Το μέλλον της Τουρκίας ως ένα όλο και περισσότερο απομονωμένο κράτος υπό τον έλεγχο ενός ανθρώπου και των πιστών συμβούλων του. 

Από τον Sinan Ciddi, Συμβούλιο συνεργατών της αμερικιανικής εταιρείας αναλύσεων 

Την περίοδο πριν τις πρόσφατες προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές στην Τουρκία, πολλοί αναλυτές και ειδικοί προειδοποιούσαν ότι (οι εκλογές) δεν θα είναι ελεύθερες και δίκαιες. Οι παρατηρητές και οι διεθνείς οργανισμοί, όπως ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη επιβεβαίωσαν αυτές τις υποψίες. Παρόλο που δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία για το πόσο εκτεταμένες και συστηματικές ήταν οι  εκλογικές παραβιάσεις, ως ακαδημαϊκός που φοίτησε στην Τουρκία για σχεδόν 20 χρόνια, βλέπω αρκετά στοιχεία για να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι τα επίσημα αποτελέσματα των εκλογών της 24ης Ιουνίου είναι αμφισβητήσιμα.

Για να είμαι ευθύς, ο νέος επανεκλεγείς Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν παραβίασε μια σειρά εκλογικά πρότυπα και διαδικασίες κατά τη διαδικασία ανακοίνωσης της νίκης του αργά τη νύχτα των εκλογών. Ο Ερντογάν δεν περίμενε πολλή ώρα αφότου έκλεισαν οι κάλπες στα εκλογικά τμήματα στις 5 μ.μ. για να εμφανιστεί μπροστά τις κάμερες στην προεδρική κατοικία στην Κωνσταντινούπολη και να παρουσιάσει τον εαυτό του ως καθαρό νικητή, σύμφωνα με “ανεπίσημα αποτελέσματα”. Το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu- η μοναδική εναπομείνασα υπηρεσία ενημέρωσης της Τουρκίας- στο μεταξύ, δημοσίευσε ποσοστά ψήφου που έλαβαν οι υποψήφιοι βάσει του αριθμού των καλπών που είχαν ήδη ανοίξει. Αυτό που δεν είπε ήταν πόσες κάλπες υπήρχαν, και πόσες ψήφους είχαν μέσα, τις οποίες οι αξιωματούχοι είχαν καταμετρήσει και καταγράψει. Όμως, δεν φαινόταν να έχει σημασία: Λίγο μετά την αυθόρμητη αυτό-αναγγελία της νίκης του από τον Ερντογάν, ο διευθυντής του Ανωτάτου Συμβουλίου Εκλογών (γνωστός από τα τουρκικά αρχικά του ως YSK) δήλωσε στην τηλεόραση ότι παρόλο που η καταμέτρηση ήταν ακόμα σε εξέλιξη, ο σημερινός (πρόεδρος) είχε κερδίσει ξεκάθαρα, και ότι οι υπόλοιπες ψήφοι δεν θα άλλαζαν αυτό το αποτέλεσμα.

Όταν ο YSKέκανε αυτή τη δήλωση, κυκλοφόρησαν πολλές αναφορές ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή μόνο το ένα τρίτο των ψήφων των προεδρικών και κοινοβουλευτικών εκλογών είχαν καταμετρηθεί. Ωστόσο, ο βασικός υποψήφιος της αντιπολίτευσης, ο MuharremInce, το παραδέχτηκε και άφησε τον Ερντογάν να κάνει την νικητήρια ομιλία του στους υποστηρικτές του στην Άγκυρα – καταλήγοντας έτσι στο μεγαλύτερο τετελεσμένο γεγονός στην πολιτική τουρκική ιστορία. Έκτοτε, ο Inceαντιμετώπισε την κριτική για τη γρήγορη απόσυρσή του μετά την ανακοίνωση του YSK. Αλλά, σκεφτείτε την κατάσταση: το πρακτορείο Anadoluείναι το μόνο που μετέδιδε ζωντανά τα εκλογικά δεδομένα στην Τουρκία και μόλις ο YSKανήγγειλε επισήμως τον Ερντογάν ως νικητή, η αμφισβήτηση του αποτελέσματος πιθανότατα δεν θα προσέφερε πολλά στον Ince, εκτός από το να κατηγορηθεί από την κυβέρνηση για πρόκληση ή υποκίνηση πολιτικών αναταραχών.

Από αυτά που γνωρίζω, κανένας υποψήφιος για εκτελεστικό αξίωμα στην Τουρκία δεν έχει ποτέ ανακοινώσει τη νίκη του, πριν από την ανακοίνωση των επίσημων αποτελεσμάτων του YSK. Ο Ερντογάν, προλαβαίνοντας το YSK, ενδέχεται να έχει επηρεάσει τους επόπτες στις κάλπες να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους πριν οι υπάλληλοι καταμετρήσουν και καταγράψουν όλες τις ψήφους. Επιπλέον, αν οι αναφορές είναι αληθινές ότι περίπου τα δύο τρίτα των ψήφων παρέμειναν μη-καταμετρημένα τη στιγμή της ανακοίνωσης από το YSK, η επιμονή του επικεφαλής ότι οι εκκρεμείς ψήφοι δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν το αποτέλεσμα των εκλογών δεν έχει λογική. Οι αξιωματούχοι εξακολουθούσαν να καταμετρούν ψήφους το πρωί μετά τις εκλογές – ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα – αλλά αυτό δεν εμπόδισε τα mainstreamτουρκικά ΜΜΕ που τάσσονται υπέρ του Ερντογάν να μεταδίδουν ότι επανεκλέγεται. Διεθνή ΜΜΕ, όπως το AssociatedPress, μετέδωσαν τα νέα της επιτυχίας του (Ερντογάν), συμβάλλοντας στη διάδοση και ομαλοποίηση του αφηγήματος της αποφασιστικής νίκης του Ερντογάν.

Τι να περιμένουμε από την επόμενη θητεία του Ερντογάν

Όποιες και αν είναι οι συνθήκες της επανεκλογής του, ωστόσο, ένα πράγμα είναι σαφές: το σύστημα διακυβέρνησης της Τουρκίας, όπως γνωρίζαμε, έχει χαθεί. Η χώρα διαθέτει τώρα ένα υπερπροεδρικό σύστημα, στο οποίο ο πρόεδρος ασκεί σημαντική εξουσία πάνω σε όλες τις πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής, δημιουργώντας τον προϋπολογισμό, διορίζοντας υπουργούς και δικαστές, όλοι τους με ελάχιστη ή καθόλου εποπτεία. Η κατάργηση του πρωθυπουργικού γραφείου και του Συμβουλίου των Υπουργών, αποτέλεσμα του περσινού συνταγματικού δημοψηφίσματος, θα επιτρέψει στον Ερντογάν να διορίσει γρήγορα άτομα να ηγηθούν των κυβερνητικών υπηρεσιών, οι οποίες προηγουμένως απαιτούσαν ψήφο εμπιστοσύνης στο κοινοβούλιο.

Επίσης, σύμφωνα με τη νέα τάξη, οι εκλογές θα γίνουν πιθανώς μια «ενθουσιώδης» διαδικασία. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, οι υποψήφιοι και, σε μικρότερο βαθμό, τα ΜΜΕ (όπως η καθημερινή Cumhuriyetκαι ο τηλεοπτικός σταθμός Halk) θα επιμείνουν, αλλά η εποχή κατά την οποία η Τουρκία έκανε εκλογές των οποίων τα αποτελέσματα δεν ήταν προκαθορισμένα πιθανόν να έχει περάσει. Το κράτος και η κυβέρνηση συγχωνεύονται σταδιακά σε μια ενιαία οντότητα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι καθεστωτικοί έχουν κυριαρχήσει  – και θα συνεχίσουν να κυριαρχούν – σε όργανα, όπως το YSK, που σχεδιάστηκαν να λειτουργούν ανεξάρτητα. Πρόσφατες φήμες αναφέρουν ότι ο Ερντογάν έχει ακόμα και σχέδιο για να μετατρέψει τις δημαρχιακές έδρες, παραδοσιακά εκλεγμένες θέσεις, σε θέσεις, που θα καλύπτονται με προεδρικό διάταγμα.

Την ίδια στιγμή, ο Ερντογάν και η διορισμένη κυβέρνησή του πιθανώς θα επιτείνουν την προσοχή τους στην αμφιλεγόμενη ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της Τουρκίας. Οι πολιτικοί των ΗΠΑ αναρωτήθηκαν πρόσφατα αν ο Ερντογάν θα μετριάσει την αντι-δυτική ρητορική του τώρα που τελείωσε η προεκλογική εκστρατεία. Ωστόσο, τα γνωστά αφηγήματα για εξωτερικές και εσωτερικές δυνάμεις που υπονομεύουν τα συμφέροντα της Τουρκίας θα είναι απαραίτητες για την προώθηση της ατζέντας του προέδρου.

Ως αποτέλεσμα, ο Ερντογάν θα συνεχίσει πιθανώς να διαιωνίζει την ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δύση δουλεύουν εναντίον της Τουρκίας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι η νέα κυβέρνηση του Ερντογάν θα προσπαθήσει να εισέλθει σε μια σχέση μεγαλύτερης συνεργασίας με την Ουάσιγκτον όσον αφορά τη Συρία. Ούτε είναι πιθανό να χαλαρώσει την εκστρατεία του εναντίον των κουρδικών ομάδων εντός και εκτός της Τουρκίας. Ο Ερντογάν, άλλωστε, χρειάζεται την υποστήριξη του Εθνικιστικού Κινήματος (MHP) για να περάσει τις πολιτικές του από το Κοινοβούλιο, δεδομένου ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης δεν πέτυχε πλειοψηφία στις εκλογές. Για να καθησυχάσει το MHPκαι τον ηγέτη του, Devlet Bahceli, ο Ερντογάν πιθανότατα θα προχωρήσει στην αγορά του ρωσικού συστήματος πυραυλικής άμυνας S-400, παρά τις ανησυχίες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. (Σε απάντηση, μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου μπορεί να επιλέξουν να δράσουν πιο αποφασιστικά για να εμποδίσουν την Άγκυρα να αγοράσει τα F-35, τα οποία παράγει εν μέρει η Τουρκία).

Ο Ερντογάν προκήρυξε τις πρόωρες εκλογές της 24ης Ιουνίου με έναν μόνο στόχο: να εδραιώσει και να αυξήσει τη βάση εξουσίας του. Το γεγονός ότι έχει επιτύχει το στόχο του δίνει πολλές πληροφορίες για το μέλλον της Τουρκίας ως ένα όλο και περισσότερο απομονωμένο κράτος υπό τον έλεγχο ενός ανθρώπου και των πιστών συμβούλων του. Ωστόσο, ακόμα και με το πλεονέκτημα της εξουσίας και με όλα όσα προσφέρει, ο Ερντογάν πέτυχε μόνο μια μικρή νίκη στις εκλογές. Η εγγενής ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος που έχει δημιουργήσει για να διατηρήσει την κυβέρνησή του θα δείξει την αδυναμία του μια μέρα και θα καταρρεύσει, όταν ο Ερντογάν – ο κεντρικός πυλώνας – αναπόφευκτα θα φύγει από την εξουσία.