Γράφει ο Χρήστος Φράγκου

Πληθαίνουν οι ενδείξεις και οι… αποδείξεις ότι το Eurogroup της 15ης Ιουνίου δεν ήταν παρά ένα πρόσκαιρο ανάχωμα στο οποίο απλώς διαχωρίστηκε η δεύτερη αξιολόγηση και η δόση από τη διαπραγμάτευση για το χρέος, για ακόμη μια φορά. Όσο όμως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε βρίσκει τεχνάσματα για να καθυστερεί την ουσιαστική συζήτηση τόσο πιο έντονο γίνεται το διεθνές ενδιαφέρον για το ζήτημα.

Δεν είναι τυχαίο ότι μερικές μόνο ημέρες μετά το Eurogroup, στο οποίο υποτίθεται ότι βρέθηκε η λύση για χρέος και αξιολόγηση, όλοι οι αξιωματούχοι που ήταν παρόντες έχουν προβεί σε δηλώσεις καταδεικνύοντας ότι οι διαπραγματεύσεις όχι μόνο δεν έχουν παγώσει αλλά συνεχίζονται με αμείωτη ένταση.

Υπ αυτό το πρίσμα, πρώτοι τοποθετήθηκαν ο Πιερ Μοσκοβισί και ο Εμμάνουελ Μακρόν οι οποίοι χαρακτήρισαν τα όσα συμφωνήθηκαν στο Eurogroup προσωρινή λύση και ότι θα υπάρξει νέα πλήρης. Τους ακολούθησε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, μετά ήρθε νέα δήλωση της Κριστίν Λαγκάρντ και μπαράζ παρεμβάσεων από τον Κλάους Ρέγκλινγκ και τον Τόμας Βίζερ. Η επικοινωνιακή αντιπαράθεση όλων αυτών και η διαρροής της ΕΚΤ για την ανάγκη μεγαλύτερης σαφήνειας για το χρέος, καθιστούν σαφές ότι η διαπραγμάτευση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και οι διαβουλεύσεις είναι εντατικές.

Μετά από τις κοινές δηλώσεις Ντάισελμπλουμ, Μοσκοβισί και Ρέγκλινγκ μετά το πέρας του Eurogroup ακολούθησαν συνεντεύξεις Τύπου του Ευκλείδη Τσακαλώτου και του Βόλφγκνγκ Σόιμπλε, η επιστολή της Κριστίν Λαγκάρντ και η διαρροή της ΕΚΤ.

Ούτε αυτά ήταν αρκετά με αποτέλεσμα να παρέμβει εκ νέου ο Εμμάνουελ Μακρόν βάζοντας ημερομηνία λήξης στην απόφαση του Eurogroup:

«Ήταν σημαντικό να έχουμε αυτή τη συμφωνία, σε αυτό το στάδιο, για να έχουμε τις απαραίτητες χρηματοδοτήσεις και να συνοδεύσουμε την Ελλάδα στις μεταρρυθμίσεις που μόλις εκπλήρωσε και που ήταν δύσκολες μεταρρυθμίσεις»,

είπε χαρακτηριστικά ο κ. Μακρόν, κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου, που παραχώρησε με τον Ισπανό πρωθυπουργό Μαριάνο Ραχόι, στο Ελιζέ.

Είχε προηγηθεί συνέντευξη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε όπου αν και απευθύνονταν στους Έλληνες τα μηνύματα βρήκαν αποδέκτες και στο εσωτερικό της χώρας του:

Ο κ. Σόιμπλε εκτιμά όμως ότι θα πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά και ότι η Ελλάδα συνεχίζει να έχει δύσκολο δρόμο μπροστά της. «Γι΄αυτό», όπως χαρακτηριστικά λέει,

«δεν θα πρέπει να δίνουμε στους έλληνες πολίτες την ψευδαίσθηση ότι όλα έχουν τελειώσει και ότι δεν χρειάζεται να συνεχίσουν στο δρόμο της εξυγίανσης»

Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ίδιο, έχει δρόμο μπροστά της για να οικοδομήσει μια λειτουργική διοίκηση και να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της.

Το κλίμα προσπάθησε να βελτιώσει ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ λέγοντας ότι μέσα στο 2017 ή το 2018 η Ελλάδα είναι πιθανό να επιστρέψει στις αγορές εφόσον το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων συνεχιστεί με επιτυχία, όπως έχει συμφωνηθεί.

Την ίδια θέση είχε εκφράσει και το Σάββατο και ο επικεφαλής του EuroWorkingGroup (EWG) Τόμας Βίζερ λέγοντας ότι «το φθινόπωρο του 2017 ή την άνοιξη του 2018 οι επενδυτές θα δανείσουν χρήματα στην Ελλάδα».
Μιλώντας στο αυστριακό κρατικό ραδιόφωνο έθεσε την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει σωστός χειρισμός και μία καλή οικονομική πολιτική. Σημείωσε πως αρχικά η Ελλάδα θα πληρώσει στην αγορά κεφαλαίων

«σίγουρα ορισμένα ασφάλιστρα κινδύνου και θα πρέπει να αποδεχτεί συντομότερους χρόνους αποπληρωμής»

αλλά τόνισε πως είναι «πολύ αισιόδοξος».
Ο κ. Βίζερ είπε επίσης ότι αναμένει την έναρξη των συζητήσεων γύρω από την ελάφρυνση του χρέους στα μέσα του 2018.

Τους πάντες επισκίασε όμως η Κριστίν Λαγκάρντ η οποία με δηλώσεις της έπληξε ευθέως τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ο οποίος προσπαθεί να περάσει το ελληνικό πρόγραμμα από τη Bundetag αλώβητος. Η γενική διευθύντρια του Ταμείου αναφέρει ότι μέχρι τις 27 Ιουλίου αναμένει να έχει εγκριθεί το «επί της αρχής» πρόγραμμα για την Ελλάδα από το ΔΝΤ, όπως ανέφερε η ίδια μιλώντας στο δ.σ.

Σύμφωνα με την ΕΡΤ, η κ. Λαγκάρντ επανέλαβε στο δ.σ. του Ταμείου ότι χρήματα για την Ελλάδα θα εκταμιευθούν μόνο αν υπάρξει από τους Ευρωπαίους ικανοποιητική λύση για το χρέος.
Η κ. Λαγκάρντ επεσήμανε ότι τελικώς το ΔΝΤ κατέληξε στο «επί της αρχής» πρόγραμμα, διότι οι Ευρωπαίοι δεν ήταν έτοιμοι να συζητήσουν το θέμα του χρέους.