Ευρώπη και ισλάμ μετά τις βόμβες

Του Στράτου Μεϊντανόπουλου από τις Βρυξέλλες

Λίγο καιρό μετά τις επιθέσεις αυτοκτονίας, στις Βρυξέλλες έγιναν δύο πορείες. Η πρώτη, ακροδεξιά, πέρασε μέσα από το κέντρο, χαλώντας τo σκηνικό κατάνυξης και περισυλλογής για τα θύματα των επιθέσεων. Η αστυνομία παρακολουθούσε τους διαδηλωτές από κοντά χωρίς να επέμβει – βίντεο μάλιστα αποτυπώνει την εγκάρδια κουβέντα διαδηλωτών και αστυνομικών. Την επομένη, το συμβάν αυτό οδήγησε σε αντεγκλήσεις μεταξύ Φλαμανδών και γαλλόφωνων πολιτικών. Για την ακρίβεια, ο δήμαρχος των Βρυξελλών κατηγόρησε, άκομψα, τους Φλαμανδούς, ότι αυτοί έφεραν την ευθύνη για την πραγματοποίηση της πορείας.
Ύστερα από λίγες μέρες ακολούθησε δεύτερη συγκέντρωση, ή μάλλον απόπειρα συγκέντρωσης από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αριστερών κατά της ισλαμοφοβίας. Επρόκειτο περί απόπειρας, διότι οι υποψήφιοι διαδηλωτές συνελήφθησαν την ώρα που συγκεντρώνονταν και πέρασαν κάμποσες ώρες στα κρατητήρια. Την ίδια στιγμή μικροεντάσεις σημειώνονταν στο, διαβόητο πλέον, αραβικό γκέτο Μόλενμπεϊκ των Βρυξελλών.
Μέχρις εδώ, τα νέα δεν ξεπερνούν τη συνηθισμένη βελγική καθημερινότητα και, ίσως, δεν θα άξιζε να τα αναφέρει κανείς. Αν το κάνουμε, είναι γιατί υπάρχει μια μικρή, αλλά αξιοπρόσεκτη ποιοτική διαφορά: Μέχρι σήμερα, οι συγκεντρώσεις ακροδεξιών ή φασιστών στις Βρυξέλλες ήταν περιθωριακές (μερικές δεκάδες άτομα), ενώ, π.χ., οι πρόσφατες εκδηλώσεις κατά της λιτότητας, κλασικά «αριστερές», έβγαλαν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους.
Το αντίθετο συνέβη στις δύο πορείες που αναφέραμε: η μεν αντιμουσουλμανική συγκέντρωσε περί τα 500 άτομα, η δε αντιισλαμοφοβική μόνο περί τα 30. Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι από την πλευρά των υποστηρικτών της πολυπολιτισμικότητας υπάρχει ένα μούδιασμα.
Αφήνοντας τα του Βελγίου, ξεφυλλίζουμε την έγκυρη ακροαριστερή εφημερίδα Μανιφέστο, η οποία δημοσιεύει (31 Μαρτίου) συνέντευξη του Αλγερινού συγγραφέα Μπουαλέμ Σανσάλ. «Είμαστε σε πόλεμο», λέει ο Σανσάλ, «και πρέπει να δράσουμε ανάλογα». Στο πολιτισμικό πεδίο βέβαια, αλλά, σπεύδει να προσθέσει, «χρειάζεται και μια στρατιωτική απάντηση». Και περιγράφει τις γειτονιές του Παρισιού και των Βρυξελλών και το πώς πέρασαν, από ένα ανεκτικό και αλληλέγγυο ισλάμ, στην τρομοκρατία. Αλλά και για τη χώρα του εξηγεί συνοπτικά πώς έγινε η μετάβαση από την ανοχή στη μισαλλοδοξία:
«Στην Αλγερία, τα παιδιά της ελίτ σπουδάζουν στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Κι όταν επιστρέφουν στη χώρα τους για να πάρουν τις θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, θεωρούν ότι οι συμπατριώτες τους είναι παιδιά που δεν θα ενηλικιωθούν ποτέ. Βέβαια, αν ενηλικιώνονταν, οι γιοι των καλών οικογενειών θα έχαναν όλα τα προνόμιά τους. Γι’ αυτό και διάλεξαν, στην αρχή τουλάχιστον, το άνοιγμα προς τους ισλαμιστές, ώστε να χαλιναγωγήσουν την κοινωνία. Μετά, βέβαια, οι γενειοφόροι προσπάθησαν να πάρουν οι ίδιοι την εξουσία».
Και ο Αλγερινός συγγραφέας καταλήγει: «Η επικοινωνιακή τακτική των τζιχαντιστών εστίασε στις ενοχές των Δυτικών. Οφείλουμε να προσέξουμε ώστε να μη θεωρήσουμε τους δήμιους θύματα. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι η Δύση δεν αντιτάσσει καμία ιδέα και καμία αξία στην ισλαμιστική απειλή, αν εξαιρέσεις τις αξίες της αγοράς και του χρήματος. Αν οι Δυτικοί δεν υπερασπιστούν σθεναρά τις αξίες της ατομικής ελευθερίας και της δημοκρατίας, ο πόλεμος έχει ήδη χαθεί πριν καλά καλά αρχίσει».
Δύσκολα μπορεί να αποφύγει κανείς τη σύγκριση: Ο πόλεμος των αξιών της Δύσης, που κινδυνεύει να χαθεί πριν αρχίσει, είναι κάπως σαν την πορεία των «δικαιωματιστών» που προαναφέραμε: κι αυτή διαλύθηκε πριν καν ξεκινήσει. Ίσως γιατί κάπου οι αμφιβολίες άρχισαν να πληθαίνουν, επειδή ακριβώς η ιδεολογική βάση ήταν σαθρή. Όλοι ξέρουμε όμως ότι χωρίς έρμα και με αμφιβολίες οι προοπτικές επικράτησης σε έναν αγώνα είναι απείρως πιο ζοφερές.
Ίδιο κλίμα στον γαλλικό Τύπο: Λίγες μέρες μετά τις επιθέσεις στις Βρυξέλλες, ο Πλαντύ, σκιτσογράφος της εφημερίδας αναφοράς Λε Μοντ, δίνει τη γραμμή με ένα από τα επιμελώς γλυκανάλατα σκίτσα του: μια κομψή μουσουλμάνα φοράει, ως τελευταίο αξεσουάρ της μόδας, μία ζώνη με εκρηκτικά. Μάλλον η άρχουσα τάξη της Γαλλίας έχει αρχίσει να απενοχοποιεί την έκφραση δυσφορίας απέναντι στο ισλάμ.
Το κύριο άρθρο του περιοδικού Σαρλί Εμπντό (31.3) είναι ακόμη σαφέστερο: Αναφέρεται σε τρία πρόσωπα: ένα επώνυμο, τον μουσουλμάνο διανοούμενο Ταρίκ Ραμαντάν, και δύο ανώνυμα: τον ανώνυμο φούρναρη της γειτονιάς και την ανώνυμη γυναίκα με τη μουσουλμανική μαντίλα. Ο Ραμαντάν, μας λέει το Σαρλί, υπερασπίζεται τις αξίες του ισλάμ στη Γαλλία, δεν καλεί τους Άραβες να σκοτώσουν τους απίστους. Ουδέν μεμπτόν. Ο φούρναρης της γειτονιάς, πουλάει σάντουιτς χωρίς χοιρινό. Μικρό το κακό, γιατί να επιμείνουμε στο χοιρινό, ενώ υπάρχει κοτόπουλο, τόνος κ.λπ. Η γυναίκα με τη μαντίλα, πάλι, δεν κρύβει καμία βόμβα – η μπούρκα, μάλιστα, ίσως να ήταν επικίνδυνη, αλλά η μαντίλα γιατί;
Στην ουσία, όμως, εξηγεί ο επιζών δημοσιογράφος του περιοδικού που αποδεκατίστηκε από μουσουλμάνους το θρήσκευμα εκτελεστές, όλοι αυτοί απλώς είναι οι ενδιάμεσοι που δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για την άσκηση της τρομοκρατίας. Ο Ραμαντάν θα μάθει τους φοιτητές να μην ασκούν κριτική στο ισλάμ, διότι αυτό επισύρει την κατηγορία της ισλαμοφοβίας. Ο φούρναρης και η γυναίκα με τη μαντίλα θα μας εμποδίσουν να εκφράσουμε τη δυσφορία μας, επειδή θα τη θεωρούμε πολιτικά απρεπή. Ο φόβος αυτός δημιουργεί την ανοχή, στο έδαφος της οποίας θα βλαστήσουν οι τρομοκρατικές επιθέσεις. Όσο τραβηγμένη κι αν φαίνεται αυτή η ανάλυση –και, τουλάχιστον όσον αφορά τον ρόλο του Ραμαντάν, δεν είναι τραβηγμένη– όσο και αν εισάγει μία έννοια «συλλογικής ευθύνης», είναι χαρακτηριστική μίας τροπής που έχει αρχίσει να παίρνει ο δημόσιος διάλογος.
Στην Ευρώπη αρχίζει να διαγράφεται μια αλλαγή κλίματος. Ακόμα και μέχρι τον Νοέμβριο, η κυρίαρχη αφήγηση ήταν ότι στόχος των ισλαμιστών ήταν να ωθήσουν την κοινωνία σε ισλαμοφοβία, ώστε να οξυνθούν οι αντιθέσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, να υπάρξουν διώξεις κατά των δεύτερων, με αποτέλεσμα να στραφούν ολοένα και περισσότεροι μουσουλμάνοι προς τους τζιχαντιστές. Και ότι το ζητούμενο ήταν οι δυτικές κοινωνίες να αποτρέψουν κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον αυτή ήταν η αφήγηση στον μικρόκοσμο των επιτελείων των μέσων ενημέρωσης. Τι έχει μεσολαβήσει από τον Νοέμβριο μέχρι σήμερα, πέρα από τις ανθρωποθυσίες της 22ας Μαρτίου στις Βρυξέλλες; Μήπως η Δύση θεωρεί πλέον ότι το ισλάμ το ίδιο αποτελεί απειλή; Μήπως υπαινίσσεται κάτι τέτοιο ώστε να εξασφαλίσει τη συσπείρωση της πλειοψηφίας των πληθυσμών της; Ή μήπως η στάση των ΜΜΕ απλώς αντικατοπτρίζει τη στάση των δυτικών κοινωνιών, που έχουν αρχίζει επιτέλους να βγαίνουν, έστω και ψαχουλεύοντας, από την έρημο στην οποία τις είχε εξορίσει η απουσία νοήματος;

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ρήξη φ.122