Σύμφωνα με τα Αγγλικά λεξικά η λέξη αυτή είναι αγνώστου προέλευσης και σημαίνει αδιάθετος. Απόσπασμα από το διαδικτυακό λεξικό λέει τα εξής:

On Line Etymology Dictionary

sicken (v.) "to become sick," originally the verb was simply sick (c.1150), from sick (adj.). Transf. sense of "to make sick" is recorded from 1694.

sick (adj.) "unwell," O.E. seoc, from P.Gmc. *seukaz, of uncertain origin. The general Gmc. word (cf. O.N. sjukr, Dan. syg, O.S. siok, O.Fris. siak, M.Du. siec, O.H.G. sioh, Goth. siuks "sick, ill"), but in Ger. and Du. displaced by krank "weak, slim," probably originally with a sense of "twisted, bent" (see crank). Meaning "having an inclination to vomit" is from 1614; sense of "tired or weary (of something)" is from 1597; phrase sick and tired of is attested from 1783. Meaning "mentally twisted" is from 1551 (though sense of "spiritually or morally corrupt" was in O.E.), revived 1955. Sick joke is from 1959; sicko (n.) is from 1977. Sickening "causing revulsion" is first recorded 1789. The noun meaning "those who are sick" was in O.E. Sickness is O.E. seocnesse; sickly "ailing" is recorded from c.1350.

 

Τώρα αν ανατρέξουμε στο Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας της Μακντόναλντ στο πρόγραμμα ΜΟΥΣΑΙΟΣ  με τον τίτλο  TLG (Thesaurus Linguae Graecae) και κάνουμε αναζήτηση  της λέξης  Ακίκυς θα έχουμε 27 καταχωρήσεις διαφόρων συγγραφέων που χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη. Στην λέξη Ακίκυν θα έχουμε  6 καταχωρήσεις.

Σύμφωνα με  Ομηρικό Λεξικό του Ευάγγελου Κ. Κοφινιώτη, Εκδόσεις Δημιουργία,

Αθήνα 1986: η λέξη  Κίκυς  = η δύναμις ,ισχύς.

Η δε λέξη  Άκικυς = αδύνατος, ασθενής .

Επομένως έχουμε στη λέξη Άκικυς το α το στερητικό και το κ  μετατρεπόμενο σε σ μας δίδει τη λέξη σίκυ και οι Αγγλοσάξωνες  φτιάξανε τη λέξη  sick που την πήρανε από τους Γερμανούς  seukaz  που σύμφωνα με τους λεξικογράφους η λέξη αυτή  αγνώστου προέλευσης.

Επομένως   Άκικυς  = Sick

Δημήτρης  Συμεωνίδης