Γράφει ο Ὁμότ.  Καθηγητής  Παν/μίου  Ἀθηνῶν Παναγιώτης  Ἰ.  Μπούμης

Πολλοί  ἀντί  νά  θέτουν  τό  ἀνωτέρω  ἐρώτημα  ρωτοῦν  διαφορετικά  ὡς  ἑξῆς:  Εἶναι  ὁ  Ρωμαιοκαθολικισμός  ἤ  ὁ  Παπισμός  Ἐκκλησία; 

 Πολύ  εὔστοχα  εἶχε  πρό  ἐτῶν  θέσει  στήν  Πεντέλη  καί  κατά  τήν  ἑορτή  τοῦ  Ἁγίου  Φωτίου  ὁ  Ἀρχιεπίσκοπος  Ἀθηνῶν  Σεραφείμ  τό  ἑξῆς, ἄν  θυμᾶμαι  καλά, ἐρώτημα:  Εἶναι  τό  Βατικανό  Ἐκκλησία;  Καί  πολύ  ὡραῖα  τοῦ  ἀπάντησαν  πολλοί  ἀρνητικά, ὄχι. Καί  μποροῦσαν  νά  πράξουν  ἀλλιῶς, ἐφ’  ὅσον  τό  Βατικανό  εἶναι  κράτος;  Αὐτά  ὡς  προεισαγωγικά.

     Ἔτσι  ὅμως  μπορεῖ  νά  κατηγορηθοῦμε  ὅτι  παρακάμπτουμε  τό  θέμα-ἐρώτημα. Ὅπως  ἀσφαλῶς  τό  παρακάμπτουμε  καί  ὑπεκφεύγουμε, ὅταν  μιλᾶμε  γιά  Ρωμαιοκαθολικισμό  ἤ  γιά  Παπισμό. Γιατί  ἐδῶ  μεταπηδᾶμε  σέ  σύστημα  ἰδεολογικό  ἤ  διοικητικό  καί  δέν  μιλᾶμε  γιά  σύνολο  πιστῶν  ἤ  καί  πεπλανημένων  χριστιανῶν. Αὐτή  ἡ  τακτική  δημιουργεῖ  μία  σύγχυση  ἤ  τουλάχιστον  ὁδηγεῖ  σέ  ἕνα  ἀποπροσανατολισμό.

     Ἀλλά  τό  ἐρώτημα  εἶναι  σαφές:  Αὐτό  τό  σύνολο  πού  λέγεται  Ρωμαιοκαθολική  Ἐκκλησία, διοικούμενο  μέ  τό  παπικό  σύστημα  πού  διέπεται  καί  ἀπό  τό  πρωτεῖο  ἐξουσίας  τοῦ  Πάπα  εἶναι  ἤ  δέν  εἶναι  Ἐκκλησία;  Οἱ  χριστιανοί, Ὀρθόδοξοι  καί  Ρωμαιοκαθολικοί, θέλουν  καί  ζητοῦν  μία  σαφῆ  ἀπάντηση, ἔστω  μέ  ὑποσημειώσεις. Ἀλλά  αὐτό  εἶναι  τό  ζητούμενο  καί  τό  ἀναζητούμενο. Πολλοί  βιάζονται  κάνοντας  λήψη  τοῦ  ζητουμένου  καί  ἀπαντοῦν  μᾶλλον  πρόχειρα, γιά  νά  μήν  ποῦμε  αὐθαίρετα, καί  λένε  «δέν  εἶναι  Ἐκκλησία». Ἄλλοι  πάλι  στηριζόμενοι  σέ  ἄλλες  ἀρχές  καί  προϋποθέσεις  λένε  ὅτι  εἶναι  Ἐκκλησία. Αὐτοί  στηρίζονται  ἰδίως  στό  γεγονός  ὅτι  ἔχουν  ἱερωσύνη, ἐπειδή  ἔχουν  καί  ἀποστολική  διαδοχή. Ὑποστηρίζουν  δηλαδή  ὅτι  οἱ  σημερινοί  κληρικοί  τους  μέ  τίς  διαδοχικές  χειροτονίες  διατηροῦν  τήν  ἱερωσύνη  πού  ἔδωσε  ὁ  Κύριος  στούς  Ἀποστόλους.

     Οἱ  πρῶτοι  πάλι  ἰσχυρίζονται  ὅτι  δέν  ἔχουν  ἀποστολική  διαδοχή  καί  ὅτι  αὐτή  διακόπηκε  ἀπό  τή  στιγμή  πού  δέν  κράτησαν  ἀνόθευτη  τήν  ἀποστολική  παράδοση  καί  διδασκαλία. Δέν  μποροῦν  ὅμως  νά  ποῦν  ὅτι  ἔφυγαν  ἀπό  τήν  Ἐκκλησία  ἤ  τέλος  πάντων  ὅτι  ἡ  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία  τούς  ἀπέκοψε  ἀπό  αὐτήν  π.χ.  μέ  ἕνα  ἐπίσημο  μεγάλο  ἀφορισμό  ἤ  ἀνάθεμα. Καί  ὀρθῶς  δέν  ἰσχυρίζονται  αὐτό, γιατί  ἔχουμε  τίς  ἑξῆς  σημαντικές  μαρτυρίες:

     α)  Ὁ  Μακάριος  Ἀγκύρας  (τέλος  ΙΔ΄ – ἀρχές  τοῦ  ΙΕ΄  αἰώνα)  μᾶς  πληροφορεῖ  γιά  τή  Σύνοδο  πού  ἔγινε  στήν  Κωνσταντινούπολη  ἐπί  αὐτοκράτορα  Μιχαήλ  Γ΄  τοῦ  Ἀγχιάλου  (1170-1177)  τά  ἑξῆς:  Καίτοι  «ὅ  τε  βασιλεύς  καί  ἡ  σύνοδος  καί  πᾶσα  ὁμοῦ  ἡ  σύγκλητος  βουλήν  κατεβάλοντο, ἵνα  τελείως  ἀποκόψωσι  τελείῳ  χωρισμῷ  τόν  Πάπαν  καί  πάντας  τούς  σύν  αὐτῷ, (τελικῶς)  τήν  κρίσιν  τοῦ  Θεοῦ  ἀφέντες  εἰς  τοῦτο·  καί   ο ὔ τ ε   αὐτούς   τ ε λ ε ί ῳ   ἀναθεματισμῷ  παρέδωσαν  καθώς  καί  τάς  λοιπάς  αἱρέσεις, διά  τό  ἔνι  αὐτούς  μέγα  καί  περιβόητον  ἔθνος».

     β)  Ἄξιοι  ἰδιαίτερης  προσοχῆς  εἶναι  καί  οἱ  λόγοι  τοῦ  ἴδιου  τοῦ  προμάχου  τῆς  Ὀρθοδοξίας  Μάρκου  τοῦ  Εὐγενικοῦ, τούς  ὁποίους  ἀπηύθυνε  πρός  τήν  Ὀρθόδοξη  ἀντιπροσωπεία  στή  σύνοδο  τῆς  Φλωρεντίας  (1439):  «Οὐ  μόνον  εἰσίν  οἱ  Λατῖνοι  σχισματικοί, ἀλλά  καί  αἱρετικοί·  καί  τοῦτο  παρεσιώπησεν  ἡ  Ἐκκλησία  ἡμῶν  διά  τό  γένος  ἐκείνων  εἶναι  πολύ  καί  ἰσχυρότερον  ἡμῶν»  καί  «οὐκ  ἠθέλησαν  (οἱ  πρό  ἡμῶν)  θριαμβεύειν  τούς  Λατίνους  ὡς  αἱρετικούς, τήν  ἐπιστροφήν  αὐτῶν  ἐκδεχόμενοι  καί  τήν  φιλίαν  πραγματευόμενοι».

     γ)  Στήν  «Ἀπάντησιν  τῆς  ἐν  Κωνσταντινουπόλει  Συνόδου  τοῦ  1895  πρός  τόν  Πάπαν  Λέοντα  τόν  ΙΓ΄»  λέγονται  μέ  ἐξαιρετική  λεπτότητα  τά  ἑξῆς:  «Ἡ  νῦν  Ῥωμαϊκή  ἐστιν  Ἐκκλησία  τῶν  καινοτομιῶν, τῆς  νοθεύσεως  τῶν  συγγραμμάτων  τῶν  ἐκκλησιαστικῶν  Πατέρων  καί  τῆς  παρερμηνείας  τῆς  τε  ἁγίας  Γραφῆς  καί  τῶν  ὅρων  τῶν  ἁγίων  Συνόδων·  διό  εὐλόγως  καί  δικαίως   ἀ π ε κ η ρ ύ χ θ η       κ α ί   ἀ π ο κ η ρ ύ σ σ ε τ α ι ,  ἐφ’  ὅσον  ἄν  ἐμμένῃ  ἐν  τῇ  πλάνῃ  αὐτῆς. Κρείσσων  γάρ  ἐπαινετός  πόλεμος, λέγει  καί  ὁ  θεῖος  Γρηγόριος  ὁ  Ναζιανζηνός, εἰρήνης  χωριζούσης  Θεοῦ». Παρατηροῦμε  δηλ.  ὅτι  δέν  χαρακτηρίζεται  ὡς  «αἵρεση», παρά  μόνο  ὡς  «Ἐκκλησία  τῶν  καινοτομιῶν, τῆς  νοθεύσεως . . . καί  τῆς  παρερμηνείας». Ἐπίσης  μᾶς  πληροφορεῖ  ὅτι  ἔχει  ἀποκηρυχθεῖ   κ α ί    ὄ χ ι   ὅ τ ι   ἔ χ ε ι                    ἀ ν α θ ε μ α τ ι σ θ ε ῖ   ἡ  Δυτική  Ἐκκλησία  στό  σύνολό  της[1].

     Ἑπομένως  τό  ἐρώτημα, τό  ζητούμενο, παραμένει. Δέν  ἔχουμε  καμμία  σαφή  αὐθεντική  ἀπάντηση  ἐπ’  αὐτοῦ. Ἴσως  ὅμως  πρέπει  νά  ἀξιολογήσουμε  τό  ἱστορικό  γεγονός  ὅτι  μετά  τό  Σχίσμα  τοῦ  1054  ἡ  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία  εἴτε  ἑκουσίως  εἴτε  ἀκουσίως  καί  ἀναγκαστικῶς  (ἕνεκα  δυσμενῶν  περιστάσεων)  δέν  συνεκάλεσε  καμμιά  Οἰκουμενική  Σύνοδο. Αὐτό  τό  γεγονός  εἶναι  μία  ἀξιοσημείωτη, ἔστω  ἔμμεση, μαρτυρία  καί  ἀπάντηση  στό  θέμα  τῆς  ἐκκλησιαστικότητας  τῶν  Ρωμαιοκαθολικῶν.

     Ἔτσι  δηλαδή  δέν  ἔδωσε  καμμία  ἀπάντηση  αὐθεντική  εἴτε  ἀμέσως  εἴτε  ἐμμέσως. Λέμε  οὔτε  ἐμμέσως, γιατί  ἄν  ἔκανε  μία  Σύνοδο  καί  τήν  ὀνόμαζε  οἰκουμενική, καί  αὐτό  γινόταν  δεκτό  ἀπό  τό  πλήρωμα  τῆς  Ὀρθόδοξης  Ἐκκλησίας, τότε  αὐτομάτως, de  facto, καί  ἄνευ  ἄλλης  συζητήσεως  θά  ἔθετε, θά  θεωροῦσε, τή  Ρωμαιοκαθολική  Ἐκκλησία  ὡς  εὑρισκομένη  ἐκτός  τῆς  Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς  καί  Ἀποστολικῆς  Ἐκκλησίας. Ἀλλά, ὅπως  προσημειώσαμε, τά  δυσάρεστα  γεγονότα  δέν  τήν  ἄφησαν  νά  συγκαλέσει  Οἰκουμενική  Σύνοδο. Μήπως  σέ  τελευταία  ἀνάλυση  ὁ  Θεός  δέν  τήν  ἄφησε  νά  συγκαλέσει  Οἰκουμενική  Σύνοδο;  Καί  τό  ὅτι  δέν  συνεκάλεσε  εἶναι  πολύ  ἐνδεικτικό, ἀλλά  καί  «προδρομικό  σημεῖο», γιατί  ἀκολούθως  ἔλαβε  χῶρα  τόν  Δεκέμβριο  τοῦ  1965  ἡ  ἀμοιβαία  ἄρση  τῶν  ἀναθεμάτων  τοῦ  1054  μεταξύ  Ρώμης  καί  Κωνσταντινουπόλεως, ἡ  ὁποία  ἀνέκοψε  τή  διαιώνιση  τῆς  διαιρέσεως  Ἀνατολῆς – Δύσεως. 

     Γι’  αὐτό  νομίζουμε  ὅτι  εἴμαστε  ὑποχρεωμένοι  νά  ἀναζητήσουμε  καί  νά  προσφύγουμε  σέ  ἄλλες  αὐθεντικές  μαρτυρίες  καί  ὑποδείξεις  ἄμεσες  ἤ  καί  ἔμμεσες, γιά  νά  πάρουμε  μιά  ἀπάντηση  στό  σπουδαιότατο  αὐτό  θέμα. Μία  τέτοια  πηγή  μαρτυριῶν  εἶναι  ἡ  Ἀποκάλυψη  τοῦ  Ἀποστόλου  καί  Εὐαγγελιστοῦ  Ἰωάννου, ὁ  ὁποῖος  στίς  ἑπτά  ἐπιστολές  πού  βρίσκονται  στά  τρία  πρῶτα  κεφάλαια  τῆς  Ἀποκαλύψεως  παραθέτει  σέ  γενικές  γραμμές  τήν  πορεία  τῆς  Ἐκκλησίας, Ἀνατολῆς  καί  Δύσεως.

     Ὁ  ἀκαδημαϊκός  καθηγητής  Παν.  Μπρατσιώτης, ὑπομνηματίζοντας  τά  τρία  πρῶτα  κεφάλαια  τῆς  Ἀποκαλύψεως, ὅπου  ὁ  Κύριος  ὁμιλεῖ  πρός  τίς  ἑπτά  Ἐκκλησίες  τῆς  Μ.  Ἀσίας  καί  τούς  ἑπτά  «ἀγγέλους»  τῶν  Ἐκκλησιῶν  τους, λέει  χαρακτηριστικά:  «Ὁ  ἱερός  ἀριθμός  ἑπτά, ὅστις  ἐκφράζει  συνήθως  τήν  ποικιλίαν  ἅμα  καί  τήν  πληρότητα, εἶναι  ἐνταῦθα, ὡς  καί  πολλαχοῦ  περαιτέρω, σχηματικός, ἐμφαίνων, κατά  τήν  ἐπικρατοῦσαν  ἐκδοχήν, τό  ὅλον  χριστιανικόν  πλήρωμα, τήν  ὅλην  Ἐκκλησίαν, καί  δή  καί  ὄχι  μόνον  τήν  τότε  σύγχρονον, ἀλλά  καί  τήν  μέχρι  συντελείας, τῆς  ὁποίας  Ἐκκλησίας  οἱονεί  ἀντιπροσωπευτικοί  τύποι  ἦσαν  αἱ  ἐν  λόγῳ  ἑπτά  ἐκκλησίαι»[2].

     Σ’  αὐτές  λοιπόν  τίς  ἐπιστολές  ἐναλλάξ  καί  προοδευτικῶς  (κατά  τό  ἑρμηνευτικό  σχῆμα  τῆς  Ἀποκαλύψεως  καί  κατά  τόν  σπειροειδή  νόμο  τῆς  Ἱστορίας)  ἀναφέρονται  συμβολικῶς-προφητικῶς  γεγονότα  καί  κανονικά  δεδομένα  πού  ἀνταποκρίνονται  στήν  πορεία  τῶν  δύο  Ἐκκλησιῶν. Ἔτσι  στίς  ἐπιστολές  1,3,5,7  παρέχονται  γεγονότα  τῆς  πορείας  τῆς  Δύσεως  καί  στίς  ἐπιστολές  2,4,6  ἱστορικά  στοιχεῖα  τῆς  πορείας  τῆς  Ἀνατολῆς. Αὐτά  τά  στοιχεῖα  προσφέρονται  γιά  τήν  ταυτότητά  τους.

     Ἀλλά  τό  σπουδαῖο  ἐπί  τοῦ  προκειμένου  εἶναι  ὅτι  καί  στίς  δύο  παραθέσεις  τῶν  ἐπιστολῶν  πρός  τίς  Ἐκκλησίες  χαρακτηρίζει  ἡ  Ἀποκάλυψη  τούς  παραλῆπτες-ἐκπροσώπους  ὡς  ἀγγέλους  (= ἐπισκόπους;)  τῶν  ἐν  λόγῳ  Ἐκκλησιῶν. Ἔτσι  λέει:  «Στόν  ἄγγελο τῆς . . .  Ἐ κ κ λ η σ ί α ς »  γιά  τίς  ἐπιστολές  1,3,5,7  πού  ἀναφέρονται  στή  Δύση, ὅπως  πράττει  καί  γιά  τίς  ἐπιστολές  2, 4  καί  6  πού  ἀναφέρονται  στήν  Ἀνατολή[3]. Ἑπομένως  δέν  μποροῦμε  ἐμεῖς  σήμερα  νά  πάρουμε  ἀντίθετη  θέση. Εἴμαστε  ὑποχρεωμένοι  νά  τίς  δεχθοῦμε  ἔστω  ὡς  μία  ἔμμεση  μαρτυρία-ὑπόδειξη  περί  τῆς  ἐκκλησιαστικότητας  τῆς  Ρωμαιοκαθολικῆς  Ἐκκλησίας, ὅπως  βεβαίως  καί  ἀντιστοίχως  περί  τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας.

     Ἀλλά  δέν  ἔχουμε  μόνο  αὐτές  τίς  μαρτυρίες. Ἐκεῖνο  πού  μᾶς  ἐνισχύει  ἰδιαιτέρως  στά  ἀνωτέρω  συμπεράσματα  εἶναι  οἱ  δύο  μικρές, ἀλλά  θαυμαστές, ἐπιστολές  (Β΄ καί  Γ΄)  τοῦ  ἴδιου  ἀποστόλου  καί  εὐαγγελιστοῦ  Ἰωάννου.

     Ἀπό  αὐτές  ἡ  Β΄  ἀναφέρεται  σέ  δύο  «ἐκλεκτές»  (= ἐκλεγμένες  ἀπό  τόν  Θεό)  ἀδελφές, οἱ  ὁποῖες, ὅπως  δέχονται  οἱ  καινοδιαθηκολόγοι, συμβολίζουν  δύο  Ἐκκλησίες. Δύο  Ἐκκλησίες  τῆς  Μιᾶς  Ἐκκλησίας. Γι’  αὐτό  καί  στήν  Γ΄  Ἐπιστολή  ὁ  Ἰωάννης  μᾶς  λέει  ὅτι  «ἔγραψά  τι  (κάτι, μικρό  σέ  ἔκταση)  τῇ  Ἐκκλησίᾳ»  (Γ΄  Ἰω. 9), στήν  Ἐκκλησία. Δηλαδή  ὁ  ἴδιος  ὁ  Ἰωάννης  μᾶς  ὑποδεικνύει  ὅτι  ἡ  Β΄  ἐπιστολή  του  ναί  μέν  ἀναφερόταν  τυπικῶς-«γραμματικῶς»  σέ  δύο  ἀδελφές, ἀλλά  συμβολικῶς  καί  οὐσιαστικῶς  ἀναφέρεται  καί  ἀπευθύνεται  στήν  Ἐκκλησία, στή  Μία, Ἁγία, Καθολική  καί  Ἀποστολική  Ἐκκλησία.

     Ὅτι  ἀναφέρεται  σέ  κάποιους  ἄλλους, σέ  κάποιες  ἄλλες  ἀδελφές, ὄχι  σέ  ἀδελφές  σαρκικές, ὑποδεικνύεται  καί  ἀπό  τό  γεγονός  ὅτι  ἄν  καί  ὁ  Ἰωάννης  γνώριζε  λεπτομέρειες  ἀπό  τήν  οἰκογενειακή  τους  (ἀδελφές, τέκνα  κ.τ.λ.)  κατάσταση, ἐν  τούτοις  δέν  ἀναφέρει  τό  ὄνομά  τους, τό  ὁποῖο  δέν  μπορεῖ  νά  μήν  γνώριζε. Ἦταν  ποτέ  δυνατόν  ἤ  εὐγενικό  νά  στέλνει  ἔτσι  ἀνωνύμως  καί  ἀόριστα  ἐπιστολή, στό  ἄγνωστο, σέ  δύο  ἄγνωστες  κυρίες, ἐνῶ  ἀπό  τήν  ἄλλη  ἐμφανίζεται  ὅτι  τίς  γνωρίζει  καλά  καί  μάλιστα  τίς  χαρακτηρίζει  καί  «ἐκλεκτές», ὅπως  ἐπίσης  καί τό  ὅτι  μεταβιβάζει  ἀσπασμούς  τῆς  μιᾶς  στήν  ἄλλη;  Ἔτσι  ἀναγκάζει  ἐμᾶς  νά  ἀναζητήσουμε, ποιές  ἐννοεῖ[4].

     Ἴσως  πεῖ  κάποιος, γιατί  ὁ  Εὐαγγελιστής  Ἰωάννης  συμβολίζει  τίς  δύο  Ἐκκλησίες  μέ  δύο  ἀδελφές, γιατί  μιλάει  συμβολικῶς, καί  δέν  μιλάει  σαφῶς  καί  κατηγορηματικῶς, «ὁριστικῶς», μέ  ὁρισμό;  Πρέπει  νά  ὑπάρχει  κάποιος  λόγος. Μήν  ξεχνᾶμε  ὅτι  καί  γιά  τήν  καθόλου  Ἐκκλησία  δέν  ἔχουμε  ἕνα  σαφή  ὁρισμό, ἀλλά  ἔχουμε  συμβολικές  παρομοιώσεις. Ἔτσι  λέμε  σῶμα  Χριστοῦ, κιβωτός, ἄμπελος  κ.τ.λ., ἀλλά  δέν  ἔχουμε  ὁρισμό. Καί  θά  μπορούσαμε  νά  ἔχουμε  ὁρισμό, ἀφοῦ  ὁ  ὁρισμός  εἶναι  καί  ἕνας  προσδιορισμός, ἀλλά  καί  περιορισμός;  Καί  μπορεῖ  ἡ  Ἐκκλησία  νά  περιορίζεται;  Ἔτσι  καί  γιά  τά  τμήματά  της  ἔχουμε  συμβολισμούς, ὄχι  περιορισμούς.

     Καί  συγχρόνως  τίθεται  τό  μεγάλο  ἐρώτημα:  Ἡ  Ἐκκλησία  ὡς  τό  μυστικό  σῶμα  τοῦ  Χριστοῦ, ἤ  ἀλλιῶς  ὡς  μυστήριο  μέγα  (πρβλ.  Ἐφ. 5,32), μπορεῖ  νά  ὁριστεῖ, νά  περιγραφεῖ  καί  νά  περιοριστεῖ;  Καί  μπορεῖ  κάποιος  νά  διακρίνει  ἀνθρωπίνως  καί  λογικῶς  ἤ  νά  πεῖ  αὐθαιρέτως  ὅτι  αὐτό  τό  τμῆμα  ἤ  καί  αὐτό  τό  σύνολο  τῶν  βαπτισμένων  χριστιανῶν  εἶναι  Ἐκκλησία  καί  τό  ἄλλο  ὄχι;  Καί  αὐτό, ὅταν  μάλιστα  οὔτε  κανονικῶς  ἤ  Συνοδικῶς  (οἰκουμενικῶς)  δέν  ἔχει  δοθεῖ  κάποιος  ὁρισμός, δέν  ἔχει  ὁριοθετηθεῖ  ὁ  θεσμός  τῆς  Ἐκκλησίας; 

Ἐδῶ  θά  ἤθελα  νά  μεταφέρω  μόνο  τήν  περίπτωση  πού  ἀναφέρουν  οἱ  Πράξεις  τῶν  Ἀποστόλων  γιά  ἕνα  περαιτέρω  προβληματισμό: «Ἀκούσαντες  δέ  οἱ  ἐν  Ἱεροσολύμοις  ἀπόστολοι  ὅτι  δέδεκται  ἡ  Σαμάρεια  τόν  λόγον  τοῦ  Θεοῦ, ἀπέστειλαν  πρός  αὐτούς  τόν  Πέτρον  καί  Ἰωάννην (γιατί  αὐτούς;)·  οἵτινες  καταβάντες  προσηύξαντο  περί  αὐτῶν  ὅπως  λάβωσι  Πνεῦμα  Ἅγιον·  οὔπω  γάρ  ἦν  ἐπ’  οὐδενί  αὐτῶν  ἐπιπεπτωκός, μόνον  δέ  βαπτισμένοι  ὑπῆρχον  εἰς  τό  ὄνομα  τοῦ  Κυρίου  Ἰησοῦ. Τότε  ἐπετίθουν  τάς  χεῖρας  ἐπ’  αὐτούς, καί  ἐλάμβανον  Πνεῦμα  Ἅγιον».

     Τό  ἐρώτημα  δηλαδή  πού  μπορεῖ  νά  προβληθεῖ  εἶναι:  Πρό  τῆς  ἀποστολῆς  τῶν  Ἀποστόλων  Πέτρου  καί  Ἰωάννου  οἱ  Σαμαρεῖτες  ἦταν  στήν  Ἐκκλησία  ἤ  ὄχι;  Τί  θά  ἀπαντήσουμε;  Ἀσφαλῶς  ἡ  βεβαιότητα  ἦλθε  μέ  τήν  ἐπέλευση  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος. Αὐτήν  τήν  βεβαιότητα  πρός  χάριν  τῆς  σωτηρίας  τῶν  ἀνθρώπων  θέλει  νά  προσφέρει  ἡ  Ἐκκλησία  μέ  τά  δόγματα  καί  τούς  κανόνες  της, καθώς  καί  μέ  τά  μυστήριά  της.

     Μετά  ταῦτα  τίθεται  τό  φλέγον  ἀρχικό  καί  τελικό  ἐρώτημα:  Μπορεῖ  κάποιος  προσεκτικός  καί  διακριτικός  χριστιανός  νά  ἰσχυριστεῖ  ὅτι  οἱ  Ρωμαιοκαθολικοί  δέν  ἀποτελοῦν  Ἐκκλησία, ἤ  ὅτι  (ἡ  Ρωμαιοκαθολική  Ἐκκλησία)  δέν  εἶναι  Ἐκκλησία;  Ἀλλά  ἄς  περιμένουμε  καί  (μία)  Συνοδική  ἀπόφαση.

 

 


[1] Παν.  Μπούμη, Τά  ἀναθέματα  Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως  καί  κανονικότης  τῆς  ἄρσεως  αὐτῶν, Ἀθῆναι  1980, σελ. 127-128  (Διατριβή  ἐπί  Ὑφηγεσίᾳ).

[2] Παν.  Μπρατσιώτου, Ἡ  Ἀποκάλυψις  τοῦ  ἀποστόλου  Ἰωάννου  (Κείμενον-Εἰσαγωγή-Σχόλια-Εἰκόνα), Ἐν  Ἀθήναις  1950, σελ. 70.  

[3] Ἐκτενή  ἑρμηνεία  καί  παράθεση  ἱστορικοκανονικῶν  γεγονότων  καί  στοιχείων  μπορεῖ  ὁ  ἐνδιαφερόμενος  νά  ἀνεύρει  στή  μελέτη  μας  «Ἡ  Ἀποκάλυψη  τοῦ  Ἰωάννου  γιά  τήν  πορεία  Ἀνατολῆς – Δύσεως  (Τό  μήνυμα  τῶν  ἑπτά  ἐπιστολῶν)», Ἔκδ.  «Γρηγόρη», Ἀθήνα  2009. 

[4] Ἐκτενή  ἀνάλυση  μπορεῖ  ὁ  ἐνδιαφερόμενος  νά  ἀνεύρει  στό  περιοδ.  «Ἐπίσκεψις», Δεκέμβριος  2015, Ἰανουάριος  καί  Φεβρουάριος  2016, ὅπως  ἐπίσης  καί  στίς  ἱστοσελίδες  «Ἀποστολική  Διακονία», «Ρομφαία», «Συνοδοιπορία»  κ. ἄ.,  μέ  τούς  τίτλους:  Α)  Οἱ  δύο  «ἐκλεκτές  ἀδελφές»  (Β΄  Ἐπιστολή  Ἰωάννου), Β)  Ὁ  Εὐαγγελιστής  Ἰωάννης  πρός  τίς  δύο  «ἐκλεκτές  ἀδελφές»  (Β΄  Ἐπιστολή  Ἰωάννου), Γ)  Δύο-τρεῖς  διαφορετικοί  «πρῶτοι»  (Γ΄  Ἐπιστολή  Ἰωάννου).

Ποιος είναι ο καθηγητής Παναγιώτης Μπούμης

Ὁ  καθηγητής  Παναγιώτης  Ἰ.  Μπούμης  γεννήθηκε  τό  1934  στήν  Ἀθήνα, καταγόμενος  ἀπό  τή  Γορτυνία. Ὡς  Ἕλληνας  ἀνήκει  στήν  Ἑλληνική  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία. Τίς  γυμνασιακές  του  σπουδές  ἐπεράτωσε  στό  13ο  Γυμνάσιο  Ἀρρένων  Ἀθηνῶν  τό  1952, ὅπου  καί  κατά  τά  δύο  τελευταῖα  ἔτη  ἔλαβε  τόν  ἔπαινο  ἐπιμελείας  καί  χρηστότητος  ἀπό  τό  ὑπουργεῖο  παιδείας  καί  θρησκευμάτων.

     Τό  ἴδιο  ἔτος  εἰσῆλθε  κατόπιν  εἰσαγωγικῶν  ἐξετάσεων  ἀπό  τούς  πρώτους  στό  Πανεπιστήμιο  Ἀθηνῶν, ὅπου  ἐσπούδασε  Θεολογία  κατά  τά  ἔτη  1952-1956. Μετά  τήν  ἐκπλήρωση  τῶν  στρατιωτικῶν  του  ὑποχρεώσεων, διορίστηκε  ὡς  καθηγητής  στήν  ἰδιωτική  μέση  ἐκπαίδευση.

     Στή  συνέχεια  μέ  ὑποτροφίες  τοῦ  Παγκοσμίου  Συμβουλίου  τῶν  Ἐκκλησιῶν  καί  τῆς  Γερμανικῆς  κυβερνήσεως  (DAAD)  ἔκανε  τίς  μεταπτυχιακές  του  σπουδές  στή  Θεολογία, Φιλοσοφία  καί  Νομική, στά  Πανεπιστήμια  τοῦ  Göttingen  καί  τοῦ  Μονάχου  καί  εἰδικότερα  στό  Κανονολογικό  Ἰνστιτοῦτο  τοῦ  Μονάχου  ἐσπούδασε  συστηματικῶς  Κανονικό  Δίκαιο. Κατά  τή  διαμονή  του  στήν  ἀλλοδαπή  μετέσχε  καί  σέ  διάφορα  διεθνῆ  συνέδρια  νέων  καί  ἐπιστημόνων  πού  συγκλήθηκαν  στή  Γερμανία  καί  τή  Γαλλία.

     Τό  1970  ἀνακηρύχθηκε  (ὁμοφώνως  ἄριστα)  διδάκτορας  τῆς  ἴδιας  Θεολογικῆς  Σχολῆς. Ἡ  σχετική  διδακτορία  του  «Οἱ  ἐξωκατάκοιλοι  ἤ  ἐξωκατάκηλοι  ἄρχοντες»  ἐκδόθηκε  κατόπιν  ἐγκρίσεως  τῆς  Θεολογικῆς  Σχολῆς  μέ  ἔξοδα  τοῦ  κληροδοτήματος  τοῦ  Ἀρχιεπισκόπου  Πατρῶν  καί  Ἠλείας  Κυρίλλου  Χαιρωνίδου  (1866-1874). Ἐπίσης  στήν  ἴδια  Σχολή  ὁμοφώνως  ἐκλέχτηκε  ὑφηγητής  καί  ἐντεταλμένος  ὑφηγητής  τοῦ  Κανονικοῦ  Δικαίου  τό  1980  καί  τακτικός  καθηγητής  τό  1986. Παραλλήλως  ἐδίδαξε  καί  στήν  Ἀνωτέρα  Ἐκκλ.  Σχολή  Ἀθηνῶν  (1977-1980).

     Ἐχρημάτισε  ὡς  ἐπιβλέπων  καθηγητής  ἤ  μέλος  συμβουλευτικῆς  Ἐπιτροπῆς  διδακτορικῶν  διατριβῶν  στή  Θεολογική  καί  Ἰατρική  Σχολή.

     Διετέλεσε  γενικός  γραμματέας  καί  πρόεδρος  τοῦ  Φοιτητικοῦ  Θεολογικοῦ  Συνδέσμου  (Φ.Θ.Σ.)  καί  ἀντιπρόεδρος  τῆς  Διοικούσας  Ἐπιτροπῆς  Συλλόγων  Πανεπιστημίου  Ἀθηνῶν  (ΔΕΣΠΑ, πρόδρομο  τῆς  ΕΦΕΕ), τῆς  Πανελληνίου  Ἑνώσεως  Θεολόγων  (Π.Ε.Θ.), καθώς  καί  τῆς  ὀργανωτικῆς  ἐπιτροπῆς  τῶν  Εʹ  (1982)  καί  ΣΤʹ  (1986)  Πανελληνίων  Θεολογικῶν  Συνεδρίων.

     Ἐπίσης  ἀντιπροσώπευσε  τό  τμῆμα  Κοινωνικῆς  Θεολογίας  στή  Σύγκλητο  τοῦ  Πανεπιστημίου  Ἀθηνῶν  καί  διετέλεσε  πρόεδρος  τοῦ  ἰδίου  τμήματος  (1993-1995), ὁπότε  καί  ἐργάστηκε  συντόνως  γιά  τήν  καθιέρωση  καί  λειτουργία  τοῦ  Προγράμματος  Μεταπτυχιακῶν  Σπουδῶν  στή  Θεολογική  Σχολή.

     Ὑπῆρξε  πρόεδρος  (δύο  φορές)  τῆς  ἐπιτροπῆς  διεξαγωγῆς  εἰσαγωγικῶν  ἐξετάσεων  στίς  ἀνώτερες  ἐκκλησιαστικές  σχολές  καί  ἀντιπρόεδρος  τοῦ  ἐποπτικοῦ  συμβουλίου  τῆς  ἐκκλησιαστικῆς  ἐκπαιδεύσεως.

     Διακόνησε  ὡς  γενικός  γραμματέας  τοῦ  Διοικητικοῦ  Συμβουλίου  τοῦ  ραδιοφωνικοῦ  σταθμοῦ  τῆς  Ἐκκλησίας  τῆς  Ἑλλάδος, ὡς  μέλος  τῆς  μονίμου  συνοδικῆς  ἐπιτροπῆς  «Δογματικῶν  καί  Νομοκανονικῶν  Ζητημάτων», καθώς  καί  τῆς  εἰδικῆς  συνοδικῆς  ἐπιτροπῆς  «γάμου, οἰκογενείας, προστασίας  παιδιοῦ  καί  δημογραφικοῦ  προβλήματος».

     Ἐπίσης  εἶναι  μέλος  διαφόρων  ἐπιστημονικῶν, φιλανθρωπικῶν  καί  ἐκπολιτιστικῶν  συλλόγων, ὅπως  τοῦ  φιλολογικοῦ  συλλόγου  «Παρνασσός», τῆς  «Ἑταιρείας  τῶν  Φίλων  τοῦ  Λαοῦ», τοῦ  συλλόγου  «Οἱ  Φίλοι  τοῦ  Ἁγίου  Ὄρους», τοῦ  σωματείου  «Μεταμόρφωσις».

     Πρωτοστάτησε  στή  διοργάνωση  μεγάλων  Θεολογικῶν  Συνεδρίων      (Ζʹ  καί  Ηʹ  τῆς  ΠΕΘ  καί  Μεγ.  Βασιλείου).

     Τό  2002  ἐξελέγη  ὁμοφώνως  ἀπό  τή  Σύγκλητο  τοῦ  Πανεπιστημίου  Ἀθηνῶν  ὁμότιμος  καθηγητής  τοῦ  ἴδιου  Πανεπιστημίου. 

     Ἔχει  συγγράψει  πάνω  ἀπό  110  θεολογικές  καί  κανονολογικές  μονογραφίες  καί  μελέτες  καί  ἀναρίθμητα  ἄρθρα  σέ  ἐγκυκλοπαίδειες, περιοδικά  καί  ἐφημερίδες  χριστιανικές  καί  πολιτικές, καθώς  καί  σχετικές  γνωμοδοτήσεις. Πολλά  ἀπό  τά  ἔργα  του  ἔχουν  μεταφραστεῖ  σέ  διάφορες  γλῶσσες, ὅπως  ἀγγλικά, γερμανικά, ἰταλικά, ρουμανικά, σερβικά, βουλγαρικά, γεωργιανά, ρωσικά  καί  τσέχικα.