο παππούς μου το θεώρησε αυτό σημάδι ότι προφανώς ήταν πνευματικοί ηγέτες του Ισλάμ, που με παρακολουθούσαν και με προστάτευαν. Γι’ αυτό με φρόντιζε ιδιαίτερα και με είχε συνεχώς κοντά του, διδάσκοντάς με όσα γνωρίζω για το Ισλάμ. Αργότερα, κατατάχθηκα στη Χεζμπολάχ και έμεινα σε αυτό τον στρατό περίπου τρία χρόνια. Μελετούσα εντατικά το Κοράνι. Ο παππούς μου φύτεψε αυτό τον σπόρο στην καρδιά μου, ότι δηλαδή πρέπει να μοιραστώ το Ισλάμ με τους καημένους πλανεμένους χριστιανούς, που είχαν χαθεί, και προφανώς μου θύμιζε ότι θα πρέπει να είμαι ο πνευματικός ηγέτης της οικογένειας και έξω από το Ιράν».

Πλαστά διαβατήρια

Ο Afshin Javid συνεχίζει: «Κάποια χρόνια αργότερα, ταξίδεψα στη Μαλαισία, όπου με συνέλαβαν με πλαστά διαβατήρια. Με έβαλαν στη φυλακή και εκεί άρχισα να διδάσκω το Κοράνι. Ελεγα σε όλους τι έπρεπε να κάνουν και ποια είναι τα καθήκοντά τους προς τον Αλλάχ. Ετσι, καθημερινά ακολουθούσα αυτή τη ρουτίνα και, φυσικά, προσευχόμουν πέντε φορές την ημέρα. Οι σιίτες προσεύχονται τρεις φορές την ημέρα, συμπεριλαμβανομένης και της 17ης ρότα. Αλλά αυτό που έκανα το έκανα επειδή ήθελα να περνάω πιο πολύ χρόνο με τον Θεό. Προσευχόμουν πέντε διαφορετικές φορές την ημέρα και το απόγευμα έκανα επιπλέον προσευχές. Είχα τη συνήθεια να διαβάζω από την αρχή έως το τέλος το Κοράνι κάθε μέρα. Οταν το τελείωνα, άρχιζα πάλι από την αρχή. Ετσι υποτίθεται ότι απέκτησα πνευματική δύναμη από το Ισλάμ. Ενα βράδυ έκανα διαλογισμό πάνω σε κάποιους στίχους του Κορανίου. Υπάρχουν λόγια μέσα σε αυτό που επαναλαμβάνονται, αλλά δεν βγάζουν νόημα. Αυτά είναι τα μυστικά του Κορανίου».

«Ζητήστε από την καρδιά σας και ο Θεός θα σας δώσει»

«Προσευχήθηκα στον Θεό και του ζήτησα μια Αγία Γραφή. Υστερα από λίγες ημέρες με πλησίασε στη φυλακή κάποιος από άλλη πτέρυγα και μου έδωσε ένα βιβλίο, λέγοντάς μου: “Αυτό ζήτησες” λέει ο Afshin Javid. «Ηταν ένας Ινδός, θυμάμαι. Μοιράζομαι μαζί σας την εμπειρία μου, για να ακούσει ο κόσμος για τον ζώντα Θεό. Δεν περιμένω να γίνει κανείς χριστιανός από τη μαρτυρία μου. Η μαρτυρία μου είναι καλή μόνο για μένα. Ο Θεός αναζητάει τις καρδιές που τον αναζητούν. Αγαπάει όλη την οικουμένη με όλη του τη δύναμη. Σε περίπτωση που με ρωτούσε, λοιπόν, κάποιος αν μπορεί ένας άνθρωπος να γίνει Θεός, θα του απαντούσα: “Και βέβαια όχι. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει Θεός”. Μπόρεσε όμως ο Θεός να γίνει άνθρωπος. Επιπλέον, θέλω να πω σε όλους -εγώ, ο πρώην μουσουλμάνος-, ζητήστε και θα λάβετε. Ζητήστε από την καρδιά σας απευθυνόμενοι στον Θεό και αυτός θα σας δώσει. Εγώ ζήτησα και έλαβα, και Τον ευχαριστώ».

Η συγκλονιστική μαρτυρία: «Ενιωθα σαν να πέθαινα και τότε φώναξα: “Θεέ, βοήθησέ με”»

Ο Afshin Javid αναφέρεται στη μοναδική εμπειρία μέσα στο κελί της φυλακής, που τον έκανε να αμφιβάλει για τη μέχρι τότε πίστη του.

«Ενώ έκανα διαλογισμό πάνω στο Κοράνι, ένιωσα ότι μια δύναμη μπήκε στο δωμάτιο. Καταβλήθηκα από φόβο και προσπαθούσα να χρησιμοποιήσω όλα τα “μέσα” που έμαθα από το Ισλάμ, όπως “στο όνομα του Αλλάχ, σε διατάζω να φύγεις”. Τίποτα δεν βοηθούσε. Ημουν τελείως απελπισμένος και ένιωθα ότι αυτή η δύναμη με έπνιγε και με σκότωνε. Ενιωθα σαν να πέθαινα σε αυτό το κελί. Φώναξα στον ουρανό και είπα: “Θεέ, βοήθησέ με”. Αμέσως τότε άκουσα μια φωνή να λέει: “Ανάφερε το όνομα του Ιησού”. Αισθάνθηκα ότι πνιγόμουν. Ενας άνθρωπος που πνίγεται, όταν του ρίξεις ένα σχοινί, δεν θα ρωτήσει ποτέ τι χρώμα είναι το σχοινί, θα το αρπάξει αμέσως. Ετσι έκανα κι εγώ. “Ιησού, αν είσαι αληθινός, φανερώσου” είπα. Εως σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν είπα “Ιησού, βοήθησέ με”. Πριν τελειώσω τη φράση μου, όλα είχαν γίνει όπως πριν».

Με καθηλωτικό τρόπο συνεχίζει την εξιστόρηση των γεγονότων στις μαλαισιανές φυλακές: «Αυτό το γεγονός δεν ήταν η αρχή της μεταστροφής μου, αλλά η αρχή της σύγχυσής μου. Για ποιο λόγο ο Ιησούς να βοηθήσει έναν μουσουλμάνο; Εκανα ό,τι μπορούσα, με όλες τις δυνάμεις μου, να είμαι ένας καλός μουσουλμάνος. Ηδη είχα προσπαθήσει να αφοσιωθώ με τον τρόπο του Αλλάχ και να γίνω μάρτυρας. Ξέρετε, να περπατώ σε ναρκοπέδια. Η κυβέρνηση του Ιράν εκτιμά πολύ τους ανθρώπους που είναι φενταγίν ή κάποιους που θυσιάζονται, ειδικά για το Κοράνιο, που έχει τη σφραγίδα της κυβέρνησης. Πήρα μέρος σε εκτελέσεις διά απαγχονισμού. Εκανα οτιδήποτε μπορούσα να κάνω εναντίον των «άπιστων» και όλα όσα έπρεπε να κάνω για να μοιραστώ τον Αλλάχ με τους άλλους. Ετσι, ήξερα ότι κάτι δεν ήταν σωστό και αυτό δεν ήταν επειδή αμφισβήτησα τον Αλλάχ, το Ισλάμ ή κάτι άλλο. Πίστευα, αλλά δεν ήξερα τι δεν ήταν σωστό. Αυτό με μπέρδευε. Συνεχώς αναρωτιόμουν για ποιο λόγο ο Ιησούς να βοηθήσει έναν μουσουλμάνο. Πίστευα στον Μωάμεθ, τον τελευταίο προφήτη, γιατί να έρθει ο Ιησούς να με βοηθήσει; Για δύο εβδομάδες ήμουν εντελώς μπερδεμένος».

Προσευχή

Και συνεχίζει: «Είπα ότι θα αρχίσω να προσεύχομαι και να νηστεύω και θα ζητήσω από τον ίδιο τον Θεό να μου δείξει τον δρόμο. Προσευχήθηκα και νήστεψα από τα βάθη της καρδιάς μου και με όλη τη δύναμή μου ρώτησα τον Θεό: “Τι θέλεις να κάνω; Ποιο δρόμο θέλεις να ακολουθήσω”;

Για δύο εβδομάδες καθόμουν στο ίδιο μέρος, προσευχόμουν και νήστευα για όσες ώρες ήμουν ξύπνιος και ρωτούσα τον Θεό ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή, αγανακτισμένος, είπα στον εαυτό μου: “Παράτησέ τα! Τι είναι αυτό που κάνεις; Δεν έχεις καμία ελπίδα να μάθεις αυτό που θέλει Εκείνος”. Είχα χαραμίσει όλη τη ζωή μου και φοβόμουν, σε όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να κάνω τα πάντα για να ευχαριστήσω τον Αλλάχ, αλλά εκείνος με μπέρδευε. Ο Θεός που πίστευα με μπέρδευε».

Ο Afshin Javid περιγράφει με δάκρυα στα μάτια τη στιγμή που έμαθε για τον αληθινό Θεό.

«Ενιωσα ότι η δύναμη του Θεού γέμισε το κελί μου. Στο Ισλάμ η μεγαλύτερη αμαρτία που μπορεί να κάνεις -και δεν θα συγχωρεθείς ποτέ γι’ αυτήν- είναι να αμφιβάλλεις για τον ίδιο τον Θεό. Να αμφισβητείς τις διδαχές του και τον Προφήτη. Εγώ την είχα διαπράξει. Στο Ισλάμ σε διδάσκουν ότι ο Αλλάχ ποτέ δεν επισκέπτεται. Ο Θεός θα έπρεπε, σύμφωνα με τα τότε πιστεύω μου, να με αφανίσει από το πρόσωπο της Γης. Τότε έκλαψα, γιατί δεν ήθελα να πεθάνω. Ηξερα ότι δεν είχα καμία ελπίδα. Ετρεξα στην άκρη του κελιού μου, κράτησα το κεφάλι με τα χέρια και φώναξα: “Θεέ, συγχώρεσέ με”. Καθώς έκλαιγα, αισθάνθηκα να με αγγίζει στον ώμο μου και μου είπε: “Σε συγχωρώ”.

Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα σωματικά ότι με είχε συγχωρέσει. Τον ρώτησα ποιος είναι και μου απάντησε: “Είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή”.

Δεν είχα ιδέα τι σήμαιναν αυτά. Ποιος ήταν αυτός ο Θεός. “Πώς σε λένε” ρώτησα. “Ιησού Χριστό, ο αληθινός Θεός” απάντησε. Μόλις άκουσα αυτά τα λόγια, ήταν σαν κάθε κόκαλο να βγήκε από το σώμα μου. Επεσα με το πρόσωπο στο έδαφος και άρχισα να κλαίω στην παρουσία του Θεού».

Οπως λέει: «Εχουν περάσει 18 χρόνια και ακόμη δεν μπορώ να ξεχάσω την αγάπη και το έλεός του, τι σήμαινε για μένα εκείνη η ημέρα. Αισθάνθηκα ότι με συγχώρεσε. Αισθάνθηκα τόσο εξαπατημένος, διότι μου είχαν πει ότι αυτός στον οποίο πίστευα έως τότε ήταν ο Θεός, αλλά δεν ήταν. Μου είχαν πει “έτσι είναι ο Αλλάχ, σκότωσε στο όνομα του Αλλάχ”. Ομως αυτός ο Θεός που συναντούσα εκείνη τη στιγμή με αγάπησε όπως ήμουν, με συγχώρεσε γι’ αυτό που ήμουν. Αυτή είναι η αλήθεια Του. Ο Θεός είναι συγχώρεση, είναι αγάπη.

Στεκόμουν μπροστά στα πόδια του σκυμμένος και εκείνος μου είπε: “Κοίταξέ με”. Τη στιγμή που ύψωσα το βλέμμα μου, ήταν σαν να έβλεπα μια οθόνη τηλεόρασης. Είδα ανθρώπους από διαφορετικές γενιές, από όλες τις εθνικότητες, και σε καθέναν από αυτούς έβλεπα με κατάπληξη τα λάθη του. “Θεέ, ζω σε αυτόν τον κόσμο και αυτοί όλοι είναι αμαρτωλοί” είπα. “Πόσο εύκολα σε συγχώρεσα;” με ρώτησε και απάντησα: “Πολύ εύκολα, σαν να πίνεις νερό, και ακόμα πιο εύκολα”. Κι Εκείνος μου είπε: “Οσο εύκολα συγχώρεσα εσένα τόσο εύκολα μπορώ να συγχωρέσω και αυτούς”. Ετσι έγινα χριστιανός».