H Άνοιξη θέλει αγάπη-Αφιέρωμα από τον Βάιο Φασούλα

Αφιέρωμα από το συγγραφέα Βάιο Φασούλα στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, στην Ελλάδα και την Άνοιξη που χρόνια την περιμένει, τα φιλικά ΜΜΠροβολής, τους συγγραφείς, τους ποιητές και όλους εκείνους που νιώθουν εαυτούς ενόχους.

Η άνοιξη θέλει αγάπη…

Καλημέρα χελιδόνια, για χαρά σας αετοί 
και σ’ εσάς ω, περιβόλια,  π’ ομορφαίνετε τη γη

Λιώσαν όλα πια τα χιόνια, άνθισαν και τα κλαριά 
κι η ζωή ξαναγεννιέται κι όλους μας χαμογελά

Ω εσείς, θνητοί ανθρώποι νιώσετε για μια φορά, 
της ανοίξεως το θάμα, πάρτε το στην αγκαλιά

θέλει η άνοιξη αγάπη, των ανθρώπων ζεστασιά, 
για να ακουστούν και πάλι τα γλυκόλαλα πουλιά

*                           *                           *

            Στη γιορτή της «Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης», 21 Μαρτίου, ο κόσμος του Λόγου, και ιδιαίτερα οι ποιητές, άραγε αφουγκράζεται ολόκληρο τον κόσμο και κάνει τον δικό το απολογισμό: Τι μηνύματα έλαβε από την ανθρώπινη δίνη και πώς τα αξιοποίησε μέσα από τον δικό του λόγο; Τι και πώς κατέγραψε μέσα από το δικό του ποιητικό «στρατηγείο» την ανθρώπινη ύπαρξη; Πάμε καλά σαν Κόσμος, οδεύουμε προς την πρόοδο και στην ευημερία, προς την ειρήνη και συνύπαρξη των λαών; Ή οδεύουμε προς μια σταδιακή ολική καταστροφή και αν όχι, σε μια περιθωριοποίηση από κάθε άποψη;

            Οι ποιητές, βλέπουνε άραγε τα κακώς κείμενα του καιρού μας, συμμετέχουν με τα δικά τους «όπλα» καταπολεμώντας τα ή περιορίζονται σε έναν καλό λόγο, που ενδεχομένως κάποιοι εισπράττουν, σε μια αναγνώριση ή και σε μια «θέση» κι εκεί επαναπαύονται; Οι σύγχρονοι ποιητές, γνωστοί και άγνωστοι, και αυτοί που έχουν καταλάβει κάποιες θέσεις και οι άλλοι που βρίσκονται ακόμα και εκτός ποιητικού περιθωρίου, οι απανταχού Έλληνες στην προκειμένη περίπτωση, πώς αξιοποιούν τα σημερινά δρώμενα;

            Μήπως τα σημερινά δρώμενα και γενικότερα οι διεθνείς εξελίξεις και στο χώρο που κατέχει ο αφέντης Λόγος, θα πρέπει να τους προβληματίσουν και να επιστρατευθούν με τον ποιητικό τους λόγο προς κάθε κατεύθυνση, που υποβαθμίζει πολιτισμό, γλώσσα, αξίες, ιστορία, άνθρωπο και Πλανήτη κι εκεί να χαράξουν, αυτό που χάραξαν οι πρόγονοί μας: Ξυπνάτε, βρε! Ξυπνάτε!

            Βεβαίως καλά είναι και τα ρομαντικά ποιήματα, τα νοσταλγικά, τα ερωτικά, της ξενιτιάς και οποιαδήποτε άλλα που γράφονται στη σύγχρονη εποχή μας. Όταν όμως ο Κόσμος όλος βάλλεται από δυσάρεστα γεγονότα και ποικίλες καταστροφές και αποκλεισμούς, ποιος κόσμος είναι αυτός που θα διαβάσει τα ποιητικά έργα των σύγχρονων ποιητών, όσο η κοινωνία μας αποσαθρώνεται συνεχώς; Τι είναι εκείνο που πρέπει ο ποιητής να προωθήσει όσο ποτέ; Το πνεύμα ή την ύλη; Ποια είναι η θέση του στις  π ο λ ι τ ι κ έ ς  – βρώμικες και βάρβαρες ίντριγκες, που ασκούνται από το ένα 10% σε βάρος ολόκληρης της ανθρωπότητας; Ποιος άλλος μπορεί να είναι μπροστάρης εκτός από τον εργάτη του Λόγου και τους συμμάχους του; Πώς θα κρατηθεί η ελπίδα που θα οδηγήσει σε ένα καλλίτερο αύριο, όταν ο σημερινός λόγιος επαναπαύεται στις… δόξες του επιτρέποντας την καλλιέργεια τού μάταιου; Πολλά τα ερωτήματα που μπορεί να κάνει ο κάθε απλός άνθρωπος. Αυτό που περιμένει από τον ποιητή είναι να ακούσει το λόγο του. Ένα λόγο που να μοιάζει τους προγόνους μας. Αλλά ας συνεχίσουμε να ελπίζουμε και πριν πάμε στο αφιέρωμα να κλείσουμε με λίγους στίχους χάρη της ημέρας, που μεταξύ άλλων δίνει και  π ν ε υ μ α τ ι κ ή    α ν ά τ α σ η:

«Μη χάνετε το θάρρος σας και είναι μακριά, εκείνος ο χειμώνας που φαίνεται ψηλά.

Μόνο να φυλαχτείτε! Βάλτε βαθιά τις ρίζες σας, μαζί αγκαλιαστείτε,

αγέρας είναι δυνατός, να μη τον φοβηθείτε!»

 *                          *                           *

 Στο δάσος την άνοιξη

 

«…Αχ! Τα πουλιά! Και να ’μουνα ένα πουλί κι εγώ,

στον τόπο μου να πέταγα νωρίς το δειλινό

και όλο να τραγουδώ,

 

που η άνοιξη στη Χώρα μου δεν είναι πια καλή.                      

Ω συ, καλή μου άνοιξη!..

 

Ξεκίνησα με στοχασμό στο κοντινό δασάκι                                   

τώρα που είναι άνοιξη κι ανθεί το χορταράκι,

τώρα π’ ακούγονται πουλιά να γλυκοκελαηδούνε

κι όλα τα κοντυλόχορτα γοργά, γοργά ξυπνούνε

εσένα, ω άνοιξη,

π’ όλη την πλάση ξαναζείς με περισσή κατάνυξη.     

Εσύ που δίνεις τη ζωή ήρθα να συναντήσω

κι ως παντοδύναμη θεά πιστά να προσκυνήσω

να κουβεντιάσουμε μαζί για χίλια πραγματάκια

κάποια που ’ναι ρόδινα,

τα πιότερα ασήκωτα, είναι πικρά φαρμάκια!                       

Άνοιξη, ω άνοιξη, όπου κι αν βγεις τα πάνδεινα

μας κάνεις και ξεχνάμε κι όπου βρεθείς και απλωθείς   

εσένα μέσ’ τη μέθη μας σε γλυκοτραγουδάμε. 

Χάρη σε εσέ, να δεις

μπορείς, εμείς ως άνθρωποι και τι δεν προσδοκάμε             

στην επικράτειά σου, ειρήνη να χαίρεσαι να ζεις,

τα δέντρα, τα ζωάκια σου εμείς τα αγαπάμε

και οι κορφάδες των δεντριών, καθώς ο άνεμος τις

απαλοχαϊδεύει,

μοιάζουν πιστοί προσκυνητές που όλο σε υμνούνε,  

του δάσους μυρμηγκοστρατιές που όλα τα μαζεύει, 

τούτη η μικρή σου αυλακιά με το κελάρυσμά της, 

χρώματα σμάλτου και χρυσού, πιτσιλωτές σκιάδες

του ήλιου οι ανταύγειες

κι όλα μαζί και άλλα πολλά για σένα τραγουδάνε        

μα πιότερ’ όλα τα πουλιά, που ξέγνοιαστα πετάνε.

Αχ! Τα πουλιά! Και να ’μουνα ένα πουλί κι εγώ,

στον τόπο μου να πέταγα νωρίς το δειλινό

και όλο να τραγουδώ,

που η άνοιξη στη Χώρα μου δεν είναι πια καλή.                      

Ω συ, καλή μου άνοιξη! Σε τούτη εδώ τη γη,

ας την καλέσουμε μαζί να ’ρθει για μια στιγμή 

η έρμη η πατρίδα μου, η μακρινή Ελλάδα,

φάρος μου και λαμπάδα. 

Μαζί κι εσύ, ω άνοιξη, κι εσύ εδώ πατρίδα,               

με την πατρίδα μου κι εγώ θα παραπονεθώ  

και μη ζηλεύεις, μάτια μου, κι εσένα σ’ αγαπώ

και μην τρομάξεις για ό, τι πω, μόνο ν’ αφουγκραστείς

και μη μου πικραθείς.

Κοντά μου δίνεις δίκαιο και άδικο, αν κρίνεις                                    

κρώξε αν θες και μίλα μου ότι τα παραλέω

ρίξε ματιές, βάλε αφτί προς το Νοτιά της δίνης,

για όσα συμβαίνουν κει σε μας εκ’ της παραφροσύνης,

κρίνω κατακριτέο. 

Ακατασίγαστος ο νους, λυμένη η ψυχή μου                          

το έργο κάποιων πονηρών δεν το καταλαβαίνω,

κρίνω και κατακρίνω, να και η υπογραφή μου

και μάρτυς μου για όσα πω, η ίδια η φυλή μου

καθώς και η ζωή μου…

 

Ελλάδα μου, πατρίδα μου και φάρε της ζωής μου! 

Κι όπως εδώ που στάθηκα στο δάσος με λατρεία       

και τη ματιά μου άφησα να ζήσει στη μαγεία,

ευθύς ο παραλληλισμός με παίρνει στα φτερά του

με πάει πίσω, με φέρνει μπροστά στα μέρη τα δικά του,

άστατος σαν αγρίμι,

σαν άλογο που το χτύπησε της κάψας το λιοπύρι,     

μέχρι που πια σταμάτησε τη δίψα του να σβήσει

μπρος σε πηγή αστείρευτη που έχει μείνει μόνη,

σαν μια θεά χιλιόχρονη, σαν ήλιος που τυφλώνει,  

σαν κρυσταλλένια κρήνη,

που σβήνει πυρκαγιά, ήλιος χρυσός και πύρινος       

που σπέρνει τη φωτιά. Αλίμονο! Ποιος είναι γυάλινος

θα πάθει συφορά. Και αλίμονο στο σύννεφο

που θα μπει στην τροχιά, τότε θα ζήσει, το άμοιρο,

παγκόσμια χαλασιά.

Φόβους δεν έχω μέσα μου, τι θε να με τρομάξει;

Αποστολή μου έδωσες, δραγάτη μ’ έχεις φτιάξει,

τα γυάλινα να τα χαλώ, τα σκούρα να σκορπίζω

ποτέ να μην υποχωρώ, να μοιάζω για παιδί σου 

κι ανάπνα της πνοής σου…

«Ελλάδα μου, μητέρα μου, θεά και ομορφιά μου

γαλανοπεριστέρα μου, ελπίδα και χαρά μου…»

 

*                           *                           *

Ένα ΜΗΝΥΜΑ για όλες τις μέρες 

 

«Θα ήθελα λοιπόν κι εγώ ωσάν μια κατακλείδα                                  

να σας θυμίσω και τις δυο, τι έζησα, τι είδα

μες στην Ευρώπη όπου ζω και γέρασε η καρδιά μου,

όχι απ’ της φύσης το σκοπό ή τα παράπονά μου, 

 

μα απ’ αυτά που έγιναν κι αυτά που παν να γίνουν    

στις πλάτες της πατρίδας μου και της Ευρώπης βάρη

κι όλης της ανθρωπότητας που παν να ξεζουμίσουν

τα σκότη όλοι να φέξουμε ως φωτισμένοι φάροι

 

Εσύ ήσουν το ξεκίνημα, η κοίτη του φωτός                     

κι εσύ μπορείς, Ελλάδα μου, το τέλος να ανατρέψεις

φτάνει η αγάπη, ο σεβασμός, να γίνει αυτοσκοπός

και όπως ήσουνα παλιά πάλι να πρυτανεύσεις

 

Μα, τηράτε εσείς, ω Έλληνες, στον κόσμο διασπαρμένοι      

κι εσείς που μείνατε στον τόπο μας, ποτέ μη λησμονάτε

κοινό καθήκον και σκοπός να ζούμε αδελφωμένοι  

τον τόπο και τις ρίζες μας ποτέ μην τις ξεχνάτε

 

Ποιοι, έτσι την κατάντησαν και τ’ άστραμμά της χάνει;         

Ποιοι τα φτερά της μάδησαν; Μπαμπέσηδες ή πλάνοι;         

Δε βλέπετε τ’ αγγίγματα που δέχεται σαν δάδα

με προσανάμμια της ντροπής θ’ ανάψει σαν λαμπάδα

 

Κι όλα ταύτα γίνονται στ’ όνομα της Ευρώπης             

και οι θεσμοί μας χάνονται στα βάθη κάποιας τρώγλης  

Δε τον πονάτε, ωρέ ’σεις, τον τόπο μας μια στάλα

που απ’ ευρωπαϊκά σκαλιά σκορπίζεται κατάρα;

 

Ακόμα και ο πολιτισμός κι αυτός τους ενοχλεί                

τι πάει να πει ελληνισμός, σαν Ούννοι λεν μαζί

Μ’ ακόμα και να στήσουνε Καρλομαγνομουσείο

θεμέλια πρέπει να βαλθούν μ’ ελληνικό στοιχείο

 

Μάθετε, ε εσείς γραικοί, και βάλτε το στο νου σας,

δε στήνεται το πνεύμα με ύλης μεγαλεία

το λέω για ύστερη φορά, πείτε στους εαυτούς σας 

τα μάρμαρα δε ζουν ποτέ σε ευρωπανδοχεία  

 

Ε εσείς, γραικοί, σιγά κι όλα θα τα ’χετε χάσει                

τα παραμύθια της Ένωσης ποιος πλέον θα τα χάψει;

Δεν αφουγκράζεστε; θωρώ πώς τώρα κλαίνε όλοι

απ’ ανεργία ή έγκλημα, χαμένη όλ’ η πόλη

Τρομάρα όλους θα μας βρει, τα βογκητά μας λείπουν

και οι αχοί μας, ως βοή δεν μας εγκαταλείπουν

τ’ άμοιρα ζώα από δω, τα σκάνδαλα βαπόρι

στη σύριγγα και στο πορνό γίναν όλοι μαστόροι

 

Και το ’παμε πολλές φορές, σ’ όλους τους ευρωπαίους,            

πως δε ξεχνάμε τις μεριές που γέννησαν αρχαίους

γι’ αυτό κι αυτοί μας θέλουνε αποκεφαλισμένους

σαν ζώα φτωχά κι άρρωστα και φτηνοπουλημένους

 

Α, τώρα μιλούν για Νίκαια, για γαλλικές συνθήκες,      

που έβαλαν τα δίκαια μες στις αρχειοθήκες  

Το Μάαστριχ το ξεχάσανε, τ’ Άμστερνταμ, το Ελσίνκι

κι ούλοι τους παρελάσανε πνιγμένοι μες στο ξίγκι                          

 

Πούλησαν χαβιαρόζουμο σε σάκους τρυπημένους,       

μα ήταν αχυρόζουμο που σκόρπισε σ’ ανέμους                         

Δεν βλέπτε, τάχα, φανερά πώς δρούνε οι φραντόζοι

κι οι γερμανοί πιο καθαρά παίζουν τον καραγκιόζη;

 

Ποιος θα ’ναι τώρα πιο τρανός, μετά τους αμερικάνους;         

Τους Γάλλους ή τους Γερμανούς θα λένε βετεράνους;                             

Κι εμείς όλο μιλούμε για Ευρώπη των λαών

και εκδημοκρατισμένη ήπειρο των παλαβών                                                                                   

 

Να ζούμε σαν μια φαμελιά με τ’ άστρα μιας σημαίας   

κι ας τρώγεται ψωμί κι ελιά στο έξω της αυλαίας                                            

μα να δειχτούμε θέλουμε κοσμοπολιτισμένοι,

από τη ζάλη του βορρά την εξευρωπαϊσμένη

 

Στα σπίτια μας ας κοιτάξουμε, να ’χουμε αρμονία        

συζυγική, οικογενειακή και κάποια ευτυχία! 

Μη τα παιδιά μας, άραγε, τρατάρονται με χόρτα

Κι αργά, αργά τα χάνουμε που βρήκανε μια πόρτα

 

Που αν το κατώφλι της διαβούν χάνουνε τα πασχάλια,           

στη νάρκη πια εντάσσονται και ζουν σε μαύρα χάλια

Κοιτάτε κάθε γειτονιά πόσο έχει αλλοιωθεί

κι οι κομματάρχες συζητούν για νέα εποχή

 

Μέσ’ στις Ευρώπης χάθκαμε στο ανθρωποπαζάρι                     

στον τόπο μας αφήκαμε να σηκωθεί χορτάρι

Ένα χορτάρι ροζακί φουντώνει και πυκνώνει

κι οι σταυροφόροι στη γραμμή χτυπάνε στο αμόνι

 

Ασύδοτα πέφτει η βαριά πάνω σ’ ένα κομμάτι               

το φέρνουν μια γυροβολιά και το πουλάν στο γδάρτη

Γδάρτες, κομμάτια, μπλέκονται στων έμπορων τα νύχια

σε όρνια μεταμφιέζονται σπαράζοντας τα μύχια

 

των κοπελιών, που ονόμασαν, «κομμάτια» των κεφιών τους  

και τις ψυχούλες τρόμαξαν τ’ άλεσμα των δοντιών τους            

Αχ! κοινωνία κι έγινες, Σοδόμων και Γομόρρων

στην αναρχία έπεσες μαφιόζων και εμπόρων…»

….

*                           *                           *

 

Στους χαλεπούς καιρούς μας για την 25η του Μάρτη.

 

«Τα μάτια μου σαν αστραπές γυρνούν στις εποχές

σε νέες που ’ναι πια γνωστές και σ’άλλες, πιο παλιές

Από μικρός σε γύρευα σ’ έψαχνα με τα μάτια

ποτέ μαθές δε χάθηκα απ’ τα δικά σου χνάρια.

 

Πόσο πολύ θα ήθελα στα έπη σου να ζούσα!

Φόρο τιμής να σου ’δωνα για σε να ξεψυχούσα!

Τη σάρκα και το αίμα μου να σου ’δωνα μια μέρα

να γίνονταν τα έργα μου αντάξια μ’ εσένα.

 

Έτσι με σπούδασες εσύ να σ’ έχω στην καρδιά μου

και μια αστείρευτη πηγή είν’ τα αισθήματά μου,

βαθύ πηγάδι και πηγή πέλαγα τα νερά του

που πάντα σένα καρτερεί να ζήσεις στη δροσιά του.

 

Αύρα να βρεις, να δροσιστείς να σβήσεις τη φωτιά σου

να ευφρανθείς, να γιατρευτείς από τα βάσανά σου 

κι εγώ να ρίχνω αδιάκοπα κουβάδες στολισμένους

διαμαντοχρυσοστόλιστους, χρυσαλυσοδεμένους.

 

Να τραγουδώ με έπαρση τον ύμνο το δικό μας

κι ακράτητη η έξαρση να σβήνει τον καημό μας.

Να ράνω τη δροσάδα μου πάνω στην κεφαλή σου

με την κρυσταλλαφράδα μου ν’ αγιάσω τη ζωή σου.

 

Κι αν η πυρά θα μ’ έκαιγε και έλιωνα σαν κερί

μέσ’ στη φωτιά, ήλιος εσύ θα άστραφτες πιο πολύ

Θνητός εγώ, θα σου ’λεγα, σβήνω στα χώματά σου

το χρέος μου το τέλειωσα, τράνεψαν τα φτερά σου.

 

Σαν αστραπή τα μάτια μου ψάχνουν τις εποχές

σα να θωρώ γύρα φωτιές τρανές και τρομερές,

π’ όλο δυνάμωναν πλατιά κι έφερναν ουρλιαχτά

δυσοίωνα ακούγονταν και έσπερναν συμφορά.

 

Και βλέπω γύρω χαλασμό τ’ άπιστου μακελάρη

που έμοιαζε κατακλυσμό μιλιούνια οι τυράννοι,

αιώνες τέσσερις πικρούς κράτησε το κακό μας

χρόνους κατάμαυρους σκληρούς τ’ άχαρο βάσανό μας.

 

Κι άρχισαν τα γιουρούσια τους γυμνά τα γιαταγάνια

βάρβαροι απ’ την κούνια τους μας παίρναν τα κεφάλια.

Πασάδες και βεζίρηδες κι αγάδες με φιρμάνια

αράπηδες, μουχτάρηδες μας σπείραν την ορφάνια.

 

Και σκύλιασαν οι άπιστοι και δούλεψε μαχαίρι

καθάριζαν οι άναντροι απ’ τη ζωή το ταίρι

και ρήμαξαν πάρα πολλούς, Ρωμιούς κατατρεγμένους

αθώους, άδολους κι αγνούς και καταφρονεμένους.

 

Μέχρι που πια δεν άντεξαν θεοί της Ρωμιοσύνης

και μπαϊράκι σήκωσαν μπόι αντρειοσύνης

Διάκοι, παπάδες και σοφοί μύριοι ραγιάδες, σκλάβοι

όλοι σηκώσανε φωνή και η φωτιά ανάβει

 

Πώς βλέπω μπρος στα μάτια μου να σε σβαρνούν τα χτήνη!

Να σε δαγκώνουν, μάνα μου, σαν λυσσασμένοι σκύλοι!

Να σε τραβούν απ’ τα μαλλιά και την ψυχή να θένε

να σέρνουν την απελπισιά, παντού τουρκιά να λένε.

 

Το φερετζέ τους άγρια θέλαν να σου φορέσουν

τα ιερά σου και άγια θέλαν να σου ληστέψουν.

Πώς βλέπω τρόγυρα Ρωμιούς μύριους καπεταναίους!

Κολίγους και αρματολούς και μαχητές γενναίους!

 

Και να, θωρώ σαν τη φωτιά Ανδρούτσο και Μιαούλη

κι η Μπουμπουλίνα να ορμά, Κανάρης καραούλι.

Ο Παπαφλέσσας χύνεται σαν ποταμός π ’αφρίζει

τις αλυσίδες έσπασε τους άπιστους θερίζει.

 

Ακράτητα και φλογερά χιλιάδες παλικάρια

ξεθηκαρώναν τα σπαθιά κι όρμαγαν σαν λιοντάρια,

με θάρρος, τόλμη ντύθηκαν της αρετής στολίδια

σαν αστραπές ξεχύθηκαν κι έκρουσαν καριοφίλια.

 

Καβάλα πάνω στ’ άλογα πιάνουν τα καραούλια

και στα χωριά ανάστατα βαρούνε τα νταούλια.

Αδάμαστοι σαν τα θεριά οι Κολοκοτρωναίοι

και να, πετά η Λευτεριά, που ήταν σκλαβωμένη!

 

Το φερετζέ δεν φόρεσαν και το Χριστό κρατήσαν

και το ζυγό αρνήθηκαν φωτιές τις αψηφήσαν.

Κι όρθιο σηκώσαν το Σταυρό, τους άπιστους θαμπώσαν

μ’ αγία πίστη και ψαλμό τη Λευτεριά ορθώσαν.

 

Για το δικό σου σηκωμό αντρώθηκαν παιδάκια

γυναίκες, μάνες σαν στοιχειό κι όλα τα γεροντάκια.

Και σκώθηκε η Λευτεριά πα στου Ρωμιού την όψη

άγρεψε κι όλους τους χαλά τους άπιστους σκοτώνει.

 

Πόσο δε σε τραγούδησαν του κόσμου οι ποιητές!

Πόσο αυτοί που σ’ ύμνησαν τη δόξα και αρετές!

Πόσοι για σε δεν πλέξανε κλώνους ελιάς στεφάνια!

Κι άσπρα πουλιά πετάξανε στα γαλανά ουράνια!

 

Και πόσοι δεν εβούλιαξαν μέσα στην αμαρτία!

Αγνή Εσύ και ούρλιαζαν, ξένη απ’ την προδοσία!

Όλοι ονειρευτήκανε της δόξας σου την ώρα

κι η Λευτεριά εσήμανε σ’ ολόκληρη τη χώρα.

 

Ω, πώς με πήρε ο ειρμός, της Λευτεριάς ο θρύλος

κι αργά να βγαίνει ο καημός και να γεμίζω ρίγος!»

*                           *                           *

 

Ε π ί λ ο γ ο ς  

 

«Μα ας τελειώνω, μάνες μου*, με την αναφορά μου     

πίσω μου μέν’ η άνοιξη το θέρος πια μπροστά μου

 

Ας δρασκελίσω δυο αυλακιές να βγω στο φθινοπώρι 

πριχού πέσει στη στράτα μου τ’ άγριο χιονοβόρι

 

Τα σύννεφα δε φεύγουν πια, μου αντράλισαν το νου   

πολύς και ο κόσμος, δε νοεί να κάνει, κατά πού;

 

Πολλοί του λεν πως χτίζουνε στη γη μας παραδείσους 

μ’ αυτός γροικά κι αναριγά μπροστά του τις αβύσσους

 

Το ψέμα τώρα επικρατεί, η ατμόσφαιρα μυρίζει                     

μη φτάσουμε ως νοσταλγοί και πούμε, δε γυρίζει

 

Αυτό που ο κόσμος πόθησε και μόχθησε πολύ

που πάλεψε και αγάπησε με πάθος στη ζωή

 

Κι εδώ κι εκεί κι αντίπερα έδωσε τους αγώνες               

και ιστορία έγραψε σε όλους τους αιώνες

 

Ψάξτε, τηράτε γύρα σας, ρίζες παντού θα δείτε

ιδρώτας, αίμα, καημοί, μα δε τα μολογείτε

 

Σκλάβα η μια και δούλισσα και χάνει το σκοπό της      

και η Ευρώπη τα δεσμά έβαλε στο λαό της

 

Η άλλη είν’ αρχόντισσα, περίσσια της τα κάλλη

μα ο λαός της δυστυχεί κι αργά βγαίνει στην πάλη

 

Λαός κι αυτός κι υπόφερε χόρτασε στο χαστούκι,            

ανάντεχτο του έγινε να ζει μέσ’ στο καβούκι

 

Και ανάμεσά μας σαν λαοί δε ζουν διαφορές

και αν ακόμα βρίσκονταν τις κάναμε αρετές

 

Μα αλλού είναι τα αίτια, τα ξέρεις μα σιωπάς             

Ποιος τάχα να ξέρει σαν τι θες και τι ν’ αποζητάς;

 

Παντού ανακατεύθηκες κι έχεις το μερτικό σου

κι αυτή την ώρα στο ζητώ, να βρεις το λογικό σου

 

Βάλε φωνή και κράξε αυτούς που βάζουν τις φωτιές,           

αλλιώς θα είσαι υπεύθυνη γι’ αυτές τις πυρκαγιές

 

Ρίξε στο κύπελλο νερό, νέρωσε το κρασί σου

λάδι μη ρίχνεις στη φωτιά και στη συνείδησή σου

 

Όσο για σε, Ελλάδα μου, σκώσε τ’ ανάστημά σου        

δείξε τα όπλα που κρατάς σε όλα τα παιδιά σου

 

Θα δεις όλοι θα τρέξουμε μπρος στα προστάγματά σου

Ξενιτεμένοι, Γηγενείς, θα φτάσουμε κοντά σου…»

(* «μάνες» αναφέρεται στις δυο χώρες, Ελλάδα-Γερμανία)

Χρόνια Πολλά από Τρίκαλα