Τι πραγματικά φοβάται η Γερμανία από το Brexit

Του Κώστα Ράπτη

Το διπλό μήνυμα που εξέπεμψε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Wolfgang Schaeuble προς τους Βρετανούς ψηφοφόρους (και όχι μόνο), με τη συνέντευξή του στο περιοδικό Der Spiegel και με την ομιλία του την Παρασκευή σε επενδυτικό συνέδριο στο Βερολίνο, σημαδεύεται από αρκετές λεπτές αντιφάσεις. Δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, διότι η πιθανότητα επικράτησης του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου, γεννά στο Βερολίνο ανησυχίες, οι οποίες δεν είναι πολιτικά σκόπιμο να ομολογηθούν.

Δεν δικαιούται να πιστεύει κανείς ότι μια ψήφος υπέρ της αποχώρησης από την Ε.Ε. δεν θα έχει άμεσες οικονομικές επιπτώσεις, δηλώνει από τη μια ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, ενώ από την άλλη διαβεβαιώνει ότι οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και η ΕΚΤ έχουν επεξεργασθεί έκτακτα σενάρια και ότι οι αγορές ενδέχεται να αντιδράσουν πολύ ψύχραιμα έχοντας προεξοφλήσει τις εξελίξεις.

Το βρετανικό προηγούμενο μπορεί να βρει μιμητές και σε άλλες χώρες, δημιουργώντας ένα είδος ντόμινο, προειδοποιεί ο Schaeuble, ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσει ότι η ενωμένη Ευρώπη θα συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς τη Βρετανία.

Όμως το κρισιμότερο σημείο των παρατηρήσεων του Γερμανού υπουργού είναι αυτό στο οποίο ο Wolfgang Schaeuble υποστηρίζει ότι είτε σε περίπτωση επικράτησης του Brexit είτε και σε περίπτωση απόρριψής του με μικρή διαφορά (δηλ. σε κάθε ρεαλιστικό σενάριο), η απάντηση των εναπομεινάντων μελών της Ε.Ε. δεν μπορεί να είναι η μεγαλύτερη εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης – όπως παρεμπιπτόντως έχουν ήδη ζητήσει οι Jean Claude Juncker και Mario Draghi.

Κάτι τέτοιο, κατά τον ισχυρό άνδρα του Βερολίνου, θα φάνταζε ως πλήρης αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να αντιληφθεί το μήνυμα των εκλογέων. Αντιθέτως, προσθέτει, η βρετανική ψήφος θα πρέπει να εκληφθεί ως ένα “σήμα αφύπνισης” ότι δεν μπορεί να συνεχισθεί το “business as usual”. Ισχυρή Ευρώπη δεν σημαίνει γραφειοκρατική Ευρώπη και σε μερικούς τομείς πολιτικής θα πρέπει να δοθεί εκ νέου μεγαλύτερη αυτονομία στα εθνικά κράτη, όπως ζητούν οι Βρετανοί. Η Ε.Ε., κατά τον Schaeuble, θα πρέπει να ενισχυθεί στους τομείς όπου κάτι τέτοιο πραγματικά προσφέρει προστιθέμενη αξία, σε σύγκριση προς την εθνική προσέγγιση, όπως λ.χ. στην άμυνα και ασφάλεια, όπου ο ρόλος της Βρετανίας είναι κεφαλαιώδης, προκειμένου η Ευρώπη να έχει στο διεθνές περιβάλλον το ειδικό βάρος που της αντιστοιχεί.

Μάλιστα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, σε μια ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή, υπενθυμίζει ότι η πολιτική της Βρετανίας ουδέποτε ήταν πραγματικά “νησιωτική”, αλλά προσανατολιζόταν στην εξισορρόπηση του συσχετισμού κάθε φορά που στην ηπειρωτική Ευρώπη αναδυόταν μια υπερέχουσα δύναμη – είτε με τον Ναπολέοντα πριν από 200 χρόνια είτε με τον Hitler πριν από 80 χρόνια. Με άλλα λόγια, ο Schaeuble, εικονογραφώντας τον ρόλο της χώρας του ως “απρόθυμου ηγεμόνα” μετά την κρίση, επικαλείται το φάσμα της ίδιας της γερμανικής ισχύος, για να συνετίσει τους Βρετανούς…

Είναι αληθές ότι τυχόν βρετανική έξοδος από την Ε.Ε. δεν θα είχε για τη 
Γερμανία μόνο το άμεσο κόστος που μπορεί ο οποιοσδήποτε να αντιληφθεί (με βάση λ.χ. το ότι οι γερμανικές εξαγωγές προς τη Βρετανία ανέρχονται σε 89 δισ. ευρώ και 2.500 γερμανικές εταιρείες εδρεύουν στη χώρα του David Cameron), αλλά θα προκαλούσε “υπαρξιακή κρίση”. Το Spiegel μάς θυμίζει ότι η ευρωπαϊκή οικοδόμηση αποτελεί συστατικό στοιχείο της μεταπολεμικής φυσιογνωμίας της Γερμανίας και έχει αποτυπωθεί στο Σύνταγμά της.


Από την άλλη πλευρά, η εθνική ιδιοτέλεια δεν αποτελεί βρετανική αποκλειστικότητα. Όλη η πολιτική της Γερμανίας, τουλάχιστον μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, βασίζεται στην υπεράσπιση ενός μοντέλου “κοινών κανόνων” (και ποινών), προκειμένου ακριβώς να αποκρουσθούν οι προτάσεις για μια αυθεντική εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που μέσω της αμοιβαιοιποίησης του ρίσκου θα οδηγούσε στην απευκταία “μεταβιβαστική ένωση”. Τα προσκόμματα που διαρκώς απειλεί να φέρει είτε η Bundestag είτε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο στη μία ή την άλλη απόφαση της EKT και του Eurogroup δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τη θέρμη με την οποία οι Βρετανοί υπεραμύνονται της πρωτοκαθεδρίας του κοινοβουλίου και του δικαστικού τους συστήματος.

Με αυτή την έννοια, η επίκληση των βρετανικών αντιστάσεων (ο Schaeuble κομψά κάνει λόγο για “βρετανικό πραγματιστικό πνεύμα”) αποτελεί για τη Γερμανία το τέλειο πρόσχημα, ώστε να χαλιναγωγούνται όσοι, κυρίως στην άλλη πλευρά του Ρήνου, οραματίζονται άλματα ενοποίησης και ογκώδεις κοινοτικούς προϋπολογισμούς. Αλλά και ο ρόλος της Βρετανίας ως στρατιωτικής δύναμης και μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ επιτρέπει στη Γερμανία να μην πληρώνει το οικονομικό και πολιτικό κόστος μιας διεθνούς παρουσίας αντίστοιχης προς τον ηγεμονικό της ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα.

 

Πηγή