Editorial  

Του Αλέξανδρου Στεφανόπουλου*

Η πτήση 412  της ολυμπιακής  από Νέα Υόρκη προς Αθήνα αναχώρησε  στην ώρα της κανονικά, πράγμα σπάνιο για την εποχή και για την κίνηση.  17:40 ακριβώς τροχοδρομούσε στον αεροδιάδρομο του διεθνούς αεροδρομίου  JFK με κατεύθυνση την Αθήνα. Οι επιβάτες, οι περισσότεροι προερχόμενοι από διακοπές χριστουγεννιάτικες στην Μητρόπολη του κόσμου όπου  προφανώς είχαν έρθει για να απολαύσουν μαγευτικά  Χριστούγεννα στη κοσμόπολη. Το πλήρωμα  με τη σειρά του έκανε τη δουλειά του κανονικά όπως σε κάθε πτήση μετρώντας το επιβατηγό κοινό και προσφέροντας κάθε δυνατή υπηρεσία που θα διευκόλυνε την πτήση των οκτώ μίση ωρών μέχρι το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος που ήταν ο τελικός μας προορισμός.

 {mgmediabot}images/stories/video/JW01a.wmv|false|384|288{/mgmediabot}

Στο αεροπλάνο μέσα,  μια γεύση από εορταστικό κλίμα που μαρτυρά η χριστουγεννιάτικη μουσική και το μελομακάρονο που προσφέρεται στο καθιερωμένο γεύμα. Οι επιβάτες άλλοι απολαμβάνουν τις ταινίες και τη μουσική με τα προσωπικά ακουστικά τους και άλλοι το έχουν κόψει στον ύπνο. Τίποτα δεν προδιαθέτει κανέναν μας για το τι πρόκειται να επακολουθήσει…

Καθώς περνούν οι ώρες ήρεμα το μυαλό μου- όπως πάντα σε κάθε υπερατλαντικό  ταξίδι εδώ και χρόνια-  γυρνά πίσω και αναπολεί κάποιες καλές ή κακές στιγμές… Σα νάνε το τελευταίο μου ταξίδι. Σα να μη θέλαν κάποιοι να επιστρέψω στη Νέα Υόρκη…ποτέ δε ξέρεις τι απεργάζεται το ανθρώπινο μυαλό…ποιες σκοτεινές σκέψεις κάνει όταν χάνεται το μέτρο…Το μέτρο που καποιοι μπορεί και να έχουν χάσει… μαζί με τον ύπνο τους… Σκέψεις… σκόρπιες.  

Ταξιδεύω χρόνια σε διάφορα μέρη του κόσμου. Ρώμη. Παρίσι. Κωνσταντινούπολη. Ρωσία. Βιέννη. Βέλγιο. Βρυξέλλες. Πολλά και συνεχή ταξίδια εδώ και 17 χρόνια.  Η Αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια που ζω στη Νέα Υόρκη από το 2001 τα υπερατλαντικά ταξίδια είναι πολύ συχνότερα από κάθε άλλο προορισμό.

Αυτό το ταξίδι όμως σαν από προαίσθημα- όχι κακό- είχε μια διαφορετική ανησυχία. Από την ώρα που τα διεθνή πρακτορεία μετέδιδαν τις συγκλονιστικές εικόνες του απανχονισμού ενός πρώην ηγέτη που επέλεξε να πεθάνει με την τιμή και την αξιοπρέπεια που ταιριάζει σε ένα ηγέτη ενός λαού που καθόρισε τις τύχες ενός πολυτάραχου  έθνους για περισσότερο από 20 χρόνια και ο οποίος υπήρξε «δημιούργημα» αυτών που σήμερα τον διαπόμπευαν- ως άλλοι Ρωμαίοι κατακτητές όχι πια μέσα σε κάποια κλειστή και περιορισμένη  αρένα για λίγους, επίλεκτους και εκλεκτούς της Ρωμαϊκής νομενκλατούρας της εποχής εκείνης(σύγκλητος-δικαστές- ευγενείς του παλατιού-αυτοκρατορική φρουρά κτλ) αλλά στη μεγαλύτερη αρένα που δημιούργησε ο ίδιος ο άνθρωπος. Την τηλεόραση!

Το βίντεο  με την ανγόνη και τους δημίους -εικόνες βγαλμένες από άλλες εποχές- που έκανε το γύρο του κόσμου ακόμα και μέσα από κινητά ήταν ανατριχιαστικό. Όχι γιατί δεν υπάρχουν χειρότερα καθημερινά στο πεδίο των μαχών όπου καθημερινά χάνουν τη ζωή τους χιλιάδες άμαχοι και προ πάντων παιδιά αλλά ακριβώς γιατί δείχνει το μέγεθος της ανθρώπινης  υποκρισίας. Της παγκοσμιοποιημένης μας υποκρισίας που δεν μπορεί να κρυφτεί και αφήνει να ξυπνούν τα αρχέγονα αισθήματα που υπάρχουν  κρυμμένα  στο πίσω μέρος του εγκεφάλου και αλίμονο όταν ξυπνούν… ούτε με τα πιο άγρια ένστικτα των άλογων ζώων δεν μπορούν να συνταιριάξουν…

Ο άνθρωπος Ζώον Θεούμενο και άγριο ταυτόχρονα. Συναισθήατα αρχέγονα… ξυπνούν…

Τα τηλεγραφήματα από τα διεθνή πρακτορεία μιλούσαν για πιθανές αναταραχές σε πολλά σημεία του πλανήτη. Έξαρση της βίας την ίδια ώρα φοβόταν και πρόεδρος G. Bush  όπου συγκάλεσε σύσκεψη με τους επιτελείς του Λευκού Οίκου για να αξιολογήσουν την κατάσταση καθώς και τα πιθανά σενάρια αντιμετώπισης έξαρσης της βιας σε διάφορα σημεία του κόσμου ως αντίποινα για το θάνατο του  πάλαι ποτέ  πανίσχυρου ηγέτη του Ιράκ που τώρα το άψυχο σώμα του κείτονταν σε ένα λευκό σάβανο μέσα σε ένα ταπεινό αυτοκίνητο με άγνωστο προορισμό ταφής…

Οι αναλυτές στις εκτιμήσεις τους από την ώρα της καταδικαστικής απόφασης ήταν ξεκάθαροι. «Αυτή η εκτέλεση μόνο κακό θα προσφέρει στην ανθρωπότητα και τίποτε περισσότερο…» Κακό… αυτή η  απροσδιόριστη λέξη  τρομάζει…  

Αυτή η σιωπή του κατά τ' άλλα πάντα λαλίστατου εκπροσώπου Μακ Κόρμαν ήταν που σε φοβίζει περισσότερο… γιατί συνήθως εκείνοι που καθορίζουν τις τύχες του πλανήτη και της ανθρωπότητας γνωρίζουν από πριν πολλά από όσα θα συμβούν αφού το μεγαλύτερο μέρος όσων θα γίνουν έχει αποδειχτεί ότι έχει προσχεδιαστεί. Και όσα δεν έχουν προσχεδιαστεί έχουν προβλεφθεί με ακρίβεια που τρομάζει περισσότερο…

Αυτά και άλλα πολλά στριφογυρνούσαν στο μυαλό μου καθώς η πτήση προχωρούσε και εκείνο το ακαθόριστο συναίσθημα δε με άφηνε να κλείσω μάτι. Το μυαλό και η σκέψη μου στάθηκε  ένα 24ωρο όταν σαν από απλό -και μάλλον απροσδιόριστο-συναίσθημα και μόνο, έλεγα σε αγαπημένο μου πρόσωπο που θα έβλεπα την επομένη

-«άναψε κανένα κεράκι… δε ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται… τόσα ταξίδια κάνω… μπορεί να τύχει και τίποτα… που ξέρεις όσα δε φέρνει ο χρόνος μπορεί να τα φέρει η στιγμή… τόσα γίνονται…αν και δε μου είναι γραφτό να πάω έτσι…» και η γλυκιά απάντηση που πήρα

-« πάντα ο ίδιος… τα ίδια και ίδια… τίποτα δε θα γίνει! Εσένα σε φυλάει ο Θεός. Τόσες φορές την έχεις γλιτώσει.! Και να πω ότι φοβάσαι το θάνατο; Όλο για αυτόν μιλάς. Εσύ δεν είσαι που λες να έχουμε μνήμη Θανάτου γιατί παραμονεύει η Ανάσταση και η Λύτρωση; Τι σε έπιασε τώρα;   Τόσα έχεις δει και καλύψει… λες να κάνεις εν πτήση το τελευταίο σου ρεπορτάζ… μπα! Τίποτα δε θα γίνει! Έχεις πολλά ακόμα να κάνεις! Οι μάχες σου είναι πολλές και σε πολλά μέτωπα. Λοιπόν μην ανησυχείς. Χρωστάς ακόμα πολλά να δώσεις και να σου δώσουν. Είτε θες είτε όχι Άλλος τα αποφασίζει αυτά.  Όχι εσύ ούτε εγώ, ούτε κανένας άνθρωπος. Αλλά το κεράκι το ανάβω. Τσιγκουνιές θα κάνουμε τώρα.  Άλλωστε το καλύτερο κερί που σιγοκαίει στα στήθη του καθενός είναι η πίστη του… και εσένα το δικό σου το κεράκι καλά κρατεί τη φλόγα του… οπότε μην ανησυχείς… αλλά αν τύχει και τίποτα πες μου τις επιθυμίες σου να ξέρω…»

Γέλια και χιούμορ με μια δόση αυτοσαρκασμού από την άλλη άκρη της γραμμής.

-«οκ. τα λέμε αύριο πια. Σε κλείνω γιατί ήρθε το αυτοκίνητο να με πάει αεροδρόμιο.  Σας αγαπώ»   αυτά ήταν τα τελευταία μου λόγια στο τηλέφωνο. Έχουν περάσει  πέντε ώρες πτήσης και όλα κυλούν κανονικά, αν και τούτο το ταξίδι κάτι μέσα μου συνεχίζει να μου λέει ότι δεν θα διαρκέσει μόνο οκτώ μιση ώρες.

Ο χρόνος μοιάζει να κυλά αργά. Βασανιστικά. Σαν να μη θέλει κάποιος να φτάσω πρωί στο προορισμό μου. Κι έχω να κάνω τόσα πράγματα. Δώρα. Γλυκά. Ραντεβού. Τηλέφωνα. Από τη στιγμή που θα φτάσω στο αεροδρόμιο -υπολογίζω κατά τις 10:30 το πρωί της Κυριακής 31 Δεκεμβρίου (2006)όπως μας είπε ο κυβερνήτης- να είμαι Αθήνα.

Μετά ταξί και βουρ για το σπίτι. Αγκαλιές. Φιλιά. Τηλέφωνα. Και έτσι μέχρι το βράδυ που θα αλλάξει η χρονιά. Ουφ μάλλον με κούρασαν και μόνο οι σκέψεις με τόσα που πρέπει να γίνουν… πρέπει… και γιατί πρέπει; Ο χρόνος δεν είναι ποτέ σύμμαχος μας! Άλλα προγραμματίζουμε και άλλα γίνονται. Καμιά φορά σχεδιάζουμε και ξανασχεδιάζουμε και ο Θεός χαμογελά κρυφά… γιατί ξέρει…

Αυτά και άλλα τέτοια πολλά εναλλάσσονταν στο μυαλό μου,  μέχρι που ξαφνικά στη μέση και μάλλον προς το πολυπόθητο τέλος της διαδρομής, έμεναν ακόμα περίπου τρεις ώρες για να φτάσουμε στο Ελευθέριος Βενιζέλος μέχρι που άναψαν τα φώτα. Κοιτώ το καντράν της διαδρομής και ξαφνικά ο χρόνος τελικού προορισμού έχει μειωθεί κατά πολύ. Είκοσι λεπτά μόνον. Θα αποκοιμήθηκα… ξύπνιος… δε ξέρω… κάτι δε πάει καλά εδώ… ίσως…

«κυρίες και κύριοι σας μιλά ο κυβερνήτης του αεροσκάφους. Θα προσγειωθούμε στο αεροδρόμιο του Shannon της Ιρλανδίας εκτάκτως. Στην Αθήνα δέχτηκαν ένα τηλεφώνημα για δολιοφθορά. Σας παρακαλώ να μείνετε ήρεμοι. Έχει ξανά συμβεί όμως επειδή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε περισσότερα θα πρέπει να προσγειωθούμε. Ακολουθήστε παρακαλώ προσεχτικά τις οδηγίες του πληρώματος.» και ενώ έλεγε αυτά ένιωθα το αεροπλάνο να κατεβαίνει προς τη γη με  ταχύτητα.

Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά το αεροπλάνο τροχοδρομούσε στον υγρό διάδρομο του Ιρλανδέζικου τοπικού αεροδρομίου. Κοιτούσα γύρω μου στην αρχή με κάποια απορία. Δε σκεφτόμουν. Μόνο έβλεπα και παρατηρούσα τους ανθρώπους. Τα πρόσωπα. Έψαχνα… να βρω το φόβο… την αγωνία… το απρόσμενο συναίσθημα… τα ανάμικτα συναισθήματα. Ξαφνικά παίρνω το κινητό. Πληκτρολογώ ένα μήνυμα σε μια συνάδελφο « προσγειωθήκαμε στην Ιρλανδία. Απειλή δολιοφθοράς. Μάλλον βόμβα. Ψάξτο. Δώστο στο ραδιόφωνο. Είμαι καλά.»

Σε λίγο ακολουθεί μια δεύτερη ανακοίνωση. « θα πάρετε μαζί σας μόνο το διαβατήριο και τα προσωπικά σας ήδη μαζί με τις χειραποσκευές» έτσι κι έγινε. Σιγά -σιγά και χωρίς κανένα πανικό όλοι, ο ένας ακολουθώντας τον άλλον αρχίσαμε να βγαίνουμε από συγκεκριμένη έξοδο. Ενστικτωδώς βγάζω τη μικρή μου κάμερα και αρχίζω να κάνω λήψη. Δε μιλώ. Μόνο ακολουθώ. Βουβός. Δε λέω τίποτα. Δε ρωτώ τίποτα. Μόνο τραβάω μερικά πλάνα. Ακανόνιστα. 

Σε δυο λεπτά είμαστε στη πίστα του αεροδρομίου και βλέποντας το τι γινόταν άρχισα κάπως να συνειδητοποιώ τη κατάσταση. Ο κόσμος μιλούσε και αναρωτιόταν «αν μια στο εκατομμύριο είναι αλήθεια τι γίνεται»;  «τα πράγματα μας μαμά τι θα γίνουν»; « έλα πάρε αυτό να βάλεις… ξύπνα.. δεν είναι τίποτα μια στάση κάναμε μόνο… θα σου πω…» έλεγε μια μητέρα στη κόρη της που κοιμόταν και αγουροξυπνημένη  και αναμάλιαγη έπρεπε να βγει έξω. «έτσι καλέ μαμά θα βγώ; Να βάλω κάτι στη μούρη μου κοίτα πως είμαι»; Κάτι άλλες κοπέλες μάλλον λίγο  τρομαγμένες μιλούσαν στο κινητό η μια στη μαμά, η άλλη στο φίλο και η άλλη πάλι στο φίλο « μην ανησυχείς… δε πρέπει να είναι τίποτα…μη κάνεις έτσι σου λέω ρε παιδί μου…» ένας πατέρας μιλούσε και εκείνος στο κινητό και η τελευταία ατάκα ήταν «σας αγαπώ έτσι μη το ξεχνάτε αυτό…»  σκόρπιες ατάκες εδώ και εκεί έπιανε το αυτί μου…

Είμαστε ήδη στην υγρή πίστα του αεροδρομίου. Παντού φώτα. Περιπολικά. Πυροσβεστικά αστυνομία του αεροδρομίου. Κατευθυνόμαστε προς ένα σημείο όλοι μαζί και σε λιγότερο από ένα λεπτό έρχεται ένα λεωφορείο. Μπαίνουν οι πρώτοι μέσα. Δίπλα μου ένας νεαρός. Του μιλώ. «μου δίνεις σε παρακαλώ το κινητό σου. Δε πιάνει το δικό μου…μάλλον η κάρτα μου… είμαι δημοσιογράφος να «δώσω» κάτι… αρχίζω και γράφω το δεύτερο μήνυμα στη συνάδελφο που δουλεύει στον Flash. «ευχαριστώ πολύ»  «τίποτα» μου απαντά ο νεαρός και αρχίζει και μου μιλά. «έχω και εγώ κάποιο φίλο και ένα ξάδελφο δημοσιογράφο… δε πιστεύω να γίνει κάτι… εσύ τι λές; Λές να είναι αλήθεια;»   

-«δε νομίζω… τι να σου πω… θα δείξει…»

-«δουλειά και αυτή σήμερα ε;» μου ανταπαντά ο νεαρός. Ούτε το όνομα του δε πρόλαβα να ρωτήσω μόνο ένα ευχαριστώ και ήδη μπαίναμε και εμείς στο λεωφορείο που είχε έρθει να μας  πάρει. Σε λιγότερο από λεπτό, και ενώ μας συνοδεύαν περιπολικά της Ιρλανδικής αστυνομίας και άντρες της ασφαλείας του αεροδρομίου και της ειδική αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, είμαστε σε μια μεγάλη -μάλλον απομονωμένη αίθουσα.

«Καλησπέρα σας, σας μιλά ο κυβερνήτης. Ζητώ συγνώμη γι αυτή τη ταλαιπωρία. Θα μείνουμε εδώ μέχρι να ολοκληρωθεί ο έλεγχος.» και ενώ μιλά ο κυβερνήτης ένα μπούγιο ανθρώπων είχε κάνει κύκλο από τον υπουργό μεταφορών Μ. Λιάπη-εκείνος δε φαινόταν καθόλου- με άγνωστη κατεύθυνση.

Ο κυβερνήτης κάνει παύση και συνεχίζει. «θα μείνουμε εδώ. Θα γίνει έλεγχος και σε εμάς και στο αεροπλάνο. Θα περάσει μια ώρα και μετά θα ξεκινήσει ο έλεγχος στο αεροπλάνο. Στο μεταξύ μείνετε σας παρακαλώ ήρεμοι. Όλα θα είναι εντάξει. Θα σας ενημερώνω διαρκώς. Είμαι στη διάθεση σας για κάθε διευκρίνιση.» και πραγματικά ήταν στη διάθεση του κάθε επιβάτη.

Μείναμε εκεί σε αυτή τη κλειστή από παντού αίθουσα περίπου μια ώρα. Η ανησυχία πια πιο έντονη. Πιο έκδηλη στα πρόσωπα κάποιων επιβατών. Δεν άκουγες και πολλά. Απλά μια έντονη ανυσηχία για το αβέβαιο και το απρόσμενο περισσότερο παρά φόβος… φόβος… όχι δεν είδα φόβο. Μόνο αγωνία και ανησυχία. Αυτά ήταν τα συναισθήματα που ξεχώριζαν. Κανείς όμως δεν ήξερε τι έκρυβε ο κάθε ένας στο μυαλό  και τη ψυχή του… τη ψυχή του… κάθισα σε ένα παγκάκι και συνέχισα να κάνω λήψη με τη μικρή μου κάμερα. Κάποια στιγμή ήρθε ένα αστυνομικός και κάποιος της ασφάλειας και μας πήρε.

Κατευθυνθήκαμε σε ένα μακρύ… ατέλειωτο κόκκινο διάδρομο… περπατούσαμε για δέκα λεπτά…γύρω σκοτάδι… μόνο σκοτάδι… και η βροχή να χτυπά τα τζάμια. Ο μανιασμένος αέρας που λυσσομανούσε  έκανε τα κλαδιά των δένδρων να γέρνουν… να λυγούν… τα ψηλά δένδρα μερικές φορές όταν κινούνται ακανόνιστα με φόβιζαν κάπως… φτάσαμε επιτέλους στο σημείο ελέγχου. Ανοίξαμε τα πράγματα μας. Άλλη μια φορά πάλι έλεγχος. Έλεγχος στο JFK… έλεγχος εδώ… αμάν πια… 

Ο κόσμος είχε αρχίσει να δυσανασχετεί… κάποιοι  πίσω στη σειρά συνομιλούσαν με τον κυβερνήτη και τον συγκυβερνήτη. «οι διαβαθμίσεις κινδύνου είναι τρεις. Ο κόκκινος. Ο κίτρινος και ο γκρί που είναι ο χαμηλότερος. Τώρα είμαστε στο κίτρινο. Δεν ξέρω παιδιά πόσο αξιόπιστη είναι η πληροφορία.» κάποιος πετάγεται. « το μεταδίδουν και στην Ελλάδα τα δελτία ειδήσεων!» βγάλαμε παπούτσια. Ανοίξαμε τσάντες και χειραποσκευές. Η ίδια διαδικασία. Οι αστυνομικοί προσεχτικοί και ευγενικοί. Έψαχνα με το βλέμμα μου να δω που είχαν πάει τον υπουργό. Τίποτα όμως.

Σε λιγότερο από μια ώρα είχαμε τελειώσει τον έλεγχο και τώρα θα ήμασταν ελεύθεροι να κινηθούμε στο υπόλοιπο αεροδρόμιο μέχρι να φύγουμε. Μπας και ξεχαστούμε. Κανένας δεν ήξερε πόσο θα διαρκούσε αυτή η παραμονή στην Ιρλανδία και για πόσο. Τα Ιρλανδικά ΜΜΕ μετέδιδαν ήδη την είδηση την οποία βλέπαμε από τις τηλεοπτικές οθόνες στο αεροδρόμιο.

Μας ζητούν να περάσουμε πάλι στην ειδικά διαμορφωμένη και απομονωμένη αίθουσα. Κάποια αστυνομικός με πλησιάζει και μου ζητά ευγενικά να κλείσω τη κάμερα. «απαγορεύεται, σας παρακαλώ να τη κλείσετε.» υπάκουσα. Έκλεισα τη κάμερα αλλά μετά από λίγο σε άλλο σημείο πια της μεγάλης διαδρομής προς την  απομονωμένη αίθουσα την ξανά ανοίγω. Δε βλέπω πίσω μου. Μόνο το μεγάλο μακρύ διάδρομο. Ένα χέρι κάπως ανάλαφρα με αγγίζει στον ώμο. «σας παρακάλεσα να κλείσετε. Απαγορεύεται.» δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς με «επιτηρούσε» εδώ και ώρα. Είχε βγάλει τη πάνω μέρος της  στολής πια και ( με ) ακολουθούσε. 

Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά πια. Τελικά φτάσαμε πάλι στην απομονωμένη αίθουσα. Η υπεύθυνη πληρώματος μας μιλά πάλι και εν τω μεταξύ  έχουν περάσει ήδη τρεις ώρες αναμονής… « θα σας δοθεί ένα βάουτσερ για να πάρετε ότι χρειάζεστε από το αεροδρόμιο. Θα μείνουμε λίγο ακόμα μόλις άρχισε και ο έλεγχος του αεροπλάνου» οι συζητήσεις των επιβατών πια είχαν περάσει σε άλλα θέματα. Πολλά και διάφορα αλλά και με την αγωνία μη τύχει και κάνουμε πρωτοχρονιά στο αεροδρόμιο του Shannon.  Κάποιος είπε «δε πειράζει θα ανοίξουμε και σαμπάνιες. Θα περάσουμε καλά. Τι να γίνει; Αφού έτσι ήρθαν τα πράγματα; Την άλλη φορά που έτυχε και ήμουν πάλι σε μια τέτοια περίπτωση στο Λονδίνο φύγαμε σχεδόν την επομένη…»

Οι ψήθυροι και οι δυσανασχέτηση έκδηλη πια στα πρόσωπα όλων… Τελικά μετά από πέντε ώρες και κάτι γυρίζουμε πίσω στην έξοδο 14 από εκεί που μπήκαμε και ο κυβερνήτης μας μιλά πάλι αυτή τη φορά πιο συγκεκριμένα. «σε λιγότερο από σαράντα λεπτά θα έχουμε φύγει. Η πτήση μας για Αθήνα θα διαρκέσει σχεδόν τρεισήμισι ώρες. Σας ζητώ και πάλι συγνώμη για την ταλαιπωρία που υποστήκατε.». 

Πράγματι  σε λίγο είμαστε πάλι μέσα στο αεροπλάνο. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν ήταν το ίδιο το «ΜΑΡΑΘΩΝ» με το οποίο ξεκινήσαμε από την ΝΥ αλλά εγώ σίγουρα κάθισα στην ίδια θέση 30 Κ όπως καθόμουν.  Όλοι πέσαν σαν κοτόπουλα… κοιμήθηκαν και οι περισσότεροι ξυπνούσαν όταν πια το αεροπλάνο μας τροχοδρομούσε στις 17: 25 στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Σε δέκα λεπτά ήμασταν στο γνώριμο και ασφαλή τόπο. Στην Αθήνα. Στο Ελευθέριος Βενιζέλος.

17: 40 είχα πάρει τα πράγματα μου πρώτος -οι περισσότεροι  θα συνέχιζαν με άλλες πτήσεις- και έβγαινα προς τα έξω. Και μέχρι να σκεφτώ τις επόμενες κινήσεις μου κατευθυνόμενος προς την έξοδο των αφίξεων σκεπτόμουν τις τελευταίες ατάκες που άκουγα στο αεροπλάνο « να προσέχεις τι θα πεις… εκεί έξω θα είναι πάλι τα κανάλια. Δημοσιογράφοι… ξέρεις…  Βάλε ρε κορίτσι μου λίγο ρουζ… επιτέλους πια!  κοίτα πως είσαι σε παρακαλώ μη γίνουμε ρεζίλι… θα σε δει τόσος κόσμος. Να προσέχεις τι θα πεις. Εγώ θα πω ότι «όλα ήταν οκ, η μικρή δε φοβήθηκε καθόλου, είχαμε πάει για Χριστούγεννα» εσύ να πεις ότι «στην αρχή είχαμε αγωνία αλλά μας καθησύχασε ο κυβερνήτης»  ξέρεις τέτοια». Αυτά και άλλα πολλά έλεγε μια μάνα στη κόρη της.

Μέχρι να προλάβω να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου αυτές και χαμογελώντας με την ιδιοσυγκρασία που έχει αναπτυχθεί  στο μέσο καθημερινό πολίτη ο οποίος έχει δεχθεί ένα σωρό επιρροές από την τηλεόραση και  την ψυχολογία που διαμορφώνει πια γύρω μας και μέσα μας, είχα βγει ήδη στην έξοδο και πριν προλάβω να κάνω ένα βήμα, ξαφνικά πάνω από δεκαπέντε μικρόφωνα μπροστά μου. Κάμερες. Φώτα.

«τι νιώσατε; Φοβηθήκατε; Ταλαιπωρηθήκατε; Τα συναισθήματα σας; Περιγράψτε μας τι ακριβώς έγινε"; Βροχή οι ερωτήσεις. Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε άλλο οι συνάδελφοι -οι νεότεροι όπως πάντα  ανυπόμονοι – προσπαθούν να βγάλουν τις καλές ατάκες. Τις ατάκες που πουλάνε…  αυθόρμητα και τελείως αναπάντεχα άρχισα να περιγράφω για να συμπληρώσω με νόημα επιζητώντας συναδελφική κατανόηση « παιδιά συνάδελφος είμαι τι να σας πω; .. έρχονται άλλοι  πίσω… αφήστε καλύτερα… να έρχονται κι άλλοι…»

-«όχι- όχι! Ίσα – ίσα ξέρεις τότε τι θέλουμε.» φωνάζαν οι νεότεροι. Κάπου ακούω μια ατάκα «ρε γαμώτο και το ήξερα… κάτι μου λέει το πρόσωπο… ρε Μάριε πες  του εσύ κάτι…» ήταν ο Μάριος Βηρβίλης από το Mega. Με πλησιάζει λέμε δυο κουβέντες για το ταξίδι και τα παλιά. Με ρωτά για το Λιάπη και ανταλλάσσουμε ευχές. Είχαμε να ιδωθούμε πολλά χρόνια. Από τότε που ήμασταν στα πεζοδρόμια και καλύπταμε διαδηλώσεις και πορείες. Τελευταία μου παράκληση προς του συναδέλφους «παιδία κόψτε το. Θα βρείτε πολλές ατάκες να παίξουν. Θα υπάρξουν και καλά «κιου». Το δικό μου κόψτε το. Σα να μην έγινε.»

Στις 18:00 ακριβώς ήμουν στο taxi με πορεία προς το σπίτι. Σε λιγότερο από έξι ώρες θα άλλαζε ο χρόνος και είχα τόσα πολλά να κάνω… μα τόσα πολλά… Να όμως που  όσα και αν σχεδιάζουμε εμείς ο πανδαμάτωρ χρόνος ή ο Θεός -για πολλούς από εμάς-  άλλα κάνει… άλλα θέλει… αν και δε πιστεύω ότι ο Θεός παρεμβαίνει στη ζωή μας παρά μόνο αν το ζητήσουμε Εμείς. Εσύ.  Στη διαδρομή άρχισα πάλι να σκέφτομαι…

«Για άλλη μια φορά πάντως την είχα γλιτώσει…» σκέφτηκα και έβαζα το κλειδί στη πόρτα κι ώσπου να ανοίξω δυο χέρια με αγκάλιαζαν σφιχτά και δυνατά… χωρίς να το καταλάβω δυο δάκρυα κυλήσαν… δάκρυα χαράς…  δεν είναι τόσο η εμπειρία αυτή καθαυτή, όσο τα συναισθήματα που πηγαινοέρχονται και αλλάζουν διαρκώς… σε μεταβάλλουν και σε μεταμορφώνουν… αυτό είναι η εμπειρία.  Αυτό είναι! Ο Άνθρωπος! 

Οι ώρες περνούσαν και καθώς ετοιμαζόμουν χάθηκα πάλι στις σκέψεις μου… Άρχισα να συλλογίζομαι… τον Άνθρωπο… τις δυνατότητες του… τις αδυναμίες του… τα θέλω και τα μπορώ του… στο μυαλό μου ήρθε η πολύ πετυχημένη διαφήμιση-μήνυμα για τον Άνθρωπο… Συναισθήματα. Ελπίδα. Αισθήσεις. Τεχνολογία. Δύναμη.  Το μέλλον… οι ευχές… ο χρόνος… η φθορά… 

Ο Θάνατος. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ.  Η Αιωνιότητα… θέλουμε την ΑΙΩΝΙΩΤΗΤΑ. Ο  ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Η Αγάπη… Η ΑΓΑΠΗ. Ναι η Αγάπη. Αυτό είναι… αυτό μας λείπει… αυτό ψάχνουμε. Αυτό αναζητούμε μέσα από τα ανάμικτα συναισθήματα της καθημερινότητας. Της καθημερινότητας μας… αυτή μας ανεβάζει την αδρεναλίνη.    Καλή χρονιά λοιπόν με πολλές και δυνατές εμπειρίες. Καλή χρονιά. Σε όλους εκεί έξω…  ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ.

 

 

 

* Ο Δημοσιογράφος Αλέξανδρος Στεφανοπουλος είναι διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Media,   Greek American News Agency, inc με το ομώνυμο ειδησεογραφικό πρακτορείο που εδρεύει στη Νέα Υόρκη, και ταυτόχρονα  συνεχίζει την 20ετη  μάχιμη δημοσιογραφία  ως ανταποκριτής και συνεργάτης πολλών γνωστών και έγκυρων  ΜΜΕ  στην Ελλάδα.