του Marc Pierini, Carnegie Europe

Στις 15 Ιουλίου 2016, μια αιματηρή απόπειρα πραξικοπήματος συντάραξε την Τουρκία. Ενα χρόνο μετά, η χώρα ακόμη ταλαντεύεται από αυτό το σοκ και από την μαζική εκκαθάριση που ξεκίνησε από την κυβέρνηση στη συνέχεια.

 Τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, η Τουρκία έχει περισσότερα προβλήματα σε σχέση με πριν από ένα χρόνο. Ακόμη πιο σημαντικό, το πραξικόπημα προσέφερε στο κυβερνών Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη (ΑΚΡ) και στον Τούρκο πρόεδρο, μια ευκαιρία να προχωρήσει με τη θρησκευτική-συντηρητική κοινωνική ατζέντα τους παρά την σημαντική αντίδραση από το λαό ενώ παράλληλα εξαλείφει τις διαφωνίες και το διάλογο από την πολιτική ζωή.

Στο εσωτερικό, η μεγάλης κλίμακας υποβάθμιση της τουρκικής αρχιτεκτονικής του κράτους δικαίου φαίνεται να μην έχει τέλος. Σχεδόν 14.000 δημόσιοι υπάλληλοι έχουν απολυθεί, συμπεριλαμβανομένων μελών του στρατού, της αστυνομίας, δικαστές και ακαδημαϊκοί, ενώ περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι είναι στη φυλακή, μεταξύ των οποίων δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επιχειρηματίες. Περισσότερα από 2.000 σχολεία και πανεπιστήμια έχουν κλείσει. Τα ΜΜΕ έχουν κλείσει. Επιχειρήσεις έχουν κατασχεθεί και και τα πάγια τους μεταφέρθηκαν στο δημόσιο.

Η κυβέρνηση αρχικά απέδωσε το πραξικόπημα αποκλειστικά στο κίνημα του ιεροκήρυκα Fethullah Gulen. Αλλά υπάρχει μία νέα τάση να ενωθούν τρεις οργανισμοί ως “τρομοκρατικοί” υπό το τρέχον καθεστώς έκτακτης ανάγκης της Τουρκίας -οι Γκιουλενιστές, το αντάρτικο ΡΚΚ και το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος- αν και είναι δύσκολο να προσδιοριστούν δεσμοί μεταξύ των τριών αυτών οντοτήτων.

Δεδομένης της φύσης της εκκαθάρισης, η οποία συνιστάται ουσιαστικά από την εκκαθάριση των κρατικών δομών από μέλη μιας μυστικής κοινωνίας που αρχικά εισήχθη από την ίδια την κυβέρνηση, δεν υπάρχει μετρήσιμο τελικό αποτέλεσμα σε μια τέτοια άσκηση πολιτικής εκκαθάρισης. Υπό το καθεστώς έκτακτης ανάγκης σχεδόν τα πάντα μπορούν να θεωρηθούν προδοσία ή τρομοκρατία.

Επιπλέον, η στρατηγική της δύναμης που χρησιμοποιεί η Άγκυρα εναντίον των Κούρδων της Τουρκίας -καταστρέφοντας ολόκληρες περιοχές Κούρδων και φυλακίζοντας δημοκρατικά εκλεγμένους βουλευτές του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP)- δείχνει περισσότερο μίσος για τις επόμενες γενιές. Αντιθέτως, η προηγούμενη κυβέρνηση ΑΚΡ είχε ξεκινήσει μια ειρηνευτική διαδικασία με την κουρδική ηγεσία.

Με βάση τα δυτικά πρότυπα, η τουρκική δημοκρατία έχει συγκλονιστεί, και τα περισσότερα θεσμικά όργανα διασφάλισης της δημοκρατίας -το ανώτατο εκλογικό συμβούλιο, το συνταγματικό δικαστήριο και το κοινοβούλιο- έχουν σταματήσει να διαδραματίζουν τους συνήθεις ρόλους τους. Ένα χαρακτηριστικό ενδεικτικό της κατάστασης θα είναι η επίδραση της ειρηνικής πορείας για τη Δικαιοσύνη από την Άγκυρα στην Κωνσταντινούπολη η οποία ολοκληρώθηκε στις 9 Ιουλίου από τον ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η πορεία ήταν μια σπάνια περίπτωση κατά την οποία η στρατηγική του κυβερνώντος κόμματος να χαρακτηρίσει ακόμη και ήπιες διαφωνίες ως “τρομοκρατία”, αμφισβητήθηκε εκτός κοινοβουλίου με μη βίαιο τρόπο.

Στη διεθνή σκηνή, οι μετά το πραξικόπημα τακτικές της Άγκυρας έχουν αποξενώσει την Τουρκία από τους παραδοσιακούς της συμμάχους: τις ΗΠΑ, με την αντίθεσή τους στην στρατηγική που ακολουθούν οι ΗΠΑ στον πόλεμο της Συρίας. Την ΕΕ, χρησιμοποιώντας την Ένωση ως ένα βολικό αν όχι φανταστικό εχθρό. Τη Γερμανία, τροφοδοτώντας σειρά αντιπαραθέσεων. Και τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο, με το να είναι εναντίον τους στην πρόσφατη διπλωματική διαμάχη τους με το Κατάρ. Ακόμη και με τη Ρωσία, η σχέση είναι μία στην οποία η Μόσχα κερδίζει στα σημεία με μια αποδυναμωμένη Άγκυρα, παρά μια εταιρική σχέση μεταξύ ίσων.

Ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα για την Τουρκία είναι η συνέχιση και πιθανή επέκταση των στρατιωτικών της επιχειρήσεων στη Συρία. Ενώ είναι πρόθυμη να παραμείνει πλήρες μέρος των ειρηνευτικών συνομιλιών της Αστάνα, η Άγκυρα προωθεί τους δικούς της στόχους έναντι των κουρδικών δυνάμεων της Συρίας, κυρίως για να αποφύγει την ένωση των κουρδικών περιοχών στα νότια τουρκικά σύνορα σε μια περίοδο που και η Ρωσια και οι ΗΠΑ έχουν δώσει την στήριξή τους σε μια μοφή αυτονομίας για τους Κούρδους της συρίας. Μπορεί να υπάρξουν περαιτέρω επιπλοκές στο μέλλον, εάν η Άγκυρα αποφασίσει να επεκτείνει τις επιχειρήσεις εναντίον των κουρδικών δυνάμεων, στη Βόρεια Συρία.

Συνολικά, η Τουρκία τώρα βρίσκεται σε κρίση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Αλλά διακυβεύονται περισσότερα από αυτά που φαίνονται.

Πίσω από τα μετά το πραξικόπημα διορθωτικά μέτρα και τον στ΄χο της εξουσίας από έναν ανθρωπο, βρίσκεται η φιλοδοξία του ΑΚΡ να επιβάλει συντηρητικούς κανόνες σε ολόκληρη την κοινωνία. Στα σχεδόν 12 χρόνια μεταξύ της πρώτης κυβέρνησης ΑΚΡ (ΝΟέμβριος 2002) και της απευθείας εκλογής του Recep Tayyip Erdogan ως Τούρκο πρόεδρο (Αύγουστος 2014), η ηγεσία δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να επιβάλει ευρείες θρησκευτικούς-συντηρητικούς κανόνες σε μια κοινωνία που βασικά παραμένει εξίσου χωρισμένη μεταξύ του συντηρητισμού και του εκοσμίκευσης.

Οι εκλογές τον Ιούνιο του 2015 αποτύπωσαν αυτή την ισορροπία μεταξύ των δύο συνιστωσών της κοινωνίας, καθώς το ΑΚΡ έχασε την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία που είχε από το 2002. Αλλά αντί να μετακινηθεί προς τη συνύπαρξη, η ηγεσία επέλεξε να αρνηθεί αυτή την πολιτική πραγματικότητα και διέκοψε τις συζητήσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Στη συνέχεια χρησιμοποίησε το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και το συνταγματικό δημοψήφισμα του Απριλίου 2017 για να επιβάλει θεμελιώδεις αλλαγές στις οποίες αντιτίθενται οι κοσμικοί.

Η τουρκική ηγεσία επιβάλλει στην Τουρκία μία συντηρητική-θρησκευτική ατζέντα: από το να επιτρέπει σε αποφοίτους θρησκευτικών σχολών να εγγραφούν σε στρατιωτικές ακαδημίες μέχρι την κατασκευή τζαμιού σε κάθε δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Από την αναστολή ενός εκπαιδευτικού προγράμματος συνεργασίας με την ΕΕ για την αφαίρεση της διδασκαλίας του Δαρβίνου από τα σχολικά μαθήματα. Από τον καθαρισμό της γλώσσας από εισαγόμενες λέξεις μέχρι να αποσύρει την τουρκική κρατική τηλεόραση από την κοινοπραξία EUronews. Αυτές οι κινήσεις συνιστούν μια τεκτονική μετατόπιση στη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας.

Ωστόσο, όσον αφορά τα κοινωνικά θέματα, θέματα συνύπαρξης και δικαιοσύνης, η τουρκική κοινωνία είναι πολύ πιο ανθεκτική από ό,τι φαίνεται να πιστεύει η ηγεσία. Αυτή η αντίθεση στην αυταρχική ηγεσία δεν προκύπτει από τρομοκρατικές οργανώσεις ή ξένες κυβερνήσεις, αλλά έχει τις ρίζες της στη διαφωνία από τους περισσότερους υπέρμαχους της κοσμικής κοινωνίας και ενός σημαντικού αριθμού συντηρητικών. Επομένως, το να προχωρήσει με το σύστημα του ενός που εξουσιάζει χωρίς ελέγχους και ισορροπίες, είναι μια επικίνδυνη πρόταση.

Αυτή η στρατηγική θα είναι ακόμη πιο επικίνδυνη εξαιτίας των τρεχουσών τάσεων, η Τουρκία θα αποξενωθεί όλο και περισσότερο από τους βασικούς της συμμάχους και οικονομικούς εταίρους. Και η ΕΕ και το ΝΑΤΟ διατυπώνουν σοβαρές αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα των πρόσφατων επιλογών ή αυτών που έχουν ανακοινωθεί σχετικά με συνταγματικά και στρατιωτικά ζητήματα. Επιπλέον, οι ηγέτες της ΕΕ έχουν εστιάσει στις απόψεις του Τούρκου προέδρου για την ελευθερία του Τύπου και το κράτος δικαίου.

Κατά αυτον τον τρόπο, η δημοτικότητα του Τούρκου προέδρου στο εσωτερικό παραμένει υψηλή, κυρίως χάρη στην επιτυχημένη οικονομική του πολιτική στη διάρκεια των προηγουμένων 14 ετών, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι χαμηλότερες εκλογικές επιδόσεις τα τελευταία χρόνια. Η συνολική οικονομική αναμόρφωση της χώρας παραμένει εντυπωσιακή και είναι η καλύτερη πολιτική εγγύηση για το κυβερνών κόμμα.

Στην ιστορία της, η Τουρκία έχει συχνά πολεμήσει εναντίον της εθνικής βίας, των θρησκευτικών εντάσεων και των πολιτικών συγκρούσεων. Αυτό που είναι επικίνδυνο αυτή τη φορά, είναι πως οι αναγκαίοτητες της συνεχούς πολιτικής κυριαρχίας στο εσωτερικό, πιέζουν την ηγεσία να λάβει μη ασφαλείς επιλογές στο εσωτερικό και να μπει σε ξένες περιπέτειες. Απο πολλές απόψεις, η πολιτική αποφάσεων της Άγκυρας από τις 15 Ιουλίου του 2016, έχουν βάλει την Τουρκία σε μεγαλύτερη κίνδυνο από το ίδιο το αποτυχημενο πραξικόπημα.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ