Η γαλλική εφημερίδα Le Monde, που κυκλοφόρησε σήμερα, περιέγραψε με μελανά χρώματα τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή σφαίρα. Αναφέρθηκε στο “Τέλος της Ευρώπης” και ιδιαίτερα, όπως ήταν αναμενόμενο, στο Γαλλικό ρόλο. Με σκληρά, αν και πικρά λόγια αναφέρει πως η Γαλλία λάμπει δια της απουσίας της από τα τεκταινόμενα, ενώ δεν παρέλειψε να στηλιτεύσει την επαναλαμβανόμενη ανοχή της γαλλικής κυβέρνησης απέναντι στις μονομερείς αποφάσεις που λαμβάνονται από την γερμανίδα καγγελάριο, Άνγκελα Μέρκελ. Θεωρεί πως η αυτή αναβλητικότητα της Σοσιαλιστικής κυβέρνησης, οδηγεί την ακροδεξία Ζαν Μαρί Λεπέν στην Πρόεδρία της Γαλλίας και δεν παραλείπει να ζητήσει ένα κίνημα για τη σωτηρία τόσο της Γαλλίας όσο και της Ευρώπης.

Αναλυτικά ακολουθεί το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας:

Δυστυχώς δεν χρειάζεται να περιμένουμε την κρίση των ιστορικών του μέλλοντος. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας. Και θα έχουν καταστροφικές συνέπειες. Όχι μόνο για το «ευρωπαϊκό εγχείρημα» ή για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως θεσμό, αλλά για τους λαούς που τη συνθέτουν και για τον καθένα και την καθεμιά μας ως άτομα και ως πολίτες. Όχι επειδή αυτή η ένωση, για την οποία λέγεται ότι ο μόνος τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται ακόμα είναι η «διαχείριση της ενιαίας αγοράς», αποτελεί μια όαση αλληλεγγύης –της λείπουν πολλά για να χαρακτηριστεί έτσι. Αλλά επειδή η αποενοποίησή της βραχυπρόθεσμα θα φέρει ακόμα λιγότερη δημοκρατία, με την έννοια της κυριαρχίας που μοιράζονται οι λαοί, ακόμα λιγότερες πιθανότητες να αντιμετωπιστούν οι παγκόσμιες οικονομικές και οικολογικές προκλήσεις και ακόμα λιγότερες ελπίδες να ξεπεραστούν κάποτε οι δολοφονικοί εθνικισμοί από τους οποίους, τουλάχιστον θεωρητικά, ρόλος της είναι να μας προστατεύει.

Η συμβολή της Γαλλίας

Όμως από αυτό το τοπίο καταστροφής που περιγράφουν πολλοί —το ίδιο που περιέγραψα κι εγώ— μου φαίνεται ότι ένα στοιχείο λάμπει δια την απουσίας του, όπως και σε άλλες αναλύσεις: η συμβολή συγκεκριμένα της Γαλλίας στη διαμόρφωση αυτού του αποτελέσματος. Σίγουρα δεν πρέπει να την εξετάζουμε απομονωμένη. Αλλά η αποσιώπησή της είναι λαθροχειρία και καθιστά παράβαση των καθηκόντων μας. Ως ευρωπαίος πολίτης και Γάλλος, δεν μπορώ και δεν θέλω να δεχτώ κάτι τέτοιο.
Όταν, στο τέλος του καλοκαιριού, η καγκελάριος Μέρκελ πήρε μονομερώς την απόφαση να παραβλέψει τη Σύμβαση του Δουβλίνου για να μπορέσει να δεχτεί στη Γερμανία τους πρόσφυγες, που κατά εκατοντάδες χιλιάδες πια φεύγουν για να γλιτώσουν από της σφαγές στη Συρία (για τις οποίες αρχίζουμε να λέμε ότι μοιάζουν με γενοκτονία που διαπράττεται από πολλές αντιμαχόμενες πλευρές ταυτόχρονα) και από άλλες εστίες πολέμου στη Μέση Ανατολή, δύο ήταν οι δυνατές αντιδράσεις: να ενισχύσουμε τις ενέργειές της και να στηρίξουμε την προσπάθεια του γερμανικού λαού· ή να οργανώσουμε σαμποτάζ. Μετά από διάφορες υπεκφυγές, η γαλλική κυβέρνηση δήλωσε ότι επιλέγει την πρώτη εκδοχή, για να κάνει πράξη τελικά τη δεύτερη. Αφού επιτέλους δέχτηκε το σχέδιο Γιουνκέρ για την κατανομή των προσφύγων στα ευρωπαϊκά κράτη, που η ανεπάρκειά του ήταν ολοφάνερη ωστόσο αποτελούσε μια αρχή για εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα, η Γαλλία έκανε ό,τι μπορούσε για να παραμείνει η συμφωνία στα χαρτιά. Μέχρι σήμερα, από τους 24.000 πρόσφυγες που υποτίθεται ότι θα δεχόταν, έχει δεχτεί μερικές δεκάδες. Μας λένε ότι οι πρόσφυγες «δεν θέλουν» να έρθουν στη Γαλλία. Αν υποθέσουμε ότι αληθεύει, δεν πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί η άλλοτε «χώρα του ασύλου» έχει γίνει τόσο απωθητική για κάποιους ανθρώπους που δεν έχουν πια τίποτα στον κόσμο; Οι Γερμανοί ευθύνονται που η παραίτηση αυτή του άλλου μεγάλου ευρωπαϊκού έθνους κατάφερε να τους πείσει ότι πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους; Ας μη νόμιζαν ότι είναι καλύτεροι από τους άλλους…
Αυτοί ευθύνονται, αλλά να που προσπαθούμε κι εμείς να ανακατευτούμε. Και με τι τρόπο! Τον προηγούμενο μήνα, με το πρόσχημα ότι πρέπει να συντονίσουμε τις πολιτικές ασφαλείας μας μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα (που καθόλου δεν υποτιμώ τη σοβαρότητα των προστατευτικών μέτρων που επιβλήθηκαν στη συνέχεια) ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς πήγε στο Μόναχο για να καταγγείλει την πολιτική της Άνγκελα Μέρκελ: ήρθε δεύτερος μετά τον Βίκτορ Όρμπαν, που επισκέφτηκε την Γερμανία για να προσφέρει τη στήριξή του στη γερμανική ακροδεξιά, που παραδέχεται ότι σκοπός της είναι η Καγκελάριος να υποχωρήσει ή να παραιτηθεί. Και μόλις την περασμένη Πέμπτη, ο υπουργός Μπερνάρ Καζενέβ, αφού δρομολόγησε τη διαδικασία ισοπέδωσης του καταυλισμού «Ζούγκλα» στο Καλαί, εφαρμόζοντας το σχέδιο που συμφώνησε με τον βρετανό ομόλογό του, ο οποίος δεν έχει πρόβλημα να ξαναπεταχτούν στον δρόμο μερικές εκατοντάδες απελπισμένοι άνθρωποι, εκπλήσσεται που το Βέλγιο έκλεισε και πάλι τα σύνορά του. Μπορεί κανείς να πιστέψει ότι η Μαρίν Λεπέν είναι ήδη κυβέρνηση της Γαλλίας.

Οι προϋποθέσεις για ένα κίνημα

Ναι, η Ευρώπη διαλύεται κάθε μέρα και περισσότερο και έχουμε κι εμείς μερίδιο της ευθύνης. Θα υποστούμε, λοιπόν, όλο το φάσμα των συνεπειών: τις συνέπειες για την τιμή μας, που παίζει μεγαλύτερο ρόλο από ό,τι νομίζουμε στην ιστορική νομιμοποίηση των πολιτικών οικοδομημάτων, αλλά και τις συνέπειες στη συλλογική ασφάλεια και την προστασία του ατόμου, που είναι προϋποθέσεις για τον αστικό τρόπο ζωής. Εκτός αν, λίγο πριν γίνει η κατάσταση μη αναστρέψιμη, η συγκυρία ενός κινήματος με φωτισμένες απόψεις και μιας αναλαμπής θάρρους από τη μεριά αυτών που μας κυβερνούν (ή κάποιων από αυτούς), φέρει τα πράγματα στον ίσιο δρόμο. Φυσικά δεν ελπίζω πολύ μετά από όσα έχουμε δει. Θα διατυπώσω, ωστόσο, τις δύο προϋποθέσεις που μου φαίνονται αναγκαίες.
Η πρώτη είναι να πούμε επιτέλους χωρίς περιστροφές ότι η Μέρκελ είχε δίκιο και ότι το σχέδιό της (που παρά την αμυντική της στάση δεν το έχει αποκηρύξει ακόμα επίσημα) πρέπει να πετύχει. Το ζήτημα δεν είναι τα κίνητρά της, στα οποία θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε τι μερίδιο έχει το οικονομικό συμφέρον και τι μερίδιο έχει η ηθική. Το ζήτημα είναι να αναγνωρίσουμε ότι η απόφαση αυτή πολιτικά είναι δίκαιη· να δούμε τη γραμμή που χαράσσει ξεκάθαρα ανάμεσα σε δύο ιδεολογίες για την Ευρώπη· να αποδεχτούμε το βάρος των ευθυνών που προκύπτουν για όλους μας. Πέρα από αυτό, είναι αλήθεια ότι η Μέρκελ πληρώνει τα χρόνια τής «πολιτικής ισχύος» και επιβολής λιτότητας που επέβαλε στην Ευρώπη με την απομόνωσή της από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Και δεν μπορούμε να την κατηγορήσουμε για το ζήτημα αυτό, αφού υπακούσαμε σε αυτήν όταν έπρεπε να της αντισταθούμε. Ο γάλλος πρόεδρος, λοιπόν, πρέπει να μεταβεί στο Βερολίνο αυτήν τη φορά για το σωστό λόγο: να αναγνωρίσει ότι βρισκόμαστε σε μια ιστορική στιγμή και να κάνει έκκληση μαζί με τη Γερμανία στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη να αντιμετωπίσουν το ζήτημα από κοινού, για το κοινό τους συμφέρον και το κοινό τους μέλλον.
Η δεύτερη είναι να αρνηθούμε αμέσως και με πράξεις την απομόνωση της Ελλάδας, από όπου εισέρχονται οι περισσότεροι πρόσφυγες. Δηλαδή να αποτρέψουμε τον αποκλεισμό της από το σύστημα των ευρωπαϊκών κρατών, σχέδιο που οι πολιτικο-οικονομικές προσταγές τής τρόικα δεν κατάφεραν να πετύχουν και που, χάρη στο κλείσιμο των συνόρων από την Ουγγαρία και την Αυστρία μέχρι την ΠΓΔΜ και την Αλβανία, τώρα μπαίνει σε εφαρμογή, μεταμορφώνοντας μέρα με τη μέρα τη χώρα ολόκληρη σε ένα υπαίθριο κέντρο κράτησης, όπου καλλιεργούνται με δική μας ευθύνη κάθε είδους βίαιες αντιδράσεις που είναι θέμα χρόνου να εξελιχθούν σε κάτι το ανεξέλεγκτο. Δεν αρκεί αυτήν τη στιγμή να κάνουμε υποκριτικά το δάσκαλο στους βαλκάνιους γείτονές τους ή στους ίδιους τους Έλληνες ή να παρακαλούμε τους Τούρκους, που εμπλέκονται όλο και πιο ενεργά στον πόλεμο της Μέσης Ανατολής, τάζοντάς τους λίγα χρήματα παραπάνω, ή να αναθέτουμε στο ΝΑΤΟ να διεξαγάγει θαλάσσιο ανταρτοπόλεμο απέναντι στους «διακινητές» ενώ υπάρχει ανάγκη για επιχειρήσεις διάσωσης. Χρειάζονται έκτακτα μέτρα μεγάλης κλίμακας, όπως σε άλλες περιπτώσεις μαζικών καταστροφών. Το πιο προφανές μέτρο που πρέπει να ληφθεί είναι η μετεγκατάσταση, με αεροπλάνα και πλοία, των προσφύγων που έχουν ήδη ταυτοποιηθεί και όσων ταυτοποιηθούν, προς τις χώρες του Βορρά —ανάμεσά τους και η Γαλλία— που έχουν τη δυνατότητα να τους υποδεχτούν, αξιοποιώντας όλα τα μέσα που διαθέτουν, στρατιωτικά και πολιτικά.

Αντίστροφη μέτρηση

Τρέφω αυταπάτες; Όχι. Ανοίγω αυτήν τη συζήτηση για να μη γίνει ακόμα αυτονόητο το χειρότερο. Το χειρότερο είναι η παραίτηση, η εθελοτυφλία, ο ιστορικός πουζαντισμός, ακόμα κι αν παρουσιάζεται με το ένδυμα του ρεαλισμού. Σας παρακαλώ, λοιπόν, να συζητήσουμε, αλλά να μην αργήσουμε πολύ, γιατί η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει.

Μετάφραση:
Ματίνα Καραγιαννίδου Σταμπουλή

Πηγή