Του Χρήστου Φράγκου

Το σενάριο του ανασχηματισμού που άρχισε να ωριμάζει από την επομένη της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης φαίνεται ότι αποκτά δυναμική, ενώ πλέον καθίσταται πιο ευδιάκριτη η διαδικασία προετοιμασίας του εδάφους με δημοσιεύματα που είτε αναφέρονται στην προοπτική ως αναπόφευκτη, είτε την παρουσιάζουν ως πληροφορία. 

Ωστόσο οι παράμετροι που καλείται να εξετάσει τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα τέτοιο σενάριο είναι πολλές και εκτείνονται αρκετά ευρύτερα από το πολιτικό και μικροπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έχουν αποφασιστεί οι προηγούμενοι ανασχηματισμοί.

Αν και ειδησεογραφικά οι τόνοι πέφτουν λόγω του θέρους και της έλλειψης προοπτικής εκλογές, εν τούτοις η φιλολογία για τν ανασχηματισμό αναμένεται να ενταθεί, αλλά με πρωτοβουλία του Μαξίμου που θα επιχειρήσει να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη δυνατή αίσθηση στα media, γεγονός που τοποθετεί χρονικά τις κινήσεις τον Σεπτέμβριο ή και τον Οκτώβριο.

Παραδοσιακά ο ανασχηματισμός στόχο έχει την ανανέωση του κυβερνητικού αίματος, την αποστολή συγκεκριμένων πολιτικών μηνυμάτων, την αντιμετώπιση δυσλειτουργιών στο κυβερνητικό σχήμα και τη βελτίωση των κομματικών ισορροπιών με στόχο πάντα τον αντίκτυπο στα media και τον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής ατζέντας. Αυτή τη φορά όμως το διακύβευμα διαφοροποιείται αισθητά και ο κίνδυνος να μη γίνει αντιληπτό από τον πρωθυπουργό και το επιτελείο του το νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται να αναλάβει δράση μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα απ αυτά που θα λύσει και ιδιαίτερα πιο μόνιμου χαρακτήρα, θέτοντας εν αμφιβόλω ακόμα και τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης αλλά και την κυβερνησιμότητα της χώρας.

Το σενάριο είναι απόλυτα υπαρκτό και αποκτά δυναμική, αυτό πιστοποιείται και από σχετικό δημοσίευμα στην εφημερίδα «Η Εποχή» την Κυριακή 9 Ιουλίου, στο άρθρο με τίτλο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (του Μαρσέλ Προυστ και της κυβέρνησης)«όπου αφού περιγράφεται η έως τώρα πορεία της κυβέρνησης από τον Ιανουάριο του 2015, ο συντάκτης -που κατά παράδοση αποτελεί προπομπό τέτοιου είδους κινήσεων- εστιάζει στον χαμένο χρόνο, την ανάγκη αλλαγών και αναπροσαρμογών στο σχήμα. Δημοσιεύματα για την ανάγκη ανασχηματισμού έχουν υπάρξει και άλλα σε άλλα έντυπα, ωστόσο το συγκεκριμένο στην εφημερίδα που αποτελεί ντε φάκτο ιδεολογικό φορέα της Αριστεράς αποκτά ενισχυμένο ειδικό βάρος, ακόμα και αν προέρχονταν από διαφορετικό συντάκτη, ενώ η συγκεκριμένη υπογραφή έχει τις δικές της αναφορές επίσης.

Τα δημοσιεύματα, συμπεριλαμβανομένου και της «Εποχής» χαρακτηρίζουν -ούτε λίγο, ούτε πολύ- τον ανασχηματισμό επιβεβλημένο για την επιβίωση της κυβέρνησης και ως όπλο για την ανάκτηση κοινωνικών ερεισμάτων, την προώθηση μιας πιο αριστερής ατζέντας και ως ένα βήμα στην κατεύθυνση της αναζήτησης νέων πολιτικών συγγενειών, σε μια περίοδο που επιχειρείται η ανασύνθεση του χώρου της κεντροαριστεράς με γνώμονα την Σοσιαλδημοκρατία.

Οι κινήσεις αυτές έχουν όλες τις δικές τους απολήξεις, έρχονται με συγκεκριμένα ρίσκα και πολύ πιο στενά περιθώρια ελιγμών την επόμενη ημέρα, καθώς κάθε αλλαγή κυβερνητικού σχήματος αποτελεί, εξ ορισμού, έναν νέο συμβιβασμό πάνω σε έναν παλαιότερο. Εδώ υπεισέρχονται άλλα κριτήρια, όμως, κυρίως μικροπολιτικά τα οποία έχουν να κάνουν αφενός με το στίγμα του ίδιου του πρωθυπουργού, αφετέρου με τις ανοχές και αντοχές του κομματικού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ και εν τέλει με τις επιδιώξεις των συγγενών χώρων.

Υπ αυτό το πρίσμα, περιθώρια αλλαγής κυβερνητικού εταίρου και συγκυβέρνησης με το «νέο ΠΑΣΟΚ» δεν υπάρχουν τόσο από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ όσο και από το νέο πολιτικό φορέα που δημιουργήθηκε ο οποίος επιδιώκει να εκπέμψει διακριτό πολιτικό στίγμα με στόχο να προλάβει να διαμορφώσει αφήγημα μέχρι τις εκλογές. Συνεπώς η προοπτική ηχηρής πολιτικής αλλαγής και επαναπροσδιορισμού του κομματικού στίγματος μέσα από την κυβέρνηση δεν υπάρχει.

Ετσι τα περιθώρια περιορίζονται στις αλλαγές προσώπων και στη σημειολογία που θα εκπέμψει κάθε ένα ξεχωριστά και η νέα ομάδα εν συνόλω. Εδώ όμως το σκηνικό περιπλέκεται, καθώς από τη μια είναι η κοινωνία με την οποία επιδιώκει να ξαναβρεί ισορροπίες τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ -ως δυο διαφορετικοί φορείς-. Οι επιλογές του πρωθυπουργού σε αυτό το πλαίσιο ενέχουν πάντα το ρίσκο της απομάκρυνσης από το κόμμα ή ενός μηνύματος ανατροπής πολιτικών ισορροπιών που θα μπορούσε να προκαλέσει προβληματισμό ή και ανησυχία σε άλλα επίπεδα.

Ακριβώς σε αυτό το σημείο χρήζει προσεκτικότερης εξέτασης ο αντίκτυπος του ανασχηματισμού στις αγορές, το επενδυτικό κλίμα και τους εν δυνάμει επενδυτές, καθώς και στο διεθνές πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται η χώρα και η κυβέρνηση.

Οι αντίρροπες δυνάμεις που ασκούνται στο Μέγαρο Μαξίμου και προσωπικά στον Αλέξη Τσίπρα στο πλαίσιο εξέτασης τέτοιων σεναρίων είναι πάντα έντονες, πολύπλευρες και πολλές φορές ανυπόφορες. Τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ όμως καλούνται να αποφασίσουν τις επόμενες κινήσεις όχι μόνο με αρμονία αλλά και με ευρύτερα κριτήρια, αναζητώντας ένα μείγμα ρεάλπολιτίκ και κοινωνικού προσώπου που θα στέλνει εκατέρωθεν μηνύματα και θα δημιουργεί προϋποθέσεις σταδιακής και όχι εντυπωσιακής αναστροφής κλίματος σε όλα τα μέτωπα.

Με την κυβέρνηση να έχει θέσει και επισήμως τη χώρα σε τροχιά εξόδου στις αγορές ενδεχόμενες αλλαγές στο οικονομικό επιτελείο θα ήταν σίγουρα αποσταθεροποιητικές, ενώ χωρίς προσαρμογές στο κοινωνικό πρόσωπο ο ανασχηματισμός θα ήταν ένα πυροτέχνημα που όταν θα σβήσει μαζί του θα σβήσουν και οι ελπίδες να την πολιτική κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ και την επιβίωση της Αριστεράς την επόμενη ημέρα.

Χωρίς σαφή μέτρα για το χρέος ο Αλέξης Τσίπρας είαι αναγκασμένος να φτάσει στο τέλος προσδοκώντας να τα πάρει, εκεί, πορεία όμως η οποία θα διαρκέσει κατ ελάχιστον 16 μήνες, χρόνος πολύς για χαρακτηριστεί ως στάδιο αναμονής και ο οποίος θα λειτουργήσει καταστροφικά για όλους τους εμπλεκόμενους.

Αντιθέτως τον χρόνο αυτό μπορεί να καλύψει ένα όχι ιδανικό αλλά ρεαλιστικό μείγμα προσδοκιών και αποτελεσμάτων μέσα από τη διαδικασία εξόδου στις αγορές και την ενίσχυσης του πολιτικού χώρου που επιτυγχάνεται από τη διατήρηση των σχέσεων με τους εταίρους στα τρέχοντα επίπεδα. Επενδύοντας σε μια τέτοια κατεύθυνση οι αγορές θα μπορούσαν να αναδειχθούν -έστω και σιωπηρά- σε μοχλό επίτευξης της κοινωνικής ατζέντας του ΣΥΡΙΖΑ, βοηθώντας καταλυτικά στην εξασφάλιση οικονομικού χώρου και παρέχοντας πολιτική προστασία στον Αλέξη Τσίπρα από τους εταίρους και την εγχώρια αντιπολίτευση.

Τούτων δοθέντων το πρόσωπο της κυβέρνησης στο εξωτερικό δεν μπορεί να υποστεί δραστικές αλλαγές παρά μόνο περιορισμένο lifting, καθώς κάτι πιο ουσιαστικό θα έθετε το νέο οικονομικό επιτελείο σε διαδικασία επαναξιολόγησης με την αποκτηθείσα εμπιστοσύνη να αμφισβητείται εκ νέου.

Προσοχή όμως χρειάζεται και στη διαμόρφωση του νέου κοινωνικού προσώπου, καθώς πέρα από τον αντίκτυπο που θα έχει στα media, στο κομματικό επιτελείο και στη δυνατότητα επαναπροσέγγισης κυβέρνησης κοινωνίας, αυτό θα συμπληρώνει το οικονομικό πρόσωπο στο εξωτερικό, θα αποτελεί την ένδειξη της επίδρασης των διαπραγματεύσεων και του νέου πλαισίου που δημιουργούν οι αγορές και οι εταίροι πάνω στο modus operandi του ίδιου του πρωθυπουργού.

Ενδεχόμενη επιχείρηση διαμόρφωσης λιγότερο σύνθετων επιμέρους ισορροπιών θα έχει καθαρά αρνητικές επιπτώσεις στη διαλειτουργικότητα του κυβερνητικού σχήματος, ενέχοντας τον κίνδυνο πολιτικών ανισορροπιών μέσα στο μηχανισμό και εκπομπής πολλών διαφορετικών σημάτων που θα δημιουργήσουν σύγχυση, θα προκαλέσουν σκεπτικισμό και ενδεχομένως να υποσκάψουν τη συντελεσθείσα πρόοδο.