Ομιλία του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το μέλλον της Ευρώπης

Κύριε Πρόεδρε του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Κυρίες και Κύριοι Ευρωβουλευτές,

Αγαπητοί φίλοι,

Σας ευχαριστώ θερμά για την τιμητική πρόσκληση να εκθέσω στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου για το μέλλον της Ευρώπης, αλλά και να συζητήσω μαζί σας.

Και είναι σημαντικό αλλά και συμβολικό, ότι αυτή η ευκαιρία μου παρέχεται λίγες μόνο ημέρες μετά το τέλος μιας μεγάλης περιπέτειας, μετά το τέλος των μνημονίων και την καθαρή έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα στήριξης, μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια.

Την προηγούμενη φορά που είχα την τιμή να απευθυνθώ σε σας, η Ελλάδα ήταν σε μια μεγάλη δίνη.

Η πολιτική των ελλειμμάτων, της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος και της διευρυμένης διαφθοράς προηγούμενων κυβερνήσεων, είχαν ρίξει την χώρα μου στα βράχια της χρεοκοπίας.

Αλλά, ταυτόχρονα, η αδυναμία των θεσμών να προτεραιοποιήσουν τις αναγκαίες δομικές μεταρρυθμίσεις στα πρώτα δύο προγράμματα, σε συνδυασμό με την εμμονή ορισμένων εξ αυτών σε μια συνταγή ακραίας δημοσιονομικής προσαρμογής, είχαν οδηγήσει τη χώρα στα όρια της οικονομικής ασφυξίας, αλλά και της κοινωνικής έκρηξης.

Από το 2010 έως το 2014, η Ελλάδα έχασε το 1/4 του εθνικού της πλούτου.

Η ανεργία, η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός εκτοξεύτηκαν.

Το δημόσιο χρέος επίσης.

Οι ξένες επενδύσεις εξανεμίστηκαν, οι νέοι επιστήμονες εγκατέλειψαν κατά χιλιάδες τη χώρα.

Η οικονομική κρίση της Ελλάδας και η αποτυχία της διαχείρισής της, είχε μετατραπεί όμως και σε πολιτική κρίση της Ευρώπης.

Και τότε που μίλησα ενώπιόν σας, θα θυμάστε,  οι μισοί από σας με επευφημούσατε, οι άλλοι μισοί με αποδοκιμάζατε, αλλά ελάχιστοι, πολύ λίγοι ήταν ανάμεσά σας αυτοί που πίστευαν ότι θα είχα την ελπίδα να τα καταφέρω.

Κι όμως, η Ελλάδα τα κατάφερε.

Τρία χρόνια μετά είναι μια διαφορετική χώρα.

Από μέρος του προβλήματος, από πηγή της κρίσης, έγινε μέρος της λύσης για την Ευρώπη.

Και η καθαρή έξοδος από το τελευταίο, τριετές πρόγραμμα είναι μια επιτυχία πρωτίστως του ελληνικού λαού, που έσφιξε τα δόντια και έδωσε τη μάχη.

Που έκανε μεγάλες θυσίες για να παραμείνει η χώρα στη καρδιά της Ευρώπης.

Αλλά είναι και μια επιτυχία της Ευρώπης συνολικά.

Που απέδειξε ότι με πνεύμα αλληλεγγύης και συνεργασίας μπορεί να ξεπερνά τις κρίσεις.

Μέσα από αυτή τη περιπέτεια βγαίνουμε πιο δυνατοί.

Σήμερα στεκόμαστε ξανά στα πόδια μας και κοιτάμε το μέλλον με αισιοδοξία.

Γιατί, για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης, οι θυσίες του ελληνικού λαού έπιασαν τόπο.

Εξυγιάναμε τα δημόσια οικονομικά, προχωρήσαμε σε βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν γίνει δεκαετίες πριν, ξεφύγαμε από το σπιράλ της ύφεσης και επαναφέραμε την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης.

Προχωρήσαμε με έργα και επενδύσεις που καθιστούν την Ελλάδα εμπορικό, διαμετακομιστικό και ενεργειακό κόμβο στην ευρύτερη περιοχή.

Αλλά, ταυτόχρονα, αποδείξαμε ότι υπάρχει δρόμος να βγαίνεις από την κρίση, χωρίς να διαλύεις τον κοινωνικό ιστό.

Στηρίξαμε τους πιο αδύναμους, σταματήσαμε την ανθρωπιστική κρίση, δώσαμε πρόσβαση στο σύστημα υγείας σε εκατομμύρια ανασφάλιστους, αλλά, ταυτόχρονα, πετύχαμε και πρωτογενή πλεονάσματα που τρία χρόνια πριν κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει.

Γιατί ελέγξαμε την ανεξέλεγκτη φοροδιαφυγή, σταματήσαμε τη σπατάλη και το πάρτι διαφθοράς στη δημόσια υγεία και στις δημόσιες προμήθειες.

Γιατί προχωρήσαμε σε κομβικές μεταρρυθμίσεις, όπως η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων και ο εξορθολογισμός του ασφαλιστικού συστήματος.

Και σήμερα, όχι απλώς βγήκαμε από τα μνημόνια, αλλά με τη βιώσιμη ρύθμιση του δημόσιου χρέους, ανακτάμε την οικονομική μας κυριαρχία και ξανακερδίζουμε τη θέση που μας αξίζει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Την περασμένη χρονιά η Ελλάδα επέστρεψε στην ανάπτυξη, με τις προβλέψεις μάλιστα για φέτος, να προσεγγίζουν ανάπτυξη κοντά στο 2,5% .

Τις τρεις τελευταίες χρονιές αποδειχθήκαμε πρωταθλητές στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών αναπτυξιακών πόρων, ενώ, επίσης, το 2017 ήμασταν η δεύτερη χώρα σε απορρόφηση κονδυλίων από το «Σχέδιο Γιούνκερ», ενώ οι ξένες επενδύσεις έφτασαν τα 3.6 δισ. ευρώ, που αποτελεί την υψηλότερη επίδοση της τελευταίας δεκαετίας.

Σε τρία χρόνια μειώσαμε την ανεργία πάνω από 7%.

Δημιουργήσαμε περισσότερες από 300.000 νέες θέσεις εργασίας.

Στηρίξαμε τα δημόσια νοσοκομεία, υλοποιούμε ένα ολοκληρωμένο δημόσιο σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης, ενώ μειώσαμε δραστικά τα οργανικά κενά στα σχολεία και αυξήσαμε τις δαπάνες για την επιστημονική έρευνα στο 1% του ΑΕΠ.

Την ίδια στιγμή παλεύουμε για να μετατρέψουμε το brain drain σε brain gain, δίνοντας κίνητρα στη νεανική επιχειρηματικότητα.

Εφαρμόσαμε, επίσης, το «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης», την ελληνική εκδοχή του Κατώτερου Εγγυημένου Εισοδήματος, από το οποίο ωφελούνται σήμερα περισσότεροι από 650.000 πολίτες.

Μειώνουμε, έτσι, τα ποσοστά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, δημιουργώντας ένα πλέγμα κοινωνικών πολιτικών που προστατεύουν τους πιο ευάλωτους.

Την ίδια στιγμή, όμως, και κόντρα στο ρεύμα της εποχής, η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες που διεύρυνε τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών της στην Ευρώπη.

Για πρώτη φορά, παρέχουμε ιθαγένεια στους μετανάστες δεύτερης γενιάς, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα.

Κατοχυρώσαμε τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, καθώς και το σύμφωνο συμβίωσης και την αναδοχή παιδιών για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια.

Καταργήσαμε την υποχρεωτική εφαρμογή του νόμου της Σαρία για τη μουσουλμανική μειονότητα.

Ενώ, επιτέλους, μετά από χρόνια ολοκληρώνουμε και την κατασκευή μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα.

Επιπλέον, σε μια Ευρώπη που θεριεύει ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, η Ελλάδα έκανε ό,τι περισσότερο μπορούσε για να διαχειριστεί τις τεράστιες προσφυγικές ροές με όρους ανθρωπισμού και προστασίας του διεθνούς δικαίου.

Την ώρα που άλλες χώρες παραβίαζαν μονομερώς τις ευρωπαϊκές αποφάσεις και ύψωναν φράκτες, η οικονομικά χτυπημένη Ελλάδα αντιστάθηκε στις σειρήνες του μίσους.

Οι τοπικές κοινωνίες έδωσαν μαθήματα ανθρωπιάς και η κοινωνία των πολιτών κινητοποιήθηκε αποτελεσματικά σε συνεργασία με την Πολιτεία, την ΕΕ και τους διεθνείς οργανισμούς.

Σήμερα, η Υπηρεσία Ασύλου, που δεν υπήρχε καν πριν από 5 χρόνια, διαχειρίζεται τον 1ο σχετικά με τον πληθυσμό αριθμό αιτούντων στην Ευρώπη.

Παράλληλα, η Ελλάδα, με την σημαντική γεωπολιτική της θέση, συνεισφέρει καθοριστικά στην ειρήνη και τη σταθερότητα σε μια ευρύτερα αποσταθεροποιημένη περιοχή.

Παρ’ όλα τα προβλήματα αστάθειας και εθνικιστικής έξαρσης στην Τουρκία, κρατήσαμε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας, διαφυλάσσοντας την ειρήνη στο Αιγαίο, προωθώντας συνεργατικές λύσεις στο προσφυγικό, εκκινώντας συνομιλίες για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό.

Στην αποσταθεροποιημένη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αποτελούμε, μαζί με την Κύπρο, τον μόνο ευρωπαϊκό πυλώνα σταθερότητας.

Διευρύνουμε τις πολυμερείς συνεργασίες με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, την Παλαιστίνη, την Ιορδανία.

Και ταυτόχρονα εμβαθύνουμε την βαλκανική συνεργασία και συνανάπτυξη.

Ξεκλειδώνοντας, έτσι, την ευρωπαϊκή προοπτική των βαλκανικών κρατών, με κορωνίδα των προσπαθειών μας την ιστορική Συμφωνία των Πρεσπών με τη Βόρεια γείτονά μας, αλλά και τον συνεχιζόμενο διάλογο με την Αλβανία.

Μετά από 26 χρόνια καταστροφικής κυριαρχίας του εθνικισμού, καταφέραμε με τον Πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ, κ. Ζόραν Ζάεφ, να γυρίσουμε σελίδα και να φτάσουμε σε μια αμοιβαίως αποδεκτή συμφωνία.

Χωρίς την επιβολή και την χρήση της ισχύος.

Αλλά στη βάση της διπλωματίας και του διαλόγου.

Μια συμφωνία που μπορεί να αποτελέσει πρότυπο επίλυσης διαφορών στην περιοχή μας.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές, θέλω να επισημάνω κάτι.

Η έξοδος της Ελλάδας από το τελευταίο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής δεν σημαίνει ότι η χώρα επανέρχεται στο παρελθόν της.

Αντίθετα είμαστε αποφασισμένοι να μην επαναλάβουμε τα λάθη και τις συμπεριφορές που οδήγησαν στην κρίση.

Το τέλος των μνημονίων δεν συνιστά επαναφορά στο παρελθόν, αλλά ιστορική τομή με το παρελθόν.

Είναι μια νέα αρχή, που εμπεδώνει τη σταθερότητα και την ασφάλεια, επουλώνει πληγές, διορθώνει σταδιακά αδικίες και διανοίγει νέες αναπτυξιακές προοπτικές για το λαό και τον τόπο μας.

Την προσεχή περίοδο, θέλω να σας διαβεβαιώσω, θα συνεχίσουμε  τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, δίνοντας έμφαση στον περαιτέρω εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, στην εμβάθυνση των δημοκρατικών τομών, μέσω και της επικείμενης Συνταγματικής Αναθεώρησης.

Θα συνεχίσουμε, όμως, και την πορεία της δημοσιονομικής ισορροπίας , ενώ παράλληλα θα θέσουμε ως προτεραιότητα τη δίκαιη ανάπτυξη και την προστασία της εργασίας.

Η Ελλάδα και οι Έλληνες απέδειξαν τα τελευταία χρόνια, πόσο βαθιά προσηλωμένοι είναι στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Υπομένοντας και επιμένοντας στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, ακόμα και όταν η ίδια η Ευρώπη ή έστω η κυρίαρχη έκφρασή της, πολλές φορές πλήγωνε και υποτιμούσε τον ελληνικό λαό.

Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, από την οκταετή αυτή ελληνική κρίση, που αφήνουμε πίσω μας, να βγάλουμε όλοι τα συμπεράσματά μας.

Και, κυρίως, να βγάλουμε συμπεράσματα για το ποια Ευρώπη θέλουμε.

Και πως θα την θωρακίσουμε απέναντι σε ενδεχόμενες νέες κρίσεις στο μέλλον.

Το διακύβευμα για την Ευρώπη σήμερα είναι θα έλεγα υπαρξιακού χαρακτήρα.

Η μέχρι σήμερα διαχείριση της οικονομικής κρίσης, και της προσφυγικής κρίσης, αλλά και της κρίσης ασφάλειας, έχει αναδείξει τεράστια ελλείμματα και αντιφάσεις.

Και τείνει να μετεξελίξει όλες αυτές τις κρίσεις σε μια δομική κρίση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.

Θα ήθελα από αυτό εδώ το βήμα να προειδοποιήσω. Η αποτυχία της Ε.Ε. να δώσει δημοκρατικές και λειτουργικές απαντήσεις στις σύγχρονες προκλήσεις, θα έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια τον θρίαμβο του σωβινισμού και την αναζωπύρωση των εθνικιστικών ανταγωνισμών.

Θα την καταστήσει μια κατακερματισμένη ήπειρο, χωρίς ενότητα, χωρίς συνοχή, χωρίς διεθνή ρόλο και προοπτική.

Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντί να γίνει περισσότερο δημοκρατική, αξιοποιώντας τα όποια θεσμικά πολιτικά εργαλεία απέδιδε η Συνθήκη της Λισαβόνας, έγινε περισσότερο τεχνοκρατική και εθνοκεντρική.

Με τις κρίσιμες αποφάσεις να λαμβάνονται, δυστυχώς, πίσω από κλειστές πόρτες άτυπων οργάνων, που δεν λογοδοτούν στους Ευρωπαίους πολίτες και κρατούν τους  πολίτες μακριά από την Ένωση.

Και με σχήματα τεχνοκρατών όπως αυτό της Τρόικα να κρατάνε τα κλειδιά της οικονομικής κυριαρχίας και να μη λογοδοτούν πουθενά.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ακόμα και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πέρασαν σε δεύτερο ρόλο, πίσω από το θεσμικά μη κατοχυρωμένο Eurogroup και από τα τεχνικά κλιμάκια των τεχνοκρατών της ΕΚΤ και του ΔΝΤ.

Ο δημοσιονομικός φετιχισμός στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης επέτεινε ακόμη περισσότερο τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες τόσο ανάμεσα στα κράτη-μέλη όσο και μέσα σε αυτά.

Εξουθένωσε μεγάλα κοινωνικά στρώματα και προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη οικονομική ανασφάλεια και φόβο στους πολίτες μας.

Και αυτή η αποτυχία της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της κρίσης, είναι τελικά αυτή που τροφοδοτεί το τέρας του σωβινισμού και του ακροδεξιού λαϊκισμού.

Μετέφερε την Ακροδεξιά, από το εδώλιο του κατηγορουμένου της Ιστορίας και από την απομόνωση, στο πολιτικό προσκήνιο.

Η προσφυγική κρίση που ακολούθησε ήρθε απλά να επιβεβαιώσει την αδυναμία της Ευρώπης να προχωρήσει, όταν ένα μεγάλο μέρος των μελών της δεν ασπάζεται τις ιδρυτικές της αξίες.

Όταν κυριαρχεί η λογική του απομονωτισμού έναντι της συνεργασίας.

Η λογική του ο καθένας μόνος του, έναντι του επιμερισμού των βαρών.

Η λογική της εθνικής αναδίπλωσης έναντι της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.

Και το δηλητήριο του μίσους και της ξενοφοβίας δυστυχώς πηγάζει ξανά στη καρδιά της Ευρώπης, 70 και πλέον χρόνια μετά την πανανθρώπινη τραγωδία του φασισμού.

Γιατί σήμερα δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι μόνο με την εκλογική άνοδο κάποιων ακραίων δυνάμεων της εθνικιστικής και λαϊκιστικής Ακροδεξιάς.

Αλλά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη διείσδυση της ξενοφοβικής και σωβινιστικής της ατζέντας εντός του δημοκρατικού πολιτικού φάσματος.

Όπου ο ρατσισμός και η ξενοφοβία γίνεται ηγεμονικός πολιτικός λόγος σε παραδοσιακές συντηρητικές δυνάμεις και όχι μόνο.

Διαμορφώνοντας τους συσχετισμούς σε κρίσιμες για την Ευρώπη χώρες.

Και αυτή η εξέλιξη, αν δεν ανακοπεί, είναι που απειλεί την Ευρώπη με αποσύνθεση.

Κάποιοι από εσάς το 2015 φοβηθήκατε τον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά που διεκδικούσε και διεκδικεί μια καλύτερη Ευρώπη.

Πιστέψατε ότι όποιος αμφισβητεί τη σημερινή Ευρώπη της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και των κοινωνικών ανισοτήτων, αποτελεί κίνδυνο για το κοινό μας οικοδόμημα.

Σήμερα, όσοι το πιστέψατε αυτό, οφείλετε να παραδεχτείτε ότι πέσατε έξω.

Αν κάποιος απειλεί πραγματικά την Ευρώπη δεν είναι όσοι παλεύουν για να την αλλάξουν, αλλά όσοι παλεύουν για να την καταργήσουν.

Όσοι βρίσκονται στον αντίποδα των ουμανιστικών ιδεών της αλληλεγγύης και της συνεργασίας των λαών.

Όλοι όσοι πιστεύουμε, φίλες και φίλοι, κυρίες και κύριοι βουλευτές, σε αυτό το ευρωπαϊκό όραμα, οφείλουμε να παραμερίσουμε τις υπαρκτές και μεγάλες διαφορές μας μπροστά στο μεγάλο κίνδυνο.

Οφείλουμε να μην αφήσουμε την ευρωπαϊκή ιδέα να συνθλιβεί ανάμεσα στον καταστροφικό νεοφιλελευθερισμό και την εφιαλτική Ακροδεξιά.

Οφείλουμε να απαντήσουμε αποφασιστικά, ότι ο μόνος δρόμος της διάσωσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι η αναβάπτισή της με τολμηρές μεταρρυθμίσεις δημοκρατίας, διαφάνειας και δικαιοσύνης.

Να στηρίξουμε, δηλαδή, την προοπτική μιας καλύτερης Ευρώπης.

Με ευρωπαϊκές λύσεις στις ευρωπαϊκές προκλήσεις.

Για το προσφυγικό και τη μετανάστευση, για την κλιματική αλλαγή, για την ασφάλεια, για την δημοκρατική μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης.

Για να νικήσει η ελπίδα τον ακροδεξιό φόβο.

Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα στην Ευρώπη δεν είναι λιγότερη αλληλεγγύη και περισσότερα σύνορα, αλλά ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για την κοινωνική συνοχή και την ευημερία των λαών μας.

Εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης, ισχυρότερο Κοινοβούλιο και ισχυρότεροι ευρωπαϊκοί θεσμοί με δημοκρατικό και κοινωνικό έλεγχο.

Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι ένα νέο ιερατείο της λιτότητας και της πειθαρχίας, αλλά μια Ευρωζώνη προσανατολισμένη στην ανάπτυξη, με μηχανισμούς εξισορρόπησης των ανισοτήτων.

Ένα Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο που να στηρίζει την κοινωνική συνοχή και τη σύγκλιση.

Έναν νομικά δεσμευτικό Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων.

Την αναθεώρηση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος Ασύλου, με δίκαιη κατανομή των βαρών.

Έναν κοινό Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών.

Την προώθηση του διαλόγου και της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, προκειμένου να σέβεται το διεθνές δίκαιο και να επανέλθει αυτή η μεγάλη χώρα σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.

Και μια ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική που θα συμβάλει στην επίλυση των ανοιχτών κρίσεων.

Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και Κύριοι βουλευτές, κλείνω λέγοντας ότι η Ελλάδα τα τρία τελευταία χρόνια κατάφερε να γίνει από μέρος του προβλήματος, μέρος της λύσης για την Ευρώπη.

Ξεπέρασε την οικονομική κρίση, βάστηξε στις πλάτες της με αξιοπρέπεια την μεγάλη αυτή  προσφυγική κρίση για λογαριασμό ολόκληρης της Ευρώπης.

Άνοιξε δρόμους για τη φιλία των λαών με μια σταθερά φιλειρηνική εξωτερική πολιτική που τη μετατρέπει σε παράγοντα συνεργασίας και σταθερότητας σε μια ευρύτερα ασταθή περιοχή, στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια.

Όλα αυτά τα δείγματα γραφής των τελευταίων τριών χρόνων, αποτελούν θα έλεγα έναν θετικό οιωνό στο συννεφιασμένο, όμως, ουρανό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δείξαμε ότι υπάρχει δρόμος, αν το πιστέψεις και αν το παλέψεις σκληρά.

Και πιστεύω ότι αυτός είναι και ο δρόμος για το αύριο της Ευρώπης.

Έχουμε μπροστά μας δύσκολες μάχες.

Η αναμέτρηση των ευρωεκλογών του ερχόμενου Μάη θα είναι κάτι παραπάνω από μία ακόμα εκλογική αναμέτρηση.

Θα είναι μια πολιτική μάχη αρχών και αξιών.

Για την ήττα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και του ακροδεξιού λαϊκισμού που απειλούν την Ευρώπη.

Για την αναβάπτιση της ευρωπαϊκής ιδέας, την ενίσχυση της ενότητας και της αλληλεγγύης των ευρωπαϊκών λαών.

Σε αυτή τη μάχη όλες οι προοδευτικές, οι δημοκρατικές και φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις, έχουν χρέος να βρεθούν από την ίδια πλευρά της ιστορίας.

Και να μην αφήσουν την Ευρώπη να γυρίσει πίσω.

Σας ευχαριστώ.

Δευτερολογία του Πρωθυπουργού

Είναι πάντοτε για μένα πολύ ευχάριστη αυτή η ζωντανή συζήτηση, μέσα στο Κοινοβούλιο και ιδιαίτερα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ίσως να μην προκάλεσα, τον ίδιο ενθουσιασμό ή την ίδια αντιπαράθεση με την προηγούμενη παρουσία μου, εδώ, που θυμήθηκε ο κ. Φερχόφσταντ, αλλά και άλλοι ευρωβουλευτές. Αλλά φαντάζομαι ότι προκάλεσα και ήταν ο στόχος μου να προκαλέσω έναν έντονο και ουσιαστικό διάλογο.

Διότι, πράγματι, η υπόθεση της Ελλάδας, είναι μια υπόθεση που πρέπει να μελετηθεί πάρα πολύ από την Ευρώπη. Διότι, η Ελλάδα αποτέλεσε ένα πείραμα, το οποίο εξέθεσε τις κοινές ευρωπαϊκές μας αξίες. Διότι, η κρίση δεν ξεκίνησε χθες. Η κρίση ξεκίνησε το 2010. Τα προγράμματα προσαρμογής ξεκίνησαν το 2010. Έχουν περάσει οκτώ ολόκληρα χρόνια από το 2010 για να μπορούμε σήμερα να ατενίζουμε το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία. Να μπορούμε σήμερα να μιλάμε για το οριστικό τέλος της οικονομικής κρίσης και των προγραμμάτων προσαρμογής.

Επιτρέψτε μου, αγαπητές και αγαπητοί βουλευτές, να σας πω ότι είμαι χαρούμενος και ευτυχής, που η κυβέρνησή μου είναι αυτή, που πέτυχε, εκεί που απέτυχαν τρεις συνεχόμενες κυβερνήσεις, από το 2010 έως το 2015. Αυτό από μόνο του είναι μια εξαιρετική πολιτική επιτυχία. Όμως, θα σας πω ότι αυτό που με κάνει σήμερα να είμαι πραγματικά ευτυχής, δεν είναι ότι πετύχαμε να ολοκληρώσουμε τα προγράμματα προσαρμογής.

Διότι, αυτό θα μπορούσε να το πετύχει και κάποιος, κάποια άλλη πολιτική δύναμη, ακολουθώντας μια συνταγή, η οποία θα άφηνε τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία έρμαιη και απροστάτευτη, όπως έγινε από το 2010 έως το 2015. Αν αισθάνομαι ότι κάτι πετύχαμε, είναι ότι από τη μια καταφέραμε να εμβαθύνουμε δομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες μας οδήγησαν στη δημοσιονομική εξυγίανση και την έξοδο από την κρίση, ενώ ταυτόχρονα καταφέραμε να προστατεύσουμε, όσο μπορούσαμε, σε αυτό τον δημοσιονομικό χώρο που είχαμε, τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.

Αυτή ήταν η μεγάλη δυσκολία και η μεγάλη επιτυχία, αυτών των τριών χρόνων. Το γεγονός, δηλαδή, ότι το 2015, όταν είχα έρθει εγώ εδώ, η Ελλάδα βρισκόταν στα πρόθυρα μιας μεγάλης ανθρωπιστικής κρίσης.

Διότι είχε δύο εκατομμύρια πολίτες ανασφάλιστους, οι οποίοι δεν είχαν δικαίωμα πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη.

Διότι δεν υπήρχε για 600.000 ανθρώπους, η δυνατότητα του κατώτατου εγγυημένου εισοδήματος, κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης και γιατί υπήρχαν πραγματικά άνθρωποι που έχασαν, όχι μόνον το εισόδημά τους, αλλά τη δουλειά τους, το μέλλον τους, το παρόν τους και δεν είχαν ακόμα-ακόμα να αντιμετωπίσουν τις καθημερινές ανάγκες τους.

Ακόμα-ακόμα δεν είχαν και να φάνε και βρίσκονταν κατά χιλιάδες στα συσσίτια των κοινωνικών οργανώσεων.

Αυτή η εικόνα, σήμερα, στην Ελλάδα, δεν υπάρχει. Όχι, δεν θέλω εγώ ενώπιών σας να σας πω ότι είναι το success story. Αλλά, όμως, είναι μια πορεία βήμα προς βήμα, είναι μια πορεία που ανοίγει δρόμο προς το μέλλον.

Και αν για κάτι πραγματικά θέλω να σας πω ότι είμαι ευτυχής, είναι ότι πετύχαμε να βαθύνουμε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, να δώσουμε μια πορεία εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών, να πιάσουμε πρωτογενή πλεονάσματα που καμία άλλη κυβέρνηση δεν κατάφερε να πιάσει με πολύ-πολύ σκληρότερα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ την ίδια στιγμή καταφέραμε να προστατεύσουμε τους πιο ευάλωτους. Όχι μόνον τους ανασφάλιστους, όχι μόνον τους φτωχούς, αλλά κυρίως να δώσουμε και ένα δείγμα γραφής για την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων.

Γιατί εκεί ήταν ο πυρήνας της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας των πολιτικών που επιβλήθηκαν και πριν τα μνημόνια και κατά τη διάρκεια των μνημονίων στην Ελλάδα: η συρρίκνωση της εργασίας, η διάλυση της εργασίας.

Διότι κάποιοι πιστεύουν ότι μόνον με αυτό τον τρόπο μπορεί να δημιουργηθεί χώρος για την ανάπτυξη.

Εμείς πιστεύουμε το αντίθετο, ότι χώρος για την ανάπτυξη μπορεί να δημιουργηθεί μονάχα μέσα από τη στήριξη της εργασίας και την στήριξη της κοινωνικής συνοχής. Και αυτή είναι μια μεγάλη ιδεολογική τομή και διαφορά που έχουμε εμείς, οι προοδευτικοί, από τους νεοφιλελεύθερους.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αγαπητοί βουλευτές μάλλον, -διότι πράγματι άκουσα με μεγάλο ενδιαφέρον τον κ. Φερχόφσταντ- ας αναρωτηθούμε όλοι μαζί γιατί η Ελλάδα χρειάστηκε τρία συνεχόμενα προγράμματα;

Γιατί η Ελλάδα χρειάστηκε οκτώ χρόνια ενώ άλλες χώρες που βρέθηκαν σε αυτή τη δυσχερή οικονομική θέση, η Κύπρος, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία κατάφεραν να εξέρθουν σε τρία χρόνια;

Γιατί; Υπήρξαν μεγάλα λάθη. Λάθη και από τις ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και πρέπει να το παραδεχτούμε αυτό. Διότι τα πρώτα προγράμματα, αντί να εμβαθύνουν στις δομικές μεταρρυθμίσεις, που είχε ανάγκη η χώρα, αντί να προτεραιοποιήσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, προτεραιοποίησαν μια πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία, εκ των πραγμάτων, οδήγησε σε ένα οικονομικό αδιέξοδο.

Εκ των πραγμάτων οδήγησε σε μια πρωτοφανή εσωτερική υποτίμηση, στην πτώση της κατανάλωσης και σε ένα φαύλο κύκλο, σε ένα σπιράλ ύφεσης και λιτότητας.

Αντιθέτως, εμείς πετύχαμε μια δύσκολη συμφωνία το 2015, αλλά ήταν μια συμφωνία ηπιότερης δημοσιονομικής προσαρμογής, με προτεραιοποίηση στις δομικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις δεν θέλησαν να προτεραιοποιήσουν.

Προτίμησαν να κόβουν συντάξεις και μισθούς, αντί να κάνουν δομικές μεταρρυθμίσεις. Ακριβώς, διότι υπήρχαν οργανωμένα συμφέροντα, τα οποία δεν ήθελαν να θίξουν και πελατειακές σχέσεις.

Αυτή είναι η αλήθεια, είτε σας αρέσει ορισμένους από εσάς, είτε δεν σας αρέσει, γιατί θέλετε να υπερασπιστείτε πολιτικές δυνάμεις που ανήκουν στις δικές σας πολιτικές οικογένειες.

Και έρχομαι να απαντήσω και στον κ. Γκονζάλες, ο οποίος μου είπε, βεβαίως, ότι άλλαξα. Δεν ξέρω αν είναι κακό αυτό. Κακό είναι κάποιοι να παραμένουν αδιόρθωτοι και να προσπαθούν να υπερασπιστούν αυτά που δεν είναι υπερασπίσιμα. Σας άκουσα, βεβαίως, να ασκείτε κριτική –και εγώ θεωρώ ότι η  κριτική είναι πολύ ωφέλιμη για τη Δημοκρατία και είμαι πολύ χαρούμενος που το κάνατε σε μένα- και θέλω να σας θυμίσω ότι σήμερα είναι 11 του Σεπτέμβρη.

Και εκτός από την αποφράδα ημέρα της τρομοκρατικής επίθεσης στις ΗΠΑ, είναι και άλλη μια μαύρη επέτειος. Είναι η επέτειος του θανάτου του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Λυπάμαι, κύριε Γκονζάλες, που στην ομιλία σας αναπαράξατε –δεν το ξέρω αν το κάνατε συνειδητά ή μη- τη θεωρία των δύο άκρων.

Ελπίζω, τουλάχιστον, να μην θεωρείτε, όπως κάποιοι φίλοι σας, ομοϊδεάτες σας στην Ελλάδα, ότι ο δικτάτορας Πινοσέτ εφήρμοσε ενδιαφέρουσες πολιτικές προς αντιγραφή, ιδίως, σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό σύστημα.

Θέλω, όμως, να απαντήσω σε δύο πράγματα συγκεκριμένα, από όσα είπατε. Μιλήσατε για νεποτισμό και λαϊκισμό.

Θα ήθελα, λοιπόν, να σας υπενθυμίσω ότι αν θέλετε να μιλήσετε για νεποτισμό στην Ελλάδα, δείτε απλά ότι δυστυχώς, δυστυχώς το λέω, μια παράταξη η οποία τόσο πολλά έχει προσφέρει στην Ελλάδα, όπως η συντηρητική παράταξη –γιατί θέλω να είμαι δίκαιος και ακριβοδίκαιος- δυστυχώς, αρχηγοί στην παράταξη, αυτή, γίνονται, συνήθως, τα τέκνα κάποιων πετυχημένων ή μη, αλλά προηγούμενων Πρωθυπουργών. Αυτή είναι η παράδοση στην Ελλάδα. Υπάρχει πουθενά αλλού αυτό σε συντηρητικά κόμματα σε ολόκληρη την Ευρώπη;

Μην ψάχνετε σε μας για νεποτισμό, ούτε για πελατειακό κράτος. Επίσης, μιλήσατε για λαϊκισμό. Λυπάμαι αλλά πάλι στη δική σας παράταξη πρέπει να στραφείτε όταν μιλάτε για λαϊκισμό.

Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερος λαϊκισμός από το να παίζεις με εθνικά θέματα και να αλλάζεις θέση για να ψαρέψεις στα θολά νερά της ακροδεξιάς και εν προκειμένω να μη διασπάσεις την παράταξή σου.

Η στάση που κρατά το κόμμα της Ν.Δ., που ανήκει στην πολιτική σας οικογένεια, σε σχέση με την αναγκαία για την Ευρώπη, την αναγκαία για τα Βαλκάνια, την αναγκαία για την περιοχή μας, επίλυση του προβλήματος της ονομασίας με τη βόρεια γειτονική μας χώρα, του μακεδονικού προβλήματος, είναι μια στάση που θα χαρακτηρίζεται στα μελλοντικά βιβλία της Ιστορίας ως ο ορισμός του λαϊκισμού και του καιροσκοπισμού.

 

Και θέλω να κλείσω στις παρατηρήσεις, σε όλα όσα είπατε, απαντώντας σας και σε κάτι το οποίο, φαντάζομαι, το είπατε, χωρίς να γνωρίζετε πολλές λεπτομέρειες. Καλά, είπε και ο κ. Μαριάς πολλά από αυτά, ανακρίβειες.

Ο κ. Μαριάς, βέβαια, διένυσε πολύ μεγάλη απόσταση από τα αριστερά έδρανα για να βρεθεί, σήμερα, στα δεξιά έδρανα του Κοινοβουλίου. Αλλά θα απαντήσω σε σας και όχι στον κ. Μαριά. Μιλήσατε για 100 δις κόστος. Το λέτε και το ξαναλένε πολλοί από τους συντηρητικούς συναδέλφους σας και πολιτικούς, που είναι το κόστος της διαπραγμάτευσης της Ελλάδας, το δύσκολο, εκείνο, εξάμηνο. Ένα εξάμηνο που έγιναν λάθη και από τις δύο πλευρές. Δεν υπάρχει αμφιβολία.

Όμως, καλό είναι όταν μιλάμε σε αυτή την αίθουσα, να μην μιλάμε με όρους πολιτικής επικοινωνίας και με ανακρίβειες.

Διότι αν όντως υπήρχε κόστος – επιβάρυνση, τόσων δισεκατομμυρίων ευρώ, θα είχε αυξηθεί και το δημόσιο χρέος, αντιστοίχως.

Αλλά, τι ακριβώς, λένε αυτοί, που ισχυρίζονται ότι υπήρχε αυτό το κόστος; Έρχονται και λένε ότι θα υπήρχε στα χαρτιά αναπτυξιακή δυναμική τα χρόνια 2015 – 2017, της τάξης του 20% του ΑΕΠ.

Δηλαδή, το κόστος για την ελληνική οικονομία, που απώλεσε το 25% του ΑΕΠ της, το 1/4 δηλαδή του εθνικού της πλούτου, τα τέσσερα πρώτα καταστροφικά χρόνια, δήθεν θα κερδίζονταν αν δεν υπήρχε πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα.

Και πώς αλήθεια; Με ποιες πολιτικές; Με αυτές που οι προηγούμενες κυβερνήσεις του κυρίου Σαμαρά, που αναφέρατε, δεν είχε καταφέρει ούτε καν να έχει θετικό ισοζύγιο, πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και το πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο είχε υπογράψει, ήταν της τάξης του 4 και 4,5%, αλλά δεν είχε καταφέρει να φτάσει ούτε στο 0,3%;

Με τους αναπτυξιακούς ρυθμούς του 0,3%, που κατάφερε, 0,4% μόνο μια χρονιά, το 2014; Πώς θα κατάφερνε να πιάσει αυτούς τους ρυθμούς, που θα ξανάφερναν πίσω το 20% του ΑΕΠ;

Εδώ, λοιπόν, πρόκειται για στοχευμένες ανακρίβειες. Όπως, επίσης, η άλλη ανακρίβεια ότι δήθεν η Ελλάδα την τριετία αυτή, σπατάλησε 40 δισεκατομμύρια, στην ανακεφαλοποίηση των τραπεζών.

Σαράντα πέντε δισεκατομμύρια ήταν το συνολικό κόστος και των τριών ανακεφαλαιοποιήσεων, αλλά η ανακεφαλοποίηση που έγινε στα δικά μας χρόνια κόστισε μόνο 6 δισεκατομμύρια, από τα 24 που ήταν διαθέσιμα, από το τρίτο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.

Τα λέω αυτά, διότι κάποια πράγματα πρέπει να απαντηθούν. Και τα λέω διότι πιστεύω ότι αν θέλουμε να κοιτάξουμε μπροστά, οφείλουμε με τις υπαρκτές ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, τουλάχιστον, όταν αντιδικούμε, να αντιδικούμε επί των πραγματικών αριθμών και επί της πραγματικότητας που όλοι αντιμετωπίσαμε.

Θέλω, κύριες και κύριοι, να κλείσω λέγοντας το εξής: κατά τη διάρκεια της παρέμβασής μου, προσπάθησα να θέσω και να προειδοποιήσω για έναν μεγάλο υπαρκτό κίνδυνο για την Ευρώπη.

Αυτός ο μεγάλος και υπαρκτός κίνδυνος, που αφορά το ίδιο το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι υπαρξιακός για την Ευρώπη κίνδυνος, από ό,τι καταλαβαίνω από πολλές από τις παρεμβάσεις, δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοιος.

Και θέλω να πω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε αυτή την –αν θέλετε- μεγάλη διακινδύνευση και εξαιτίας, κυρίως θα έλεγα εκ του γεγονότος ότι τα προηγούμενα χρόνια πράγματι προτεραιοποιήθηκαν πολιτικές, με ακραίο πρόσημο, οι οποίες βεβαίως είχαν ως στόχο την οικονομική ισορροπία, αλλά προκειμένου να την πετύχουν, προσπάθησαν να σώσουν τις τράπεζες, χωρίς να λογαριάσουν το κόστος, το κοινωνικό.

Αυτές οι πολιτικές είναι που δίνουν τον λόγο σήμερα, με πρωταγωνιστικό ρόλο, σε ακραίες πολιτικές δυνάμεις.

Και θέλω να απευθυνθώ, για άλλη μια φορά, σε όλο το δημοκρατικό τόξο, από τα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας, μέχρι το φιλελεύθερο κέντρο, αλλά και σε εσάς, το Λαϊκό Κόμμα διότι, αυτές οι δυνάμεις είναι εντός σας και γίνονται κυρίαρχες, ηγεμονικές στον πολιτικό λόγο, όταν αναγκάζεστε να στρέψετε την πολιτική σας ρητορική προς εθνικιστικές, ακραίες, σοβινιστικές θέσεις, προκειμένου να ανατρέψετε ή να αναχαιτίσετε την άνοδο της ακραίας δεξιάς στις χώρες σας, δεν κάνετε τίποτε παραπάνω, από να τρέφετε τις ακραίες αυτές δυνάμεις, που σε λίγο θα φτάσουν σε ποσοστά, που θα είναι ανησυχητικά για όλους μας, στην Ευρώπη. Και αυτό, οφείλουμε να το σταματήσουμε. Και για να το σταματήσουμε, πρέπει να ξαναγυρίσουμε στις ιδρυτικές αξίες της Ε.Ε., που είναι η αλληλεγγύη, που είναι η κοινωνική συνοχή, που είναι η ευημερία των πολιτών.

Σας ευχαριστώ.